Τι πιο λογικό λοιπόν, μέρες που είναι να δοκιμάσω μια παράφραση στα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής, που λέγονται στην Κρήτη, και ας με κατανοήσουν οι θρησκευόμενοι!
ΚΑΛΑΝΤΑ
Μας σκιάζουν μαύροι ουρανοί, περνούμε μαύρες μέρες,
θλίβεται όλος ο λαός και τα βουνά λυπούνται.
Παλαιόθεν έβαλαν βουλή άνομοι τοκογλύφοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Λαό, να φάνε την πατρίδα.
σαν ο λαός εζήτησε να ζει κατά πως πρέπει
να έχει δείπνους φανερούς και να τους έχουν όλοι.
Και η Ελλάδα η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το λαό τον μαύρο.
Φωνή της ήρθε από μακριά, από γειτόνου στόμα:
- Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν και οι μετάνοιες,
τι το λαό τον πιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Ταμείου την αυλή εκεί τον τυραγνάνε.
- Δοσίλογοι, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία περόνια.
Και κείνοι ο παράνομοι βαρούν και φτιάχνουν πέντε.
- Προδότες, που τα φτιάσατε πείτε μας πως τα βάζουν.
- Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Και η Ελλάς σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της έρθει ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι' όταν της ήρθε ο λογισμός, κι' όταν της ήρθε ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το λαό τον έρμο.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ' υπομονή, λάβε, κυρά μ' ανέση.
- Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
Πού’ χω λαό ανάδελφο και κείνον σταυρωμένον.
Αριστοτέλης, Πλάτωνας, μαζί Καραϊσκάκης,
Κολοκοτρώνης και ΕΑΜ κι Αλέκος Παναγούλης
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Ταμείου.
Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Θωρεί δεξιά, θωρεί ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
θωρεί πιο δεξιότερα βλέπει τον Μακρυγιάννη,
Γιάννη μου Μακρυγιάννη μου αγωνιστή μεγάλε,
μην είδες τον υγιόκα μου μην είδες το λαό μου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή του βάσανου στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου ο άμοιρος λαός σου!
Και η Ελλάς πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
Θα έρθει ώρα γιορτινή και θα’ ναι μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός, θα ηχήσουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θα’ χεις χαρά μεγάλη!
Θ’ αναστηθώ, θα σηκωθώ και βούρδουλα θα πάρω
θα διώξω τους Τροικανούς και τ’ άνομο Ταμείο
θα στείλω τους δοσίλογους σε δικασμό μεγάλο
και όσοι με προδώσανε θα εξοστρακιστούνε.
ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου