Για τους Ρομά έχω γράψει παλαιότερα. Για
το λόγο όμως που περιπλανώνται μονίμως υπάρχουν πολλές εικασίες. Βρήκα μια
ιστοριούλα, που αναφέρεται στο τέταρτο καρφί της σταύρωσης του Χριστού, τη
θεώρησα ενδιαφέρουσα και επίκαιρη και σας την κάνω γνωστή.
Η ιστορία
Όταν ο Γιεσούα μπεν Μιριαμ, που ο κόσμος θα ονομάσει Χριστό, παρεδόθη στους Ρωμαίους
δεσμοφύλακες για να σταυρωθεί, δύο Ρωμαίοι στρατιώτες ανέλαβαν να αγοράσουν
τέσσερα καρφιά από κάποιο σιδερά. Στο δρόμο όμως σταμάτησαν σε μια ταβέρνα και
ξόδεψαν τα μισά από τα χρήματα που τους είχαν δώσει, παραγγέλλοντας από το
κρασί που οι Έλληνες πουλούσαν στην Ιερουσαλήμ. Αργότερα, βγήκαν τρεκλίζοντας
από την ταβέρνα και μόλις έφτασαν στον πρώτο σιδερά, του είπαν με δυνατή φωνή. «Μας
χρειάζονται αμέσως τέσσερα καρφιά για να σταυρώσουμε τον Γιεσούα μπεν Μιριάμ».
Ο σιδεράς ήταν ένας γέρο Εβραίος, πρόβαλε πίσω από το καμίνι και είπε: «Δεν
θα φτιάξω καρφιά για να σταυρώσετε τον Γιεσούα μπεν Μιριάμ…». Τότε οι
στρατιώτες τον σκότωσαν με τις λόγχες τους αφού έβαλαν φωτιά στα γένια του.
Λίγο πιο πέρα βρισκόταν το
εργαστήρι ενός άλλου σιδερά. Οι στρατιώτες πήγαν ως εκεί και τον διέταξαν. «Φτιάξε
μας τέσσερα καρφιά και θα σε πληρώσουμε σαράντα κρόυτσερς».
Τρομοκρατημένος ο Εβραίος στρώθηκε στη δουλειά. Ένας από τους στρατιώτες που
ήθελε να τον βοηθήσει, έσκυψε και του είπε. «Κάνε τα γερά Εβραίε γιατί το πρωί
θα σταυρώσουμε τον Γιεσούα μπεν Μιριάμ». Όταν άκουσε αυτό το όνομα ο Εβραίος
έμεινε με το χέρι μετέωρο, ακίνητος κρατώντας το σφυρί. Και η φωνή του πρώτου
σιδερά, που οι στρατιώτες είχαν σκοτώσει ακούστηκε αδύναμα. «Αρία
μη φτιάξεις τα καρφιά. Προορίζονται για κάποιον της φυλής μας, ένα αθώο»
. Ο Αρίας πέταξε το σφυρί δίπλα στο καμίνι και είπε. «Δεν θα φτιάξω τα καρφιά».
Οι στρατιώτες τρόμαξαν ακούγοντας την αδύναμη φωνή του ανθρώπου που είχαν
σκοτώσει. Μεθυσμένοι όμως, καθώς ήσαν, τρύπησαν και τον δεύτερο σιδερά με τις
λόγχες τους…
Αν οι στρατιώτες δεν είχαν
ξοδέψει σαράντα κρόυτσερς στο ποτό, θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο στρατώνα,
να διηγηθούν το επεισόδιο και να σώσουν τη ζωή του Γιεσούα μπεν Μιριάμ. Τους
έλειπαν όμως σαράντα κρόυτσερς. Γι’ αυτό
βγήκαν από το κέντρο της Ιερουσαλήμ.
Στο δρόμο συνάντησαν ένα
τσιγγάνο που μόλις είχε στήσει το τσαντίρι και το αμόνι του. Οι στρατιώτες τον
διέταξαν να φτιάξει τέσσερα καρφιά και έβαλαν μπροστά του τα σαράντα κρόυτσερς.
Ο τσιγγάνος τσέπωσε πρώτα τα χρήματα και έπειτα στρώθηκε στη δουλειά. Έφτιαξε
τα τρία καρφιά και, όταν ετοιμαζόταν να φτιάξει το τέταρτο, ένας από τους
στρατιώτες του είπε. «Ευχαριστώ τσιγγάνε, με τα καρφιά αυτά θα
σταυρώσουμε τον Γιεσούα μπεν Μιριάμ». Δεν πρόφτασε να αποτελειώσει τη
φράση του και οι τρεμουλιαστές φωνές των δολοφονημένων σιδεράδων παρακάλεσαν
τον Τσιγγάνο να μην τελειώσει τα καρφιά. Είχε νυχτώσει. Οι στρατιώτες φοβήθηκαν
τόσο που πήραν δρόμο προτού ο Τσιγγάνος αποτελειώσει το τέταρτο καρφί.
Εκείνος, ευχαριστημένος που
είχε τσεπώσει τα χρήματα, πριν αρχίσει τη δουλειά, τελείωσε το τέταρτο καρφί.
Τότε περίμενε να κρυώσει. Έριξε νερό στο πυρωμένο σίδερο αλλά το νερό
εξατμίστηκε και το σίδερο έμεινε το ίδιο καυτό. Ο Τσιγγάνος έριξε περισσότερο νερό μα το καρφί
δεν έλεγε να κρυώσει. Φαινόταν σαν να
ήταν ένα ζωντανό πτώμα που αιμορραγούσε και το αίμα έκανε τη φωτιά να σπινθηρίζει.
Μέσα στην κατασκότεινη νύχτα μια μεγάλη περιοχή της ερήμου φωτιζόταν από τη
λάμψη του καρφιού. Τρομοκρατημένος ο Τσιγγάνος φόρτωσε το τσαντίρι και τα
συμπράγκαλά του στο γαϊδούρι του και πήρε δρόμο. Τα μεσάνυχτα ο μοναχικός
ταξιδιώτης έστησε πάλι το τσαντίρι του ανάμεσα σε δύο αμμόλοφους. Στα πόδια του
όμως έλαμπε το καρφί, ενώ αυτός το είχε αφήσει στις πύλες της Ιερουσαλήμ. Καθώς
βρισκόταν κοντά σε ένα πηγάδι έβγαζε νερό όλη τη νύχτα για να σβήσει τη φωτιά
του καρφιού. Στο τέλος έριξε άμμο πάνω στο πυρωμένο σίδερο. Το σίδερο όμως
εξακολουθούσε να λάμπει. Φοβισμένος πήρε πάλι δρόμο μέσα στην έρημο.
Όταν έφτασε κοντά σε ένα Αραβικό
χωριό, έστησε για τρίτη φορά το τσαντίρι του. Μα το πυρωμένο καρφί τον είχε ακολουθήσει.
Τότε συνέβη κάτι. Έφτασε ένας Άραβας και του ζήτησε να επιδιορθώσει το
σιδερένιο στεφάνι μιας ρόδας. Γρήγορα ο Τσιγγάνος πήρε το πυρωμένο καρφί και
επιδιόρθωσε το σπασμένο στεφάνι της ρόδας. Κοίταξε τον Άραβα που έφευγε. Όταν ο
Άραβας απομακρύνθηκε ο Τσιγγάνος πήρε πάλι το δρόμο χωρίς να τολμήσει να
κοιτάξει πίσω του. Περπάτησε ημέρες πολλές και έφτασε στη Δαμασκό όπου έστησε
το αμόνι του.
Λίγους μήνες αργότερα ένας άνθρωπος του έφερε
τη λαβή ενός σπαθιού για να την επισκευάσει. Ο Τσιγγάνος άναψε φωτιά και η λαβή
άρχισε να κοκκινίζει εξ αιτίας του καρφιού που ήταν μέσα. Ο σιδεράς παράτησε τη
δουλειά, φόρτωσε πάλι τα πράγματά του και έφυγε.
Αυτό το καρφί εμφανίζεται
πάντα μπροστά στις σκηνές των απογόνων του ανθρώπου που έφτιαξε τα καρφιά για
να σταυρωθεί ο Γιεσούα μπεν Μιριάμ. Και όταν το καρφί εμφανίζεται, οι τσιγγάνοι
παίρνουν δρόμο. Γι’ αυτό μετακινούνται συνεχώς. Γι’ αυτό και ο Γιεσούα μπεν Μιριάμ σταυρώθηκε με τρία μόνο καρφιά
και τα πόδια του, τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο, καρφώθηκαν με ένα μόνο
καρφί. Το τέταρτο καρφί πλανάται από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη.
Ο θρύλος αυτός που διασώθηκε
εδώ και ενενήντα περίπου χρόνια στη Μακεδονία, και οφείλεται στη διήγηση ενός
τσιγγάνου, εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές σε άλλες ομάδες ομοφύλων του.
Έτσι οι νομάδες του Δουνάβεως
ισχυρίζονται ότι κατάγονται από τους απίστους που έσφαξαν τα νήπια της Βηθλεέμ,
αρνήθηκαν τη βοήθειά τους προς την Παναγία κατά τη φυγή προς την Αίγυπτο,
συμβούλευσαν τον Ιούδα να πουλήσει το Χριστό και τελικά έφτιαξαν χωρίς
δισταγμούς τα καρφιά του Σταυρού.
Οι τσιγγάνοι της Σερβίας
αντιθέτως πιστεύουν ότι οι πρόγονοί τους περιορίστηκαν να κλέψουν το τέταρτο
καρφί του Σταυρού, για κάποια σκοτεινή αιτία και πως τιμωρήθηκαν γι αυτό να
πλανωνται εφτά χρόνια (ή εφτά αιώνες ή εφτά χιλιετίες)
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση,
στην οποία όμως τα καρφιά δεν παίζουν κανένα ρόλο, οι τσιγγάνοι ήσαν φύλακες
του Χριστού. Μέθυσαν όμως στο καπηλειό και δεν μπόρεσαν να Τον υπερασπιστούν.
Όλες αυτές οι διηγήσεις
έχουν φανταστικό χαρακτήρα. Κανένα
κείμενο όσο αλληγορικό και αν είναι δεν επιβεβαιώνει την παρουσία τσιγγάνων
στην Παλαιστίνη την εποχή του Χριστού. Όμως οι πατροπαράδοτοι αυτοί
θρύλοι, που οι τσιγγάνοι τους εκτιμούν πολύ, εκφράζουν την επιθυμία ενός λαού να μη μείνει χωρίς ρίζες. Και
οι χριστιανικές επιδράσεις ώθησαν τους τσιγγάνους να ερμηνεύσουν με βιβλικούς
όρους τους θρύλους της χαμένης καταγωγής τους.
Πηγή:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ
Τεύχος 77 Νοέμβριος 1974
1 σχόλιο:
Χωρις να θελω να προσβαλω κανεναν η να αμφισβητησω τις ιστοριουλες των ρομα,πιστευω πως η αληθεια ειναι πιο απλη...πιθανον καποιος/α φτωχος/η αιγυπτιος/α σ εκεινα τα αρχαια χρονια να συνδεθηκε με ατομο/α ασιατικης η κ ευρωπαικης καταγωγης κ εγινε αναμειξη των διαφορετικων dna κ στο περασμα των αιωνων να εχουμε σημερα αυτο το "ρομα" φυλο απροσδιοριστου καταγωγης,ιστοριας κ γλωσσας.
Δημοσίευση σχολίου