Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

ΕΛΛΗΝΕΣ



Ελλάς, Ελλάδα, Έλλην, Έλληνας.
Πούθε κρατάει η σκούφια μας αλήθεια;
Ας δούμε μερικές ερμηνείες έτσι όπως τις αλίευσα από το διαδίκτυο.
΄Ελλην:  Έτσι ονομάζονταν, κατά τον Ησίοδο, ένας από τους γιους του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, αδελφός του Αμφικτύωνα και της Πρωτογένειας. Ο Δευκαλίων ήταν ο βασιλιάς της Φθιώ­τιδας και ο ήρωας του ελληνικού κατακλυσμού, πού έγινε σύμφωνα με μια μεγάλη αρχαία επι­γραφή το έτος 1528 π.Χ.
Ο φιλοπόλεμος βασιλιάς Έλλην απέκτησε από τη Νύμφη Ορσηΐδα τους γιούς Αίολο,  Δώρο και Ξούθο (πατέρα του Αχαιού και του Ίωνα).
Αυτή είναι η πιο διαδεδομένη  άποψη γιατί:
1.       Μέσα από την  μυθολογική γενεαλογία ερμηνευόταν η φανερή συγγένεια μεταξύ των ελληνικών φυλών, των οποίων οι επώνυμοι γίνονταν γιοί (Αίολος, Δώρος) και εγγονοί (Αχαιός, Ίων) του Έλληνα και
2.      Με την συγγένεια Έλληνα και Αμφικτύωνα, συμβολικών αντιπροσώπων του έθνους και της αμφικτιονικής συναδέλφωσης των διαφόρων λαών του, υποδηλώνονταν πως Έλληνες ονομάστηκαν οι αμφικτιονικοί λαοί του Έθνους, σε αντίθεση με τους μη αμφικτιονικούς λαούς του.
Δεύτερη παράδοση έφερε τον Έλληνα γιό του Δία και της Πύρρας και έτσι οι απόγονοι του, σαν «διογενείς», έγιναν έθνος ευγενές.
Άλλες παραδόσεις τον ήθελαν γιό του Προμηθέα και αδελφό του Δευκαλίωνα, .
γιό του Δία και της Δωρίππης κ.ο.κ.
Υπάρχει και μια αρχαία παράδοση από τα χρόνια του Ησιόδου, ότι ή Πανδώρα, ή κόρη του Δευκαλίωνα, γέννη­σε από τον ερωτά της με τον Δία τον γενναίο Γραικό. Διάδοχος του Δευκαλίωνα ήταν o ήρωας Έλληνας, ο οποίος ταξίδεψε και έδρασε σε πολλές πόλεις.
Εκτός από τον Έλληνα που αναφέρθηκε πιο πάνω, από τους αρχαίους μνημονεύονταν και ένας άλλος Έλληνας, ο οποίος θεωρούνταν τρισέγγονος του πρώτου.
 Ας το πάρουμε γενεαλογικά. Έλληνας Α΄,  Ξούθος,  Αχαιός,  Φθίας,  Έλληνας Β΄.

Ελλάς – Ετυμολογία
Η λέξη Ελλάς, χάνεται στην ελληνική ιστορική παράδοση. (Ηροδότου Ιστορία ι-56, Η-23, Ζ-95): «της νύν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλούμενης».
Ελλάς = η χώρα που κατοικούν οι Έλληνες.
Ελλάς = η υψηλή και ιερή πέτρα - θρόνος, όπου κατοικεί το θείον.

Η ετυμολογία της λέξεως «Ἑλλὰς» δεν έχει διευκρινιστεί.
  Κατά τον Γ. Κούρτιο έχει σχέση με τα ονόματα «σέλας», «σελήνη», «ἑλάνη (=λαμπάς.
Υπαινίσσεται επίσης πως παράγεται από τη ρίζα του ρήματος  βάλλομαι.
► Κατά τον Wilamowitz είναι συγγενές προς τα «ψελίζω», «σελλίζω», «ἐλλός», «έλλοψ», και τους «Σελλοὺς» ή «Ελλοὺς» της Δωδώνης.
«Ελλοψ» σημαίνει «άφθογγος», οπότε «Έλληνες» είναι αυτοί που μιλάνε μια ακατάληπτη γλώσσα.
► Ίσως η λέξη συγγενεύει με την «Ελλοπία», όπου απαντά ως ονομασία διάφορων ελληνικών χώρων και όπου είναι δυνατόν να παράγεται από τον «έλλα» (λακωνιστί = καθέδρα, καθ’ Ησύχιο, οπότε και Έλληνες είναι οι «αυτόχθονες») ή του «έλος».
Πάντως καμιά από τις προταθείσες ετυμολογίες δεν είναι φανερά πειστική.

Πόθεν
Στα Ομηρικά έπη ο όρος «Ελλάς» σήμαινε απλώς κάποια χώρα που ανήκε στο κράτος του Πηλέα και οικουμένη υπό των Μυρμιδόνων, πατρίδα του Αμύντορα, πατέρα του Φοίνικα (Ι΄ 447 - 448, 478).
Ελλάς = πόλη και περιοχή της Θεσσαλίας, ιδρυθείσα από τον Έλληνα (Ιλιάς, Β' 683)· «οί δ' είχον Φθίην καί Ελλάδα». Ολόκληρη η περιοχή της Θεσσαλίας που την κατοικούσαν οι Έλληνες Μυρμιδόνες - από τα πανάρχαια χρόνια - ονομαζόταν Ελλάς.
► Κατά τον Στράβωνα (Θ΄ 431 - 432), οι μεν πίστευαν ότι η Ομηρική Ελλάδα είναι η Φθία (πρβλ. και Θουκυδίδη Α΄ 3 «τοὺς μετ’ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἔλληνες ἦσαν») και αποτελεί το νότιο μέρος της Θεσσαλίας, οι δε ότι ήταν χώρα ή πόλη. Θεωρείται όμως απίθανο να υπήρξε ποτέ πόλη της Ελλάδας που να ονομάζονταν «Ελλὰς».
► Κατά τον Busolt , «η Ομηρική χώρα Ελλάς ήταν από Ενιπέα, του Απιδανού και άλλων παραποτάμων του Πηνειού διαρρεομένη  Θεσσαλιώτιδα».
► Στα νεώτερα χωρία της Οδύσσειας το όνομα «Ἑλλὰς» αποκτά μέγιστη έκταση γιατί σε αυτήν βρίσκουμε «καθ’ ην (ἢ ἀν΄) Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἀργος», όπου  «Ελλὰς» καλείται η στερεά Ελλάδα και «Αργος» η Πελοπόννησος.
Οι Έλληνες στα Ομηρικά έπη καλούνται «Δαναοὶ» («φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες») και «Ἀργείοι» και «Ἀχαιοί» και η λέξη «Έλληνες», με την στενή έννοια, σήμαινε τους κατοίκους του κράτους του Πηλέα της Θεσσαλικής Ελλάδος.
Από τους πρώτους συγγραφείς, πρώτος ο ιστορικός Θουκυδίδης αναφέρει πως η εξάπλωση του ονόματος Έλληνες προήλθε από τούς κατοίκους της Φθιώτιδας, οι οποίοι από τον καιρό του Ομήρου μνημονεύονταν σαν μία από τις τρεις φυλές του βασιλείου του Αχιλλέα. (Θουκ. Α’ γ΄).
Κατά την αντίληψη του μεγάλου ιστορικού, Έλληνες ονομάστηκαν πρώτα οι σύμμαχοι των Ελλήνων της Φθιώτιδας, η οποία δεν απέχει και πολύ από την αντίληψη των νεώτερων, ότι Έλληνες ονομάστηκαν, πρώτα οι αμφικτιονικοί λαοί της αρχαίας Ελλάδας. 

Σελλοί = οι απόγονοι του Έλλοπος - Πελασγού, του πρώτου κατοίκου της Θεσσαλίας - Περραιβίας. Στην Ιλιάδα, (Π' 233-235): «Ζευ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δνσχειμέρον άμφί δέ Σελλοί σοϊ ναίουσ' ύποφήται άνιπτόποδες χαμαιεϋναι». (= Δία βασιλιά, Δωδωναίε, Πελασγικέ, που κάθεσαι μακριά και προστατεύεις τη Δωδώνη με το βαρύ χειμώνα, γύρω δε οι Σελλοί κατοικούν, οι ερμηνευτές των χρησμών σου, που κοιμούνται κατά γης και έχουν άνιπτα πόδια).
Ίσως η ρίζα της λέξης Σελλοί -> Σελληνήεις: οι υπό της Σελήνης - σεληνόφωτος φωτιζόμενοι.
Σελλοί ονομάζονταν οι κάτοικοι της αρχαίας Δωδώνης του Ολύμπου (όπου και το αρχικό Μαντείο πριν από τον κατακλυσμό του Ωγυγου). Ήταν φύλακες του μαντείου του Διός, αναγκασμένοι να διάγουν βίον τραχύ και ασκητικό. Η λέξη Σελλοί συναντάται και ως Έλλοί (δασυνόμενη) δηλ. Έλ-λοι = οι άνθρωποι οι ιεροί που γεννήθηκαν από τους λίθους (λάας), οι Έλληνες ιερείς του Διός.
Ο Πίνδαρος αναφέρει: Ελλοί = αδελφικός τύπος της ίδιας λέξεως και Σελλοί: συγγενές του Έλληνα.
Ο Αριστοφάνης στους "Ιππείς" 1253 αναφέρει: Έλλάνιε Ζεϋ.
► Πρώτος ο Αριστοτέλης μετέθεσε την παλαιότατη Ελλάδα από την Θεσσαλία στην Ήπειρο και κυρίως στην περιοχή της Δωδώνης και του Αχελώου «ο κατακλυσμός περὶ τον ελληνικόν  εγένετο μάλιστα τόπον· και τούτου περὶ την Ελλάδα την αρχαίαν. Αύτη δ’ εστὶν η περὶ Δωδώνην και τον Αχελώον· ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν· ώκουν γαρ οι Σελλοὶ ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ’ Έλληνες» (Μετεωρ. 352α).
Μάλλον η γνώμη αυτή του Αριστοτέλη κατά την οποία η Ελλάδα βρίσκονταν στην Δωδώνη να πηγάζει από έναν μύθο που διαδόθηκε τον Δ΄ αιώνα π.Χ. από τους Μολοσσούς, στην περιοχή των οποίων βρίσκονταν τότε η Δωδώνη. Ο μύθος αυτός για να εμπεδώσει την ελληνική καταγωγή του βασιλικού οίκου των Μολοσσών, παρίστανε τον Δευκαλίωνα ιδρυτή του ιερού της Δωδώνης. Ο Αριστοτέλης ασπάσθηκε τον μολοσσικό μύθο πρόθυμα, τόσο περισσότερο όσο κατά την Ιλιάδα (Π΄ 233 -235) στην Δωδώνη διαμένουν οι Σελλοί,  των οποίων το όνομα μπορεί να θεωρηθεί ότι συγγενεύει με εκείνο των Ελλήνων. Πάντως η Δωδώνη πρέπει να θεωρηθεί ως μια από τις κοιτίδες του ελληνικού έθνους.
Ο Ησύχιος σχετίζει τη λέξη με την ιερή έδρα του Δία στη Δωδώνη: Έλα, καθέδρα τον Διός εν Δωδώνη.
Τους Φοίνικες, τους πρωτο - έλληνες κατοίκους της Παλαιστίνης που κατάγονταν από την Ήπειρο, τους ονόμαζαν και Σελέαρ.
Η λέξη Πανέλληνες ,που δηλώνει όλο το Ελληνικό γένος, συναντάται πρώτη φορά στον Ησίοδο τον Ζ’ π.Χ. αιώνα (Έργα 528) και στον Αρχίλοχο (απ. 52).
Κατά τις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα υπήρχε ο όρος Έλληνες σε κοινή χρήση σημαίνοντας το σύνολο των Ελλήνων εφόσον προτού του 580 είχε επικρατήσει η λέξη «Ἑλλανοδίκαι» που δήλωνε τους κριτές των Ολυμπιακών αγώνων.
Το όνομα «Ἑλλὰς» από την στενή σημασία του Ομήρου επεκτάθηκε και σήμαινε πρώτα την Στερεά Ελλάδα χωρίς όμως την Πελοπόννησο («την Ελλάδα και Πελοπόννησον» Δημοσθ. 19, 303) και την Θεσσαλία και έπειτα όλες τις από Έλληνες κατοικημένες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου και ακόμη και της Μ. Ασίας (Ηροδ. 1, 92, Ξενοφ. Αναβ. 6, 5, 23), στην οποία αντιτίθεται «ἡ παρ’ ἡμῖν Ελλάς» (Ξενοφ., Ελλ. 3, 4, 5.)
Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους μετά την ευρεία εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στην Ανατολή, «Έλληνες» και «ελληνίζοντες» και «ελληνισταὶ» ονομάζονταν όλοι αυτοί που μιλούσαν ελληνικά.
Ο Ξενοφάνης, ποιη­τής και φιλόσοφος από τον Κολοφώνα της Μ. Ασίας, θεωρεί Έλληνες όλους όσοι μιλούν ελληνικά, χαρακτηρίζοντας ως Ελλάδα μακρι­νές περιοχές, όπως τη Σικελία και τον Εύξεινο Πόντο.
Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού οι λέξεις αυτές σήμαιναν τους Εθνικούς - ειδωλολάτρες και ο «ελληνισμός» σήμαινε τον Εθνισμό και την Ειδωλολατρία.
Στα μέσα του Ε’ αιώνα ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Θεοδώρητος ο Κύρρος ονομάζει τους ιερείς του Βάαλ «ιερείς των Ελλήνων».




Δεν υπάρχουν σχόλια: