Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Η γενιά του 50, 60 Κρήτη

Με τα σημερινά δεδομένα, όλοι εμείς που ήμαστε μικροί στις δεκαετίες 50 και 60, για να μη βάλω τους παλαιότερους, σύμφωνα με τις στατιστικές δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει. Αυτό γιατί οι συνθήκες διαβίωσής μας ήταν, το λιγότερο, άθλιες. Βεβαίως είχαμε προσαρμοστεί σε αυτές , είχαμε αποκτήσει ανοσία σε πολλές αρρώστιες, πέρα από τα εμβόλια ή απλώς είμαστε τυχεροί που επιζήσαμε.
Θα επιδιώξω να σας μεταφέρω τις αναμνήσεις της παιδικής μου, και όχι μόνο, ηλικίας, από το χωριό και από την πόλη, όχι γιατί έχουν σημασία αυτές καθ’ αυτές μα γιατί μέσα από αυτές οι παλιοί θα θυμηθούν δικές τους αντίστοιχες καταστάσεις και οι νέοι κάτι θα μάθουν! Κάποιες τοποθεσίες που ονοματίζω είναι για μένα και τους χωριανούς μου προφανώς, όμως εσείς βάλτε τις αντίστοιχες δικές σας και θα βγάλετε κάποιο νόημα θαρρώ.

Στο χωριό
Περιβάλλον
Το χωριό μου, Μούντρος το λένε και είναι στο νομό Ρεθύμνης, με τα σημερινά δεδομένα, είναι ένα πανέμορφο μικρό χωριό. Δύο φαράγγια, περιμετρικά θεόρατοι κατακόρυφοι ριζιμιοί βράχοι, νερά που τα παλιά χρόνια έτρεχαν ασταμάτητα, πράσινο πολύ και τα δέντρα, φορτωμένα φρούτα, έγερναν στους δρόμους του. 

Η Κάτω Βρύση
Δύο βρύσες, η Πάνω και η Κάτω Βρύση με δεξαμενές και οργιώδη βλάστηση. Στην Κάτω βρύση ένας καταρράχτης έτρεχε συνεχώς από ψηλά, που ήταν ο δρόμος για το σχολείο, και οι πρωινές χαρές κρέμονταν σε όλη του τη διαδρομή, κρύβοντας στις φυλλωσιές τους χιλιάδες πεταλούδες. Πέταγες μια πέτρα εκεί, στο Ρούμα ή στον επαρχιακό δρόμο μετά την Παναγία και γέμιζε ο αέρας πεταλούδες. Όμορφες πεταλούδες σαν αυτές που υπάρχουν στη Ρόδο. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πια ή είναι σπάνιες.
Η Πάνω Βρύση
Στην Πάνω Βρύση μια τούρκικη δεξαμενή και απέναντι το Ενετικό Δικαστήριο του 1611 με επιγραφή από την Αινειάδα.  PER TOT DISCRIMINA RERUM    MDCXI.

 
Μια σειρά παλαιών σπιτιών και πιο δίπλα στην Καμάρα, μια στοά λιθόκτιστη με σπίτια από πάνω, τα κελιά, τρύπες για αρουραίους…
 
Πάνω από τη Βρύση ένας τεράστιος ίσιος βράχος (Τζιγιάννης)  με σπηλιές και την πηγή νερού στις ρίζες του.
Το Μούντρος είν’ καλό χωριό
μα εμένα δεν μ’ αρέσει
Γιατί έχει τον Τζιγιάννη του
που κρέμεται να πέσει!

Πολύ νερό τότε. Έσκαβες λίγο το χώμα και τσουπ! έτρεχε νερό, κάθε εποχή του χρόνου, όχι μόνο το χειμώνα.
Βρύση να κλείνει δεν υπήρχε. Το νερό έτρεχε ασταμάτητα από μια πέτρινη υδρορροή, σε γούρνες για τα ζώα και σε μια στέρνα για το πότισμα των κήπων.
Η ποιότητα του νερού ονομαστή. Πολλοί από τα γύρω χωριά έρχονταν να γεμίσουν τα δοχεία τους.



΄Αχου Μουντριανό νερό
Και να’ χα ένα ποτήρι
Να στό’ δινα να το’ πινες
Να μου κρατάς χατήρι!

Λίγο το γόνιμο έδαφος μέσα στο χωριό μα, τα παιδικά μου χρόνια, το θυμούμαι γεμάτο περιβόλια. Οι χωριανοί πότιζαν με τη σειρά, από τις στέρνες στις βρύσες και τα τσιμεντένια αυλάκια που οδηγούσαν σε κάθε περιβόλι του χωριού. Μοσχοβολούσαν τα μποστανικά και παντού έβλεπες το κίτρινο των κολοκυθανθών…
Χρόνια αργότερα βεβαίως τα περιβόλια ξεράθηκαν, όχι από έλλειψη νερού, και οι χωριανοί αγόραζαν δυστυχώς ακόμη και τα βλίτα από τον πλανόδιο μανάβη. Εκεί οδηγηθήκαμε από τις πολιτικές των τελευταίων χρόνων, που έδιναν έμφαση στις επιδοτήσεις των αγροτών, για να μην καλλιεργούν στην ουσία και στην καταστροφή της πρωτογενούς παραγωγής...
Τα γόνιμα χωράφια αρκετά μακριά, πάει να πει μεγαλύτερος ο βαθμός δυσκολίας για την επιβίωση.
Ο έναστρος ουρανός απίστευτος! Σαν πολυέλαιος αναμμένος πάνω από το χωριό. Ο λόγος απλός. Το χωριό, βουλιαγμένο λες από καθίζηση πολλών μέτρων, περικλείεται από βουνά, ηλεκτρικό δεν υπήρχε και ο σκοτεινός ορίζοντας τόνιζε τη φωτεινότητα των άστρων.

Απού’ χει θηλυκό παιδί
Στο Μούντρος μην το δώσει
Γιατί βραδιάζει γρήγορα
Κι αργεί να ξημερώσει!

Πολλές οι εκκλησίες. Η διπλή της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, ο Άγιος Κωνσταντίνος (με ένα γιασεμί, εκατοχρονίτικο τώρα, στην γωνία του απέναντι σπιτιού (λιοτρίβι) που μοσχομύριζε) , ο Χριστός, οι Άγιοι Ανάργυροι, μια μικρή και πάρα πολύ παλιά εκκλησία ( άνω των 1000 ετών) με τρούλο και απίστευτες αγιογραφίες στους τοίχους της. Δυστυχώς άσχετοι και αδαείς άνθρωποι την κατέστρεψαν, μετατρέποντάς την σε αποθήκη. Χάλασαν τον τρούλο και ασβέστωσαν τις αγιογραφίες. Κάτι σώθηκε αργότερα σε μια αποκατάσταση μα η ζημιά είναι τεράστια. Έξω από το χωριό η Αγία Παρασκευή δίπλα στο παλιό νεκροταφείο  και ο Αη Γιώργης. Προφανώς μια περιοχή με όνομα Αγία Φωτεινή θα είχε εκκλησία παλαιότερα, δεν την θυμούμαι όμως! Γιατί τόσες; Ποιος ξέρει…
Πολλά και τα καφενεία. Τρία θυμούμαι στο Πανωχώρι και τρία στο Κατωχώρι. Σε ένα χωριό που ο μεγαλύτερος ποτέ πληθυσμός του ήταν 150 – 200 άτομα ήταν πολλά και εξακολουθούν, με πολύ λιγότερο πληθυσμό, να είναι πολλά. Σήμερα είναι τέσσερα με πέντε. Κακό χωριό τα λίγα σπίτια όμως και οι διαχωρισμοί Πανωχωρίτες – Κατωχωρίτες, δεξιοί και κεντρώοι (ήμουν από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού αριστερούς μετά τη χούντα, τώρα φαντάζομαι ότι πλήθυναν), δημιουργούσαν κάποιο κλίμα! Καφενεία – εμπορικά κάποια τότε, σήμερα υπάρχει και καφετέρια!
Παρατσούκλια, όπως σε όλα τα χωριά απανταχού της Ελλάδας. Τσούκνης, Καλλιτσουνάς, Σκλομπώνης, Σάββας, Κανιάς, Γύπαρης, Μαντάς, Χατζής, Αγρονόμος, Γεωργούλης, Ζούμπερος, Καούδης, Μηχανικός, Χαλκιάς, Φεσαράς, Κωσταντούλιος, Κωσταρός, Κύκλωπας, Μανιάς, Αγρίμης, Τάταρος, Μανέλης, Μακρές, Τυλίπης, Μαρνιέρος, Ξυρούχης, Τζιμπούκης, Σπαντής, Ερωντας, Μπουγιούκαλος, Κεφάλας, Κοντύλης, Καλέμης, Ορφανός, κ.α., παραφθορά των επωνύμων συνήθως, σε σημείο όμως να ξεχνάς τα πραγματικά επώνυμα! Ίσως να είναι και η επαναφορά των κανονικών επωνύμων γιατί, όπως είναι γνωστό το – άκης μας το επέβαλαν οι Τούρκοι προκειμένου να μας μειώσουν!
Κατά τα άλλα … πέτρα. Πολύ πέτρα. Οι περισσότεροι αγροτικοί δρόμοι ήταν ανοιγμένοι πάνω σε ριζιμιά βράχια. Σκαλισμένοι από τους χωριανούς στην ουσία. Τα μονοπάτια του χωριού που σήμερα μαγεύουν τον επισκέπτη, όσα έχουν μείνει δηλαδή γιατί η «πρόοδος» φέρνει και καταστροφή όταν δεν σκέφτεσαι μακροπρόθεσμα, λαξευμένα στα βράχια και χτισμένα με λιθιές ένθεν κακείθεν, μόνο πεζή ή με γαϊδουράκια τα διάβαινες. Δύσκολα ακόμη και για τα ζώα!
Φτωχό χωριό λοιπόν και η επιβίωση δύσκολη.

Βάσανα
Τα βάσανα ξεκινούσαν από τη γέννησή μας κιόλας. Γεννιόμαστε στα σπίτια μας με τη βοήθεια μιας πρακτικής μαμής η οποία, με πρόχειρα μέσα, έκανε ότι μπορούσε. Σε κάθε περίπτωση δυσκολίας το αποτέλεσμα ήταν τραγικό συνήθως είτε για τη μάνα είτε για το παιδί. Η παιδική θνησιμότητα θεωρούνταν φυσιολογική και εκφράσεις του τύπου «έκανα οκτώ παιδιά και μου έμειναν πέντε» ήταν συνηθισμένες.
Μας φάσκιωναν, δίκην αιγυπτιακής μούμιας, για ένα περίπου χρόνο. Ζούσαμε δηλαδή τη φυλακή από την πρώτη μας ανάσα!
Ξυπόλητοι και κακοντυμένοι οι περισσότεροι, κοιμόμαστε, όλα τα παιδιά μαζί, σε πρόχειρα ξύλινα κρεβάτια, με στρώματα από άχυρο που τσιμπούσε απαίσια, ή σε κούνιες, όποιοι είχαν, βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο.
Σκεπάσματα από μπατανίες που έφτιαχνε η μάνα μας στον αργαλειό, σεντόνια δεν θυμούμαι. Όμορφες πολύχρωμες μπατανίες είναι αλήθεια!
Τα σπίτια μας είχαν τσιμεντένιο πάτωμα ή χωμάτινο, χωρίς στρωσίδια, με μια πολύχρωμη κουρελού το πολύ – πολύ, και αυτή φτιαγμένη στον αργαλειό από τη μάνα μας, με πρώτη ύλη λωρίδες από παλιά ρούχα!
Σπίτια για ανθρώπους και ζώα, σκεφτείτε στο πάνω πάτωμα οι άνθρωποι και στο ισόγειο ο στάβλος με τα ζώα, οι κοπριές, τα ούρα και η όποια άλλη βρωμιά και δυσωδία!
Στο ισόγειο και η αποθήκη. Πιθάρια με το λάδι και το κρασί, πατητήρι για τα σταφύλια, εργαλεία για το χωράφι ή το κτίσιμο (ακόμη θυμούμαι εκείνα τα οδοντωτά εργαλεία για την επεξεργασία της πέτρας), κ.α.
Σε μια γωνιά του δωματίου μια καταπακτή άνοιγε για να ρίχνουμε τα άχυρα, τροφή για τα ζώα το χειμώνα, στην αποθήκη του κατωγιού. Μπαίναμε μέσα για να τα πατήσουμε και αυτό ήταν μιας μορφής διασκέδαση, με τις τούμπες που κάναμε.
Τα σπίτια χτίζονταν με ομαδική δουλειά από τους άντρες του χωριού. Πήγαιναν όλοι και βοηθούσαν κουβαλώντας πέτρες ή με τον τενεκέ το τσιμέντο.
Τα παράθυρα με φτενά τζάμια και πρόχειρα παντζούρια, φτιαγμένα με τάβλες, έμπαζαν από παντού.
Για τουαλέτες δεν συζητάμε, ύπαιθρος και ρομάντζο πάει να πει, με «χαρτί» ένα φύλλο τετραδίου, κάποιο φύλλο δέντρου ή και κάποια πέτρα πολλές φορές.
Βρύση στο σπίτι δεν υπήρχε, μια κοινή σε κάθε γειτονιά στην καλύτερη περίπτωση, εκείνο το δοχείο με το βρυσάκι μόνο και το πράσινο σαπούνι, άντε το μοσχοσάπουνο στους έχοντες και ένας μικρός καθρέπτης κρεμασμένος στον τοίχο δίπλα του! Το νερό το κουβαλούσαμε από τη βρύση, αν είχαμε κοντά, αλλιώς από τη δεξαμενή του χωριού.
Για μπανιέρα μια σκάφη και … άγιος ο Θεός! Μια φορά τη βδομάδα μπάνιο και πολύ μας έπεφτε…
Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκίτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά, κοιλιακά, ορμήγγους( με εκείνα τα απαίσια άσπρα σκουλήκια) κ.α. Πουντιάζαμε και η μύξα έτρεχε μόνιμα από τη μύτη μας πηχτή και απαίσια. Γιατροσόφια για θεραπεία, ζεστά ροφήματα, εντριβές με πετρέλαιο ή οινόπνευμα και κούπες (βεντούζες), κοφτές κάποιες φορές! Τα φάρμακα ελάχιστα, χωρίς καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια και ενέσεις με τη γυάλινη σύριγγα που έπρεπε να τη βράσεις πρώτα σε ένα κατσαρόλι.
Βεβαίως είχαμε πάθει και κάποιου είδους ανοσία. Πέρα από τα ομαδικά εμβόλια που μας έκαναν, τις περίφημες βατσίνες, είχαμε συνηθίσει την, ελάχιστη είναι αλήθεια, μόλυνση. Πίναμε νερό απ΄ ευθείας από τα ρυάκια, τρώγαμε άπλυτα τα πάντα και δεν παθαίναμε τίποτα. Κάποτε ένας ξάδελφός μου ήρθε από την Αθήνα, ήπιαμε από το ίδιο νερό, φάγαμε τα ίδια πράγματα και… έπαθε τύφο! Εγώ τίποτα!
Ζεσταινόμασταν με το τζάκι, μαγκάλια, σόμπες με ξύλα ή με θερμάστρες πετρελαίου οι έχοντες. Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε (εδώ δεν είχαμε ρεύμα…).
Στο τζάκι, παρασιά για μας, μαγειρεύαμε στην κατάμαυρη αλουμινένια κατσαρόλα ή στο μαυροτήγανο, ψήναμε πατάτες και κουκιά στη χόβολη και, στο έξω μέρος της καμινάδας του, σε μια στερεωμένη τάβλα, τοποθετούσαμε τα καρβέλια με το σπιτικό ψωμί, το τυρί μας, το ανθόγαλο (Θεέ μου τι νοστιμιά) και ότι άλλο για τη μαγειρική.
Εξωτερική παρασιά
Στην παρασιά ζεσταινόμαστε, εκεί η γιαγιά μας έλεγε ιστορίες εκεί, όταν καθόμαστε κοντά στη φωτιά, παθαίναμε «κούκληδες»  δηλαδή κάνανε κάτι κόκκινα σημάδια τα πόδια μας, δεν είμαι σε θέση να εξηγήσω περισσότερα! «Κούκλης» είναι πάντως ο κόκκορας!
Ηλεκτρικό ρεύμα είχαν λίγα χωριά. Λάμπα πετρελαίου λοιπόν, λυχνάρι με λάδι, με αυτό κάναμε και εντριβές, και λουξ μόνο στα καφενεία. Έτσι διαβάζαμε, κάτω από το λυχνάρι ή τη λάμπα, άθλιος φωτισμός πάει να πει.

Γιατροσόφια
Η πρακτική ιατρική ήταν το μοναδικό μας σχεδόν αποκούμπι, όταν αρρωσταίναμε. Ο αγροτικός γιατρός ερχόταν σπάνια και τον καλούσαν μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις!
Η Κρήτη έτσι κι αλλιώς φημίζεται για τα βότανά της αλλά και για τους πρακτικούς γιατρούς της (Αγάπιος μοναχός κ.λ.π).
Στα χτυπήματα, κατάπλασμα με κρεμμύδι στο χτυπημένο μέρος.
Στους καλόγερους ψήνανε ξερό κρεμμύδι στη χόβολη, το κοπανίζανε ζεστό όπως είναι και το βάζανε επάνω στο σπυρί
Στο κρύωμα,  βραστάρια (αφεψήματα) φασκόμηλο, χαμομήλι ή σταμνόχορτο,
Στο πονίτιασμα (πούντα) εντριβές με πετρέλαιο ή οινόπνευμα και κούπες (βεντούζες). Σε σοβαρή περίπτωση τις έκαναν κοφτές, πάει να πει έκοβαν με ξυραφάκι το δέρμα! Πολλά τα εγκαύματα που παθαίναμε ειδικότερα όταν μας έτριβαν με πετρέλαιο!
Στον πυρετό έβαζαν στο κούτελο ένα μαντήλι βρεγμένο με ξύδι και ρακή.
Στον πονόκοιλο ζεσταίνανε στην χόβολη ένα βίσσαλο, το τυλίγαν σ’ ένα μάλλινο ύφασμα και το έβαζαν εκεί που πονούσαν.
Στους ορμήγκους και στα κοιλιακά, φρέσκο λάδι.
Στις πληγές  έβαζαν πάσπαρο(χώμα σκόνη) και βουτσέ(κοπριά) πάνω στην πληγή!
Στον πονόδοντο κάπνιζαν τσιγάρο(οι γυναίκες) και μάσαγαν γαρύφαλλο! Έκαναν και γαργάρες με ρακή.
Όταν κουνιόταν κάποιο δόντι, το δέναμε με ένα σπαγκάκι (κόκκινο θυμούμαι) και το βγάζαμε τραβώντας το σπαγκάκι! Γίνεται και τώρα φαντάζομαι!
Στις αμυγδαλές γαργάρες με λεμόνι και αλατόνερο, σκέτο αλάτι ή ιώδιο που μας έβαζαν πάνω τους με το δάκτυλο.
Στον πονόλαιμο, καταπλάσματα εξωτερικά με κοπανισμένους σπόρους (μάλλον λιναρόσπορους), ή έπιναν ζεστή ρακί με ζάχαρη (ή ρακόμελο).
Όταν πονούσε η μέση μας, μας σήκωναν το φάλι (αφαλός). Τσιμπούσαν δηλαδή το δέρμα πάνω από τη σπονδυλική στήλη από πάνω προς τα κάτω και όταν έφταναν στη μέση, το τραβούσαν απότομα προς τα πάνω!
Στα πληγωμένα ζώα, κατουρούσαν την πληγή!
Στα ζώα με πρόβλημα στα δόντια, τους τα έβγαζαν με τανάλιες χωρίς αναισθητικό (βάρβαρο).

Διασκέδαση
Αυτοκίνητο δεν βλέπαμε πέρα από το λεωφορείο της γραμμής. Όταν το βλέπαμε να έρχεται, από τον αμαξωτό απέναντι από το χωριό, τρέχαμε φωνάζοντας έντο, έντο, νάτο δηλαδή!
Που και που κάποια κούρσα ερχόταν στο χωριό και τη …χαζεύαμε.
Σινεμά βλέπαμε στον τοίχο της εκκλησίας σπάνιες φορές, αν τύχαινε και κάποιος πλανόδιος έφερνε ελληνική ταινία και αν είχαμε λεφτά φυσικά. Το ίδιο συνέβαινε με άλλους πλανόδιους, σχοινοβάτες, μασίστες κλπ. Θυμούμαι έναν που κάρφωνε τεράστιες πρόκες σε σανίδες και τις έβγαζε με τα δόντια του ή έβαζε στην κοιλιά του ένα γεμάτο βαρέλι και το σήκωνε με καθισμένους ανθρώπους πάνω του (Ο Αγρονόμος μάλιστα, καθισμένος διάβαζε εφημερίδα)!
Τα γλέντια μας λίγα. Ένας γάμος στο χωριό ήταν διαδικασία και χαρά. Το κουβάλημα της προίκας από το χωριό της νύφης, οι γαμοκουλούρες, το γλέντι του γάμου με τα σφαχτά και τα άλλα φαγητά, οι λυρατζήδες και ο χορός, τα κουφέτα …
Κάποιο πανηγύρι στη γιορτή του πολιούχου του χωριού Αγίου Κωνσταντίνου, κάποια σπάνια χοροεσπερίδα, αποτελούσαν διέξοδο.
Εκεί πάντα οι χαρακτηριστικοί τύποι του χωριού «ξεσάλωναν» και όσοι δεν άντεχαν το ποτό σέρνονταν στο δρόμο να μην πω σε τι χάλια.
Εκεί οι νέοι του χωριού φλερτάριζαν με τις λέφτερες κοπέλες ή έλεγαν κάποια μαντινάδα όλο νόημα σε κάποια παντρεμένη που ορέγονταν… Ξέρετε τώρα, σαν αυτή την παραδοσιακή «μια παντρεμένη αγαπώ, κι έχει και δυο παιδάκια κ.λ.π.». Ευκαιρία για παρεξηγήσεις πάει να πει και καυγάδες ενίοτε!
Κατά τα άλλα καφενείο, τάβλι, κολτσίνα, ξερή, πρέφα, 66, για τους άντρες και βεγγέρα για τις γυναίκες σε κάθε γειτονιά. Μαζεύονταν και συζητούσαν, ξεθεωμένες μετά την ημερήσια δουλειά και κάποιες «κανάτιζαν», κοιμόντουσαν όρθιες δηλαδή.
Ενδιαφέρον είχε το κουτσομπολιό και η στιχοπλασία σε περιπτώσεις που κάποιο ζώο του χωριού, κυρίως γάιδαρος, ψοφούσε. Κάθε μια και κάθε ένας, στην παρέα της βεγγέρας, έφτιαχνε και ένα σατιρικό στιχάκι για τον άμοιρο ιδιοκτήτη του ζώου. Θυμούμαι ακόμη μερικά, κάποια μάλιστα τα είχα φτιάξει εγώ, από τότε έχω το χούι…

Εψόφησε ο γάιδαρος                          
απού’ τρωγε τα χόρτα
και δεν θα ξαναπάει μπλιό
στου …….. την πόρτα.

Εγλάκαγε κι η ……..
και τσούραγε στους δέτες
για να τσι δώσουν τ’ άντερα
να κάνει καλτσοδέτες.
Πάρε Μ….. μια μπουκιά
να φάνε τα παιδιά σου
ο Μ….. Σου κι ο Γ…... σου
κι όλη η οικογένειά σου

Για τη Γ….. έκοψα
ξεχωριστή μερίδα
γιατί με παρηγόραγε
στο δρόμο η κακομοίρα…

Πηγαίναμε και εμείς στα καφενεία του χωριού για κάποια γκαζόζα ή πορτοκαλάδα, όταν είχαμε λεφτά ή όταν μας κέρναγαν. Κάποιο λουκουμάκι επίσης γλύκαινε το στόμα μας, μόνο που πολλές φορές μας έβγαινε ξινό!. Βλέπετε οι μεγάλοι, θέλοντας να παίξουν μαζί μας, έδεναν ένα τετράγωνο λουκούμι σε ένα σπάγκο, το σήκωναν ψηλά και μας έλεγαν να πηδήσουμε, να το φτάσουμε και να το φάμε! Αν ήμαστε μόνοι μας, καλώς κάτι καταφέρναμε. Μετά από ταλαιπωρία φυσικά. Ήταν φορές όμως που μας έβαζαν δυο, δύο αντικριστά να … μονομαχήσουμε για το λουκούμι και τότε … Μια φορά ο Ηλίας μάτωσε τη μύτη του Λαμπρινού, δαγκώνοντάς την αντί το λουκούμι!

Στο σχολείο

Πλάκα και κοντύλι στην αρχή, τετράδιο και μολύβι αργότερα και μπλε κόλλα (υποχρεωτικά) για το ντύσιμο των τετραδίων! Μελανοδοχείο και στυπόχαρτο, πένες και κοντυλοφόροι, μουντζούρες στα τετράδια από τους απρόσεκτους και … τιμωρία φυσικά! Για τσάντα ένα σακούλι που μας έραβε η μάνα μας, κάτι σαν ταγάρι ας πούμε.
Σύνθημα για το σχολείο η (μικρή) καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου, που βάραγε κάποιο μεγαλύτερο παιδί, κάθε πρωί. Για κάποια χρόνια έκανα τον κωδωνοκρούστη, δίπλα στο σπίτι μου ήταν η εκκλησία!
Ο Αγιος Κωνσταντίνος
Το σχολείο με ένα δάσκαλο για όλες τις τάξεις και μια αίθουσα επίσης. Έτσι από την πρώτη τάξη ακούγαμε όλα τα μαθήματα του δημοτικού. Επανάληψις μήτηρ πάσης μαθήσεως! Τι να πρωτοκάνει και ο έρμος ο δάσκαλος ή η δασκάλα! Που να κρατήσει την ησυχία στην τάξη! Λύση η … τιμωρία!
Δύο πίνακες, στη μέση η έδρα και στους τοίχους δύο … κρικέλια! Πρώτη τιμωρία όρθιος με τη μύτη στον πίνακα και στο ένα πόδι. Δεύτερη, φάλαγγα στα χέρια με το χάρακα ή τη βίτσα, από αγριελιά συνήθως. Άνοιξε τα χέρια σου, πάρε και αυτή, πάρε και την άλλη. Το ένα χέρι τεντωμένο για τη βίτσα, το άλλο να τρίβεται στα πόδια μας για να φύγει ο πόνος και τούμπαλιν. Βασανιστήριο σε παιδικά χέρια, που έκαναν να συνέλθουν και να ξεπρηστούν κάποιες ημέρες!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ξύλο που έφαγα από το δάσκαλο, γιατί άνοιξα τον κατάλογο να δω τους βαθμούς. Είχε βρέξει και μια σταγόνα νερό έπεσε από το κεφάλι μου πάνω στον κατάλογο και λέκιασε το μελάνι. Ομολόγησα την πράξη μου και ο δάσκαλος με άρχισε με τη βίτσα. Θυμάμαι που κοίταζα προς το παράθυρο και έβλεπα ένα γάιδαρο απέναντι στο σόχωρο, μέσα σε ένα πλαίσιο από κυκλάκια, να κινείται πάνω κάτω σαν καράβι σε φουρτούνα. Σταμάτησε εγκαίρως ο δάσκαλος το ξύλο και γλύτωσα τη λιποθυμία.
Τρίτη και χειρότερη τιμωρία το κρέμασμα από το κρικέλι, ενώπιον όλου του σχολείου. Ένα σχοινί δεμένο στη μέση μας, πέρασμα από το κρικέλι και … στον αέρα για κάμποσο, μέχρι να βάλει μυαλό ο … αληταράς! Το σχοινί το κρατούσε ο … «ρουφιάνος» της τάξης ή η «ρουφιάνα» αναλόγως! Νέα παιδαγωγική, κατά πως αναφέρει ο Καζαντζάκης! Τα κόκκαλα των γονιών,  το κρέας του δασκάλου και εμείς τα … σφάγια! Δεν αναφέρομαι φυσικά σε απλά πράγματα, όπως ξεκόλλημα αυτιών, σφαλιάρες κ.λ.π.
Παλαιότερα το κρέμασμα γινόταν σε μια χαρουπέ έξω από το σχολείο. Σε κρέμαγαν και σε άφηναν εκεί για ώρα πολύ. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Νίκος είχε υποστεί το μαρτύριο και μάλιστα υπάρχει μια ωραία ιστορία γύρω από αυτό. Μόλις τον είδε ο ξάδελφός μας ο Ηλίας (μεγάλος αλάνης όταν ήταν μικρός), δεν πήγαινε ακόμη σχολείο, γέμισε την τσέπη του πέτρες και μπήκε στην τάξη.
-          Μωή τάνα, άσε μωή τον τσάδεφό μου γιατί θα σε ασβολώσω (τραυματίσω), φώναζε στη δασκάλα, πετώντας της πέτρες!
Φυσικά υπήρχε και αποβολή από την τάξη, δηλαδή μας έβαζε ο δάσκαλος να βγούμε έξω στη βροχή ή στο αγιάζι και να σταθούμε στο απέναντι υπερυψωμένο σόχωρο (επίπεδο χωράφι) για να μας βλέπει, μη και πάμε σπίτι μας! (Ο ξάδελφός μου ο Ηλίας ήταν μονίμως εκεί στημένος)!
Αιτίες για την τιμωρία πολλές. Πέρα από τα του σχολείου, τιμωρούμαστε συνήθως αν αλητεύαμε και μας έπιανε ο δάσκαλος έξω από το σπίτι. Ευτυχώς ο δάσκαλος (τον είχα στις μεγάλες τάξεις) έμενε στο δίπλα χωριό και δεν τον είχαμε συχνά στα … πόδια μας!
Με τα νύχια μας άλλο μαρτύριο.
-  Τα χέρια στο θρανίο, διατάζει η δασκάλα! Όλοι και όλες λοιπόν τα χέρια μας πάνω στο θρανίο, περνά η δασκάλα και όπου βλέπει βρώμικα νύχια, τσουπ! το χάρακα ή τη βίτσα πάνω τους! Που σε πονά και που σε σφάζει… Έτσι μάθαμε να τρώμε τα νύχια μας ορισμένοι…
- Τι μυρίζει; Πήγαινε  …. (καρφί του σχολείου) να μυρίσεις όλους τους μαθητές να δεις ποιος … αερίστηκε! Τέτοια κατάντια! Καλά λοιπόν έκανε ο Ηλίας και την … κέρασε την κατάλληλη στιγμή! Εκδίκηση γλυκιά, ασχέτως αν μετά … υπέφερε!
(Η πρώτη μου δασκάλα ήταν αυστηρή μεν όμορφη δε. Σαν τα κοράκια την περιτριγύριζαν οι νέοι του χωριού και κάποιοι παντρεμένοι που το έπαιζαν «εραστές».
Φορούσε μακριά φούστα και φουρό κι από μέσα απ’ το φουρό… Μια ζωή το μολύβι μας έπεφτε κάτω και το ψάχναμε, όταν καθόταν σταυροπόδι…)
Στο μέσον η δασκάλα
Για βιβλίο το, κλασσικό πια Αλφαβητάριο. Λα, λα όλα, λα, λα Λόλα! Ο ταρσανάς του καπετάν Μαλάμου κ.λ.π
Στα διαλλείματα παίζαμε διάφορα παιχνίδια ή σκαλίζαμε αυλάκια στον τεράστιο ριζιμιό βράχο της αυλής, ο οποίος χρησίμευε και σαν εξέδρα για θεατρικές παραστάσεις, με όπλο μια πέτρα και το χερούλι από ένα σπασμένο κουτάλι, τότε τα κουτάλια ήταν χοντρά και σκληρά. Τα αυλάκια χρησίμευαν για να τρέχει το νερό της πηγούλας, που μόλις είχαμε ανακαλύψει σκάβοντας το χώμα του ανισόπεδου χωραφιού από πάνω. Σκαλίζαμε φυσικά και το όνομά μας, έτσι για την «αθανασία». 
Το σχολείο
Παίζαμε και με τις βροντότριχες, κάτι σκουληκάκια ψιλά σαν κλωστή που βρίσκαμε σε λακκούβες με νερό και που, αν βάζαμε το δάχτυλό μας, τυλίγονταν γύρω του και το έσφιγγαν δυνατά.
Στις μεγάλες τάξεις βοηθούσαμε σε δουλειές του σχολείου. Κουβαλούσαμε πέτρες και τσιμέντο για να χτιστεί ο μαντρότοιχος, κάναμε τρύπες για φουρνέλα πάνω στον τεράστιο βράχο, προκειμένου να μικρύνει, φυτεύαμε φυτά στον μικρό κήπο, ξεχορταριάζαμε κ.α.
Κούρεμα με την ψιλή φυσικά. Άντε να μας άφηναν κάποια ωφέλεια. Κουρέας ένας στο χωριό που έμαθε στο στρατό ή μόνοι μας, κουρεύοντας ο ένας τον άλλο με τη χειροκίνητη μηχανή που σου άφηνε πληγές στα χέρια η χρήση της..
Η εκκλησία υποχρεωτική. Υποχρεωτικό και το «Πιστεύω» ή το «Πάτερ ημών» για κάποιο μαθητή κάθε Κυριακή. Αλίμονο σου αν κάτι ξέχναγες! Πόσες φορές δεν στήθηκα, μπροστά στην Ωραία Πύλη, για απαγγελία!
Στις εθνικές επετείους παίζαμε θέατρο. Σκηνή ο βράχος έξω από το σχολείο σκεπασμένος με κάποιες κουρελούδες ή η έδρα του γραφείου του δασκάλου, μέσα στο σχολείο. Σκετσάκια ηρωικά ή και αστεία, ευκαιρία να κάνουμε την επίδειξή μας στην κοινωνία του χωριού.
Θέατρο (κατηγορούμενος και ... ξυπόλητος)

Κάναμε και γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς στις οποίες μόνιμη κατάληξη ήταν η τσουβαλοδρομία. Μπαίναμε σε ένα τσουβάλι και προσπαθούσαμε να τρέξουμε, συναγωνιζόμενοι ποιος θα φτάσει κάπου πρώτος!
Θρύλοι
Πηγαίναμε και εκδρομές που και που. Στην Αγία Φωτεινή, έξω από το χωριό μια περιοχή με πηγές νερού και μια στέρνα γεμάτη βδέλλες. Πηγαίναμε και στην Κεφάλα στον Πύργο. Ο πύργος ήταν ένας σωρός από πέτρες, κάτι σαν οικοδόμημα πάντως, που έλεγαν όσοι ξέρανε πως ήταν αρχαίο τηλεγραφείο. Από εκεί με φωτιά ειδοποιούσαν τις γύρω περιοχές για επικείμενο εχθρό. Πρέπει να αληθεύει γιατί στο απέναντι χωριό, το Νησί, υπήρχε ένας αντίστοιχος πύργος και γιατί, στη μέση του πουθενά που βρίσκεται το χωριό μου, υπήρχε Ενετικό Δικαστήριο.
Στον πύργο στην Κεφάλα, κατά τα θρυλούμενα, ήταν κλεισμένη μια κοπέλα και ύφαινε σε ένα χρυσό αργαλειό. Την κοπέλα αυτή τη φύλαγε λένε ένας αράπης που έβγαινε κάθε Πρωτοχρονιά έξω και αλίμονο όποιον πετύχαινε! Η γιαγιά μου έλεγε πως τον είχε δει …
Βάζαμε το αυτί μας στο χώμα και ακούγαμε τις «πεταλές» του αργαλειού. Τακ, τακ, τακ. Προφανώς νερό θα έτρεχε από κάτω, τι άλλο! Αυτό γιατί σε μικρή απόσταση ήταν ένα μαγκανοπήγαδο, από αυτά που τα γυρνάει ένα ζώο και βγάζουν νερό με μια αλυσίδα  δεξαμενών.
Ένας άλλος θρύλος στο χωριό έλεγε για μια χρυσή καμπάνα θαμμένη κάπου σε ένα φαράγγι, στον Λαγγό. Εκεί επίσης, απέναντι από τον Κορακιά, λένε πως σκότωσαν έναν ληστή(;), τον Λούκα και συχνά έβγαινε το φάντασμά του στην περιοχή.
Οι μεγάλοι πάντα είχαν τρόπο να μας τρομάζουν σαν παιδιά με ιστορίες που ποιος ξέρει από πού πήγαζαν. Είναι και το περιβάλλον του χωριού με τα βουνά, τους γκρεμνούς  και τις χαράδρες που εμπνέει τον φόβο, άρα…
Ένας άλλος θρύλος μιλά για μια τρύπα που διαπερνά ένα ολόκληρο βουνό και βγαίνει αρκετά χιλιόμετρα μακρύτερα. Του «Κατσουλιού η τρύπα» είναι αυτή που ξεκινά από το Φαράγγι και βγαίνει στον Παρασυρέ, περνώντας κάτω από τη Στραβορά και τον Λαγγό. Την λένε έτσι γιατί έβαλαν λέει ένα κατσούλι (μικρό γατάκι), έκλεισαν την τρύπα και μετά το βρήκαν τόσο μακριά. Κάποιοι δοκιμάσαμε να μπούμε μέσα, είναι στενή και έχει όντως αρκετό βάθος μα, ποιος ξέρει μέχρι που φτάνει!
Του κατσουλιού η τρύπα
Στο δρόμο για τη Χαλέπα ήταν του Αη Γιωργιού η πεταλέ, ένα σημάδι οπλής πάνω στο βράχο. Τούτο το σημάδι δεν έσβηνε ποτέ γι αυτό οι παλιοί λέγανε πως το έκανε το άλογο του Αη Γιώργη!
Αυτός ο Αη Γιώργης έχει ένα ξωκλήσι έξω από το χωριό και λένε πως κάποτε έδειρε ένα παπά γιατί τόλμησε να βγει έξω από την εκκλησία εν ώρα λειτουργίας. Δεν παίρνω όρκο για το συμβάν, δεν θυμούμαι ακριβώς το λόγο του ξύλου, όλοι όμως στο χωριό το ανέφεραν σαν γεγονός!

Φαγητό
Το σχολείο είχε και συσσίτιο. Κίτρινο τυρί και γάλα σκόνη το πρωί, φαγητό το μεσημέρι, πλιγούρι, πατάτες, μακαρόνια κ.λ.π. που αναλάμβανε να μαγειρέψει μια γυναίκα στο χωριό.
Αμερικάνικη βοήθεια! Κόκκινες καραμέλες, κάτι παλιά ρούχα τεραστίων διαστάσεων και ενίοτε μπομπότα και κάποια κονσέρβα!
Μεγάλη υπόθεση να πήγαινε κάποιος συγγενής στη Χώρα (Ρέθυμνο) και να μας φέρει κάποιο κουλούρι με σησάμι ή κάτι άλλο φαγώσιμο!
Πόσες φορές αλήθεια δεν λιμπιστήκαμε τα ζαχαρωτά που στόλιζαν τα κόλλυβα και πόσες άλλες δεν χαζεύαμε τα παγωτά που έφερνε ο παγωτατζής, μη έχοντας δραχμή στην τσέπη να τα αγοράσουμε!
Ακόμη και τις κηδείες θεωρούσαμε ευκαιρία για να φάμε τυρί και παξιμάδι και να πιούμε κρασί, στο δρόμο για το νεκροταφείο. Κάποτε μάλιστα ένας «έξυπνος» κεραστής, μας έδωσε και ήπιαμε τόσο κρασί (ήμαστε τρεις κολλητοί φίλοι), που μεθύσαμε και κοντεύαμε να πνιγούμε στη στέρνα. Εκεί μας έβγαλε η μέθη, να κάνουμε μπάνιο… Σωθήκαμε τελευταία στιγμή από τον πατέρα μου και ξυπνήσαμε, μέσα στη λέρα, μια μέρα μετά! Ήμαστε μόλις εφτά άντε οκτώ χρόνων…
Πείνα!  Το χειμώνα χόρτα και κουκιά, χοχλιοί, ομανίτες (μανιτάρια), ξινόχοντρος (σκέτος ή με πατάτες) , γαλόχοντρος, φασολάδα, φακές (όταν περίσσευαν τις κάναμε με ρύζι), αυγά τηγανητά με ανθόγαλο (αυτό ήταν γκουρμέ πραγματικό), κάποιες ελάχιστες φορές μακαρόνια (σκέτα ή με γάλα) ή ρύζι, το κρέας σπάνιο. Θυμούμαι ακόμη πως, όταν πέθανε η γιαγιά μου (ήμουν 7 στα 8) , έφαγα στη θειά μου την Ελένη, που με πήρε για να μην είμαι σπίτι, κότα κοκκινιστή με πιλάφι! Χαράχτηκε στη μνήμη μου εκείνο το φαί, ότι και να σημαίνει αυτό!
Το ανθόγαλο ήθελε τη διαδικασία του. Μετά το άρμεγμα της κατσίκας βάζαμε το γάλα που δεν πίναμε σε μια μεταλλική λεκάνη και το βγάζαμε στον αέρα. Μαζεύαμε την κρούστα που δημιουργούνταν και τη βάζαμε σε ένα πάνινο σακούλι,  για να στραγγίξει, που κρεμάγαμε σε ένα καρφί πάνω από την παραστιά. Φυσικά φτιάχναμε και ανθότυρο μα ήταν λίγος.
Χαρά μου να πάω στο χωριό της μάνας μου, στην Καλή Συκιά που ήταν κοντά και να μου δώσει η θειά μου η Ελένη και στον μπάρμπα Μιχάλη, που είχαν τυροκομείο, ανθότυρο ή στάκα και ψωμί για το δρόμο! Εκεί βέβαια πάντα τρώγαμε καλά, γιατί ο μπάρμπας μου ο Νίκος ήταν δεινός κυνηγός και πάντα είχε λαγούς και πέρδικες στο σπίτι του! Πηγαίναμε όμως σπάνια!
Οι τηγανητές πατάτες μενού πολυτελείας (- διάσο λάχανα θέλω γω, θα πάω στη θειά μου τη Μαρία να φάω πατάτες, φώναζα κάποτε και έμεινε!), οι χορτόπιτες  (με κουρνοπόδους και τσιλιμπινίδια, χόρτα νοστιμότατα) και οι μαλαμουδόπιτες (μια φτενή φέτα ζύμης με ενσωματωμένα υλικά (τυρί, μυρωδικά κλπ), που την τηγανίζαμε) συχνές, όπως και τα «τουρσού», πάει να πει ξεραμένα βλίτα, στύφνος, φασολάκια, πυρόβολοι (είδος φασολιού σε σχήμα D) και άλλα μποστανικά που περίσσευαν το καλοκαίρι και δεν είχαμε την πολυτέλεια να πετάξουμε! Τα ξεραίναμε λοιπόν στον ήλιο και τα βάζαμε σε ένα τσουβάλι, προμήθεια για το χειμώνα.
Το καλοκαίρι ότι έβγαζε το περιβόλι κυρίως, (αχ! εκείνοι οι ντολμάδες με τους κολοκυθανθούς), κρέας αν σφάζαμε κάποια κότα μας, ένα γουρουνάκι, ένα ρίφι κ.λ.π. , άντε να αγοράζαμε κιόλας λίγο, αν ο πατέρας μας έκανε κάποιο έξτρα μεροκάματο.
Χαρά μας αν έσφαζαν κάποιο γουρούνι να μας δώσουν τη «φούσκα», την κύστη πάει να πει, για να την κάνουμε μπαλόνι και τρελή χαρά αν μουνούχιζαν (ευνούχιζαν) γουρουνάκια και μας έδιναν τα … αποτελέσματα του ευνουχισμού, μεζέ για το πεινασμένο μας στομάχι!
Αυτονόητο το ότι δεν αφήναμε φρούτο για φρούτο σε, (ξένο κυρίως) δέντρο! Τα πρώιμα ιδιαίτερα. Επικίνδυνο γιατί αν μας έπιαναν οι ιδιοκτήτες μας τσάκιζαν στο ξύλο. Κάποτε οι … τρεις Καμπαλέρος (Λάμπρος, Μανόλης, Μάρκος) πήγαμε να κόψουμε απίδια στην Κεφάλα, μας πέτυχε ο ιδιοκτήτης και, επειδή δεν μπορούσε να μας φτάσει, μας πέταξε την κατσούνα του στα πόδια! Αυτή πέτυχε το Μανόλη που κουτρουβαλιάστηκε και …τσακίστηκε! Γλυτώσαμε τα χειρότερα όμως γιατί ο … μπάρμπας ήταν άγριος! Κάποτε με είχε πιάσει από το στήθος έξω από την εκκλησία της Παναγίας, επειδή μάλωσα με το γιό του, και με ασφεντούριξε (εκσφεντόνισε)  μακριά, όπως πετούνε οι αθλητές τη … σφαίρα! Ζω ακόμη, ευτυχώς!
Όταν έβγαιναν τα σταφύλια, βάζαμε ένα μικρό ξυλάκι σε μια ρόγα και, παίρνοντας διαδοχικά από μία ρόγα, ψάχναμε να μη βρούμε το ξυλάκι γιατί όποιος το έβρισκε έκανε το … γάιδαρο! 
Τα πρώτα σταφύλια τα τρώγαμε παραδοσιακά, στη γιορτή του Χριστού στις 6 Αυγούστου. Γιόρταζε μια εκκλησία του χωριού και μετά τη λειτουργία μοίραζαν λιάτικα σταφύλια.
Τρώγαμε ακόμη και τα στυφά μύρτα (εγώ το κάνω ακόμη), τους καρπούς από τις φασκομηλιές και το μέλι από τα άνθη τους (μαζί με μυρμήγκια συνήθως), κούμαρα, μούρα, βάτσινα (βατόμουρα), αγραπίδια,  χαρούπια και ότι άλλο μας γυάλιζε και ήταν φαγώσιμο!
Οι μπουρνιελές (μπουρνέλες) ήταν αδυναμία μας. Τις μαζεύαμε τις πλέναμε στο παγωμένο νερό της βρύσης και τρώγαμε μέχρι να σκάσουμε. Κλεμμένες φυσικά, γιατί όσοι τις είχαν τις προστάτευαν. Κέρναγαν με αυτές τους μουσαφίρηδές τους. Τις ρίχναμε με πέτρες αν ήταν ψηλά το δέντρο ή τις κόβαμε σκαρφαλώνοντας, με τσιλιαδόρους εννοείται. Σαν τώρα θυμούμαι που, σαν παίζαμε κρυφτό, ανέβαινα στη μπουρνελιά του Κωσταρού και κρυβόμουν, τρώγοντας συγχρόνως. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου!
Ήταν φορές που μας ζητούσε μια γειτόνισσα να της τις μαζέψουμε από τη μπουρνελιά και τότε μας έδινε κάμποσες να πάμε και στο σπίτι μας. Μεροκάματο πάει να πει!
Τα χλωρά καρύδια επίσης. Μόνο που άφηναν σημάδια στα χέρια και ο αγροφύλακας, αν τα χέρια μας ήταν βαμμένα από φλούδες καρυδιού, μας έσπαγε στο ξύλο αν μας έπιανε ή το έλεγε στον πατέρα μας!
Το φθινόπωρο άρχιζε το κυνήγι του χαρουπολάχανου, του μύκητα δηλαδή που αναπτύσσεται πάνω στις χαρουπιές. Ημέρες γυρνούσαμε στα χωράφια να τα εντοπίσουμε. Αν ήταν μεγάλα τα κόβαμε, πεσκέσι για τη μάνα μας που τα μαγείρευε όπως το κρέας και ήταν πεντανόστιμα, αν ήταν μικρά τα σκεπάζαμε με κλαδιά να μην τα δουν άλλοι και περιμέναμε να μεγαλώσουν. Συνήθως δεν τα ξαναβρίσκαμε μα αυτό ήταν στους κανόνες του παιγνιδιού.
Χαρά μας όταν όργωνε ο πατέρας μας, αν έβρισκε και μας έφερνε βολβούς που τους τρώγαμε βραστούς με ξύδι!
Άνοιξη και φθινόπωρο (με τα πρωτοβρόχια) άρχιζε το κυνήγι του χοχλιού. Μόλις σκοτείνιαζε πηγαίναμε με τη μάνα μας, με μόνα εφόδια ένα λυχνάρι ή ένα κερί και μια τσάντα, για χοχλιούς. Αν δεν φυσούσε είχε καλώς. Φωτίζαμε το κακοτράχαλο έδαφος στις πλαγιές του βουνού και μαζεύαμε τους χοχλιούς. Αν φυσούσε ήταν σκέτη ταλαιπωρία! Φακούς δεν είχαμε τότε βλέπετε, δεν υπήρχαν ή ήταν ακριβοί για τις τσέπες μας. Θα ήταν όμορφα πάντως τώρα που το φέρνω στο νου μου. Πολλά μικρά φωτάκια μέσα στη σκοτεινιά και σκιές σε διαρκή κίνηση!

Δουλειά
Η ζωή μας δουλειά και … αλητεία. Η δουλειά σκληρή για τα παιδικά μας χέρια μα απαραίτητη για την οικογένεια.  Από τα πέντε ή έξι μας χρόνια μπαίναμε στην … παραγωγή.
Πηγαίναμε τις αίγες στο βουνό το πρωί για βοσκή, τις κοστεκιάζαμε ή τις μπουζιάζαμε (με μικρό σκοινί δέναμε τα πόδια τους σταυρωτά ή παράλληλα για να μη φεύγουν μακριά) και το βράδυ τις ξαναφέρναμε αφού κάναμε αγώνα για να τις βρούμε.
-          Έλα πα να ε να και ξανά έλα πα να ε να, αυτό ήταν το κάλεσμά μας στις κατσίκες!
Ακόμη και κοστεκιασμένες όμως, ζοριζόμαστε πολύ για να τις βρούμε!
Αν αργούσαμε να τις βρούμε και γυρνούσαμε σαν σκοτείνιαζε, δίναμε μάχη με το φόβο μας, ειδικά όταν περνούσαμε έξω από το νεκροταφείο, στην Αγία Παρασκευή. Άσπρα ασβεστωμένα μνήματα, προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, τρόμος. Τραγουδούσαμε ή φωνάζαμε περνώντας, για να ακούμε τη φωνή μας και η καρδιά μας στην … πέμπτη ταχύτητα! Φυσικά πριν το σπίτι τις ποτίζαμε, πάει να πει τις περνούσαμε από τη βρύση για να πιουν νερό στη γούρνα!
► Πηγαίναμε τα ζώα για ζευγάρωμα στους αντίστοιχους επιβήτορες, κάπρους, τράγους, βόδια κ.λ.π. Βλέπαμε τη διαδικασία και… αγριεύαμε από μικροί!
Αλήθεια τι έβλεπαν τα μάτια μας τότε! Μέχρι κατσίκα ξεγέννησα στα δέκα μου, έχω τη σκηνή ακόμη στα μάτια μου, όταν τη βοήθησα να βγάλει το κατσικάκι και μετά το καθάρισε γλύφοντας το.
Τέτοια βλέπαμε ολημερίς και μετά, άντε να μας κρατήσεις, για να μην κυνηγούμε τις κοπελίτσες στο χωριό …
Κουβαλούσαμε στα περιβόλια, που ήταν μακριά συνήθως, κοπριά με το γάιδαρο, γράφοντας αρκετά χιλιόμετρα πεζοπορίας, άχυρα και καρπούς από το αλώνι στο σπίτι, χειμωνιάτικη τροφή για τα ζώα, σταφύλια από το αμπέλι στο πατητήρι του σπιτιού, ξύλα για την παραστιά κ.λ.π. Διαδικασία δύσκολη για τα παιδικά μας χέρια, το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα γιατί, πέρα από το βάρος, έπρεπε να βάλεις αντιστύλι μια χαχαλόβεργα (βέργα με διχάλα στην κορυφή) στο ένα σακί για να κατεβάσεις το άλλο και δεν τα καταφέρναμε πάντα, άρα πάει το σαμάρι!
Ο γάιδαρος, τι μανία, δεν άλλαζε το δρομολόγιό του ακόμη κι αν πλησίαζε δίπλα σε γκρεμνό. Τρέμαμε όταν περνούσαμε το Πρόβαρμα, όταν κατεβαίναμε στον Βόλακα, όπως τρέμαμε και όταν συναντούσε θηλυκό. Φορτωμένος, ξεφορτωμένος άρχιζε το γκάρισμα και το τρεχαλητό κι έκανε σάλτο πάνω στη γαϊδούρα ενώ όλη την υπόλοιπη ημέρα έκανες αμάν για να προχωρήσει!
Στο χωριό οι περισσότεροι είχαν γάιδαρο ή γαϊδάρα. Ελάχιστοι είχαν μουλάρια και ένας – δύο μπεγίρια (άλογα). 
Το χωριό από τον Κούμαρο
Θερίζαμε και αλωνεύαμε με τους γονείς μας γυρνώντας μέσα στο λιοπύρι ολημερίς στο αλώνι με την αγελάδα μας, προσέχοντας μην αφοδεύσει μέσα (όταν ήταν έτοιμη τρέχαμε πίσω της με στάχυα και μαζεύαμε στον … αέρα τις βουτσές (κόπρανα) της ή με δύο αγελάδες(η μία δανεική) και βολόσυρο (ξύλινη επιφάνεια με λάμες πριονωτές από κάτω), αν είμαστε τυχεροί.  Για καπέλο ένα μαντήλι με τέσσερις κόμπους, για ξεκούραση μια κούνια με σχοινί, κρεμασμένη σε δέντρο και η κατασκευή μύλων με ασφόντυλους, χαρτί και αγκάθια από βάτα σαν καρφιά, έτσι για να βλέπουμε στο λίχνισμα προς τα πού φυσάει ο αέρας. Νερό από τη στέρνα ή το ρυάκι και φαγητό πρόχειρο, ψωμί, τυρί, ντομάτα, κρεμμύδι κ.λ.π.
Τα αλώνια στο χωριό πολλά, τα περισσότερα σκαμμένα σε βράχο. Σε κάθε μεγάλο χωράφι, εκεί τουλάχιστον που υπήρχε πέτρα από κάτω, υπήρχε και ένα. Κάπου υπήρχαν περισσότερα όπως στα Τέσσερα αλώνια. Δυστυχώς σήμερα τα περισσότερα έχουν καταστραφεί στο όνομα μιας… μελλοντικής καλλιέργειας που τελικά μένει στα σχέδια! Δυστυχώς δεν έχουμε καταλάβει ότι ανάπτυξη δεν είναι η καταστροφή της παράδοσης μα η συνύπαρξή της με τις νέες τεχνολογίες. Άλλωστε τουριστική χώρα καταντήσαμε και η παράδοση είναι σημαντικό μέρος της τουριστικής προβολής!
Ποτίζαμε και ξεχορταριάζαμε τα περιβόλια μας σε ολοήμερη απασχόληση. Τα περιβόλια μακριά από το χωριό, στο Λιμνί ή στο Γέρμα, σε ήθελαν εκεί ολημερίς αφού ήταν δύσκολο να πας και να ξαναγυρίσεις. «Σπάγαμε» τον ποταμό (ρυάκι στην ουσία), δηλαδή κάναμε πρόχειρο φράχτη, και γεμίζαμε τη στέρνα. Μετά ποτίζαμε με φυσική ροή αυλάκι το αυλάκι. Αν η στέρνα δεν ήταν γεμάτη, το νερό έτρεχε απελπιστικά αργά με αποτέλεσμα να θέλουμε ώρες για το πότισμα!
Ρολόι μας ο ήλιος και η σκιά των βράχων του Κορακιά (περιοχή σε ένα φαράγγι).
Φαγητό σαλάτα συνήθως. Ένα τσίγκινο πιάτο, ένα μπουκάλι λάδι, ένα ξύδι και αλάτι κρυμμένα σε μια κουμαριά, φασολάκια, γλιστρίδα, ντομάτα, κρεμμύδι και αγγούρι στη σαλάτα (αν είχαμε και λίγο τυρί) και για πιρούνια διχαλωτά κλαδάκια από ένα θάμνο. Η αλήθεια είναι πως νοστιμότερη σαλάτα δεν έχω φάει έκτοτε!
Νερό πίναμε από το Βρυσίδι. Μια πηγή κάτω από ένα πλάτανο με καταπληκτικό νερό. Παραμέριζες τα χιλιάδες κουνούπια πάνω στο νερό, έσκυβες και έπινες ή γέμιζες ένα γαβανόζι ή μια αλουμινένια κούπα που πάντα υπήρχε εκεί. Πίναμε και από τον ποταμό, τις στέρνες ή τα ρούματα (ρυάκια) που συναντούσαμε στο δρόμο μας. Κανένας φόβος, καμία επιφύλαξη!
Παρένθεση. Στο χωριό υπήρχαν και υπάρχουν καταπληκτικές πηγές με πολύ καλό νερό (Χαλασές κ.α).
Πηγαίνοντας για το περιβόλι αξίζει να σταθώ σε ένα μικρό χορτάρι που βρίσκαμε στο δρόμο μας, στον Κορακιά, στον Παρασυρέ συνήθως αλλά και αλλού, και που έβγαζε ένα δάκρυ. Το δάκρυ αυτό, στερεοποιημένο βεβαίως, το μασούσαμε σαν τσίχλα. Ήταν τσίχλα, αφού ποτέ δεν έλιωνε όσο και να το μασούσες.
Μαζεύαμε δάφνη, φασκόμηλο και ρίγανη και τα πουλούσαμε στον έμπορο, πρόσθετο εισόδημα για τις ανάγκες μας. Δουλειά κοπιαστική στα βουνά και στα χωράφια για δάφνη και ρίγανη και στο Λαγγό ή στο Φαράγγι, που είναι κακοτράχαλα μέρη, για φασκόμηλο. Μια ποδιά στη μέση, ένα – δυο τσουβάλια παραπέρα, τα γεμίζαμε, τα φορτωνόμαστε, τα πηγαίναμε στον έμπορο και φτου κι απ’ τη αρχή. Το φασκόμηλο που μαζεύαμε στο χωριό, δεν είναι το γνωστό μας φασκόμηλο. Είναι άγριο είδος που, κατά πως λέγαν οι παλαιότεροι, αν το έπινες μόνο του κινδύνευες με έμφραγμα! Έχει μια πολύ δυνατή μυρωδιά και βγάζει καρπούς που τρώγαμε!
Το Φαράγγι
Μαζεύανε χαρούπια, ραβδίζοντας τις χαρουπές μας στη Χαλέπα και αλλού, και τα πουλούσαμε στον έμπορο του διπλανού χωριού, πάει να πει πολλά δρομολόγια με το γάιδαρο κάθε ημέρα εκείνη την περίοδο.
Μαζεύαμε τις ελιές (τσουνολές κυρίως) χωρίς δίκτυα και ραβδίσματα (μόνο τις λιανολές (ψιλές ελιές) ραβδίζαμε), πάει να πει τις περιμέναμε να πέσουν. Χρόνος πολύς, κόπος πολύς, οξύτητα δεν θυμάμαι. Όμως η διαδικασία είχε και τα καλά της. Θυμούμαι πως μια φορά, όσο μαζώναμε τις ελιές, μια χωριανή μου, η Σπαντιδοβαγγέλαινα ήταν ή η Σπαντιδοστελλήδαινα, απήγγειλε Ερωτόκριτο τον οποίο ήξερε απ’ έξω! ΄Εχει άλλη χάρη να μαζεύεις ελιές βουβός και άλλη χάρη να ακούς, για πρώτη φορά μάλιστα, τις κονταρομαχίες του Ερωτόκριτου!
Το άλεσμα το κάναμε στο λιοτρίβι του χωριού με τις μεγάλες μυλόπετρες και το άλογο που τις γύριζε, με την πρέσα, τις γούρνες με νερό και το κομμένο φλασκί που μάζευε ο μυλωνάς το λάδι.
Κουκολογούσαμε τα ραβδισμένα δέντρα, καρυδιές, μυγδαλιές κ.λ.π., πάει να πει ψάχναμε σε ξένα δέντρα, μετά το μάζεμα των καρπών και αφού είχαν φύγει οι ιδιοκτήτες, και μαζεύαμε ότι καρπό τους είχε ξεφύγει. Κάτι βρίσκαμε πάντα σε ρεματιές και θάμνους, στην Κάτω Βρύση και στο Ρούμα κυρίως, τα βάζαμε στην μπλούζα μας και τα πηγαίναμε σπίτι πεσκέσι στη μάνα μας.
► Οι μεγαλύτεροι από εμάς, έφηβοι ή και άντρες, ενίοτε ασχολούνταν με το μάζεμα του σταμνόχορτου, του δίκταμου όπως είναι γνωστό. Άγριο δίκταμο όχι αυτό που σήμερα καλλιεργείται και έχει γίνει ανάρπαστο. Τότε δεν ήταν ευρείας κατανάλωσης, το προμηθεύονταν φαρμακευτικές εταιρίες θαρρώ. Κάποιες νοικοκυρές το φύτευαν και σε γλάστρες τότε και το λέγαμε έρωντα.
Διαδικασία δύσκολη και επίπονη. Κατά μήκος ενός θεόρατου ριζιμιού βράχου, 500 μ Χ 60 μ περίπου, στον Τζιγιάννη ή στη Λέσκα , κρεμιόντουσαν με παλαμάρια από τον Κούμαρο και μάζευαν το πολύτιμο φυτό. Θυμούμαι πολύ καλά ότι τότε, αρχές της δεκαετίας του 60, η τιμή του ήταν το, πολύ μεγάλο, ποσό των 4.000 δρχ/κιλό.
► Βοηθούσαμε τους γονείς μας σε όλες τις δουλειές τους. Κουβαλώντας πέτρες για χτίσιμο, άμμο από τον ποταμό, γυρνώντας το χειρόμυλο για το σπάσιμο του σιταριού, φτιάχνοντας καλάθια με καλάμια ή με κλαδιά από άλλους κατάλληλους θάμνους, ανοίγοντας τα μεγάλα κούτσουρα για την παραστιά με βαριοπούλα και μεταλλικές σφήνες και όπου αλλού μπορούσαμε.
Προσωπικά έχω φτιάξει εκατοντάδες κεριά και πολλές λαμπάδες για την εκκλησία, στο σπίτι μου. Είχαμε μια κατασκευή με μια κυκλική στεφάνη που γυρνούσε γύρω από ένα άξονα. Η στεφάνη είχε δεκάδες καρφιά επάνω της. Εκεί βάζαμε τους σπάγκους – φυτίλια και με μια ειδική μακριά κουτάλα αδειάζαμε πάνω τους καυτό κερί δεκάδες φορές, σε μια κυκλική εναλλαγή, μέχρι να φτάσει το κερί στο επιθυμητό πάχος.

Παιγνίδια και … αλητεία
Στο χρόνο που μας έμενε από τη δουλειά, όχι μόνο στις διακοπές, λίγο διάβασμα και πολύ παιχνίδι. Δεν αναφέρομαι φυσικά στα κλασσικά παιγνίδια, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό,  κ.λ.π. ούτε στον πετροπόλεμο. Από τον τελευταίο έχω «οικονομήσει» κάποια βαθουλώματα μόνιμα στο κεφάλι! Σε άλλα παιγνίδια αναφέρομαι και παρακάτω θα προσπαθήσω να τα περιγράψω. Όσα θυμούμαι τουλάχιστον!
Παιχνίδια όπως είναι φυσικό, δεν υπήρχαν. Κάποιο λαστιχένιο τόπι ίσως, άντε και κάποια ξεφούσκωτη δερμάτινη μπάλα ποδοσφαίρου. Είχαμε όμως φαντασία.
Ψήναμε πηλό και φτιάχναμε βόλους, αυτοκινητάκια και ότι άλλο μας ερχόταν κατά νου.
► Χρησιμοποιούσαμε τις μπανέλες από τις παλιές ομπρέλες (ήταν συμπαγείς και είχαν τρύπες στις άκριες) και φτιάχναμε βέλη και τόξα (με χορδή κόκκινο σπάγκο), σημαδεύοντας την ξύλινη πόρτα της εκκλησιάς του Αγίου Κων/νου που, περιττό να σας πω, θύμιζε κόσκινο!
► Βγάζαμε ατόφια τη φλούδα (εκτός από το χερούλι) από ίσια κλαδιά σφάκας (πικροδάφνης) που κόβαμε από τον ποταμό και, με έμβολο τον κορμό, κάναμε σφακοπιστόλες, ένα αυτοσχέδιο αεροβόλο, με σφαίρες κομμάτια σφάκας που χωρούσαν ίσα - ίσα στη φλούδα.
► Με τους βλαστούς από τις πρωινές χαρές, φτιάχναμε, πλέκοντάς τις, μαστίγια που τα λέγαμε χλιμπάτσια. 
► Με κορμούς από ασφόντυλους, χαρτί τετραδίου και αγκάθια από βάτα, φτιάχναμε μύλους που γυρνούσαν με τον αέρα! Με τα αγκάθια στερεώναμε τα τετραγωνισμένα χαρτάκια πάνω σε, χωρισμένα στη μέση, κλαδιά ασφόντυλου, για να κάνουμε τη φτερωτή του μύλου. Τη φτερωτή την ενώναμε με τον κορμό του ασφόντυλου με τη βοήθεια ενός λεπτού ξύλου!
► Στα μικράτα μας παίζαμε αλεκατρίδες (πεντόβολα). Πέντε πετρούλες όσο γινόταν πιο στρογγυλές που πετούσαμε στον αέρα και προσπαθούσαμε να πέσουν στην ανάστροφη της παλάμης. Για όσες έπεφταν κάτω, πετούσαμε μια πετρούλα στον αέρα και προσπαθούσαμε, χωρίς να μας πέσουν οι άλλες από τη φούχτα μας, να τις πιάσουμε, μια – μια, δύο – δύο, κ.λ.π.,  πριν πέσει κάτω η άλλη που ήταν στον αέρα, την οποία έπρεπε επίσης να πιάσουμε! Μεγαλώνοντας(;), το θεωρούσαμε κοριτσίστικο παιγνίδι και … δεν καταδεχόμαστε…
► Με ένα (δεμένο) σπάγκο που περνάγαμε πίσω από τον αντίχειρα και το δείκτη κάθε χεριού μας, με τη συνεργασία άλλου παιδιού, πιάναμε με τα δάκτυλα διαδοχικά το σπάγκο, ο ένας από τα χέρια του άλλου, σχηματίζοντας διάφορα σχέδια με αυτόν (κρεβάτι, ψαλίδι κ.λ.π).
► Παίζαμε βόλους με αστυρακοκούκουτσα (κουκούτσια από ένα ενδημικό θάμνο της Κρήτης που λέγεται αστύρακας) και με τα ίδια φτιάχναμε κολιέ και βραχιόλια αφού τα τρυπούσαμε, μετά δυσκολίας, με καυτό σουβλί. 
► Με βέργες από κλαδεμένες μουρνές (μουριές), που τις χρησιμοποιούσαμε σαν μπαστούνια του γκολφ (είχαν χοντρή γυριστή βάση), χτυπούσαμε στρογγυλές πέτρες προσπαθώντας να τις βάλουμε σε μια τρύπα ή να τις φτάσουμε κοντά σε μια μεγάλη πέτρα. Τώρα αμάδες το λέγαμε το παιγνίδι; Δεν θυμούμαι, λυπάμαι.
► Βαθουλώναμε ένα παλιό νόμισμα (τάλιρο του τριάντα (Μεγαλέξανδρος) συνήθως) και παίζαμε δεκάρες. Χτυπούσαμε το νόμισμα στον πέτρινο τοίχο της εκκλησίας και προσπαθούσαμε να φτάσουμε το νόμισμα του άλλου σε απόσταση μικρότερη από την πιθαμή μας. Τότε κερδίζαμε μια δεκάρα από τον αντίπαλο.
► Η χαρά μας βέβαια ήταν η σφεντόνα. Ένα κλαδί ελιάς ή ροδιάς σε σχήμα Υ  που το γυρίζαμε και το δέναμε με σύρμα που στρίβαμε ψήνοντάς το στο φούρνο ή στη χόβολη μέχρι να ξεραθεί, λάστιχα, πετσιά και κόκκινη κλωστή από το περίπτερο του «στραβού» στο διπλανό χωριό, τα Ρούστικα, και τέχνη στην κατασκευή. Παρένθεση. Ο «στραβός» ήταν ένας τυφλός άνθρωπος, που είχε ένα περίπτερο. Καταπληκτικός. Πουλούσε εκατοντάδες μικροπράγματα και τα έβρισκε στη στιγμή. Ξεχώριζε με την αφή κέρματα και χαρτονομίσματα και ήταν αδύνατο να τον κοροϊδέψεις. Τον θαυμάζαμε και τον σεβόμαστε όλοι ακόμη και εμείς οι «αληταράδες» της εποχής!
Με τη σφεντόνα στην τσέπη γραμμή για πουλιά. Σκαρφαλώναμε σε κάτι θεόρατες μαύρες μουριές και στήναμε καρτέρι, σε κοτσύφια κυρίως, τρώγοντας και μούρα την εποχή που ωρίμαζαν. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Γυρίζαμε στα βουνά για φωλιές και καπνίζαμε κάποιο τσιγάρο που αγοράζαμε «στη ζούλα» από το μαγαζί, λέγοντας στο μαγαζάτορα ότι μας έστειλε ο τάδε χωριανός( ο Σηφάκης συνήθως), από την άκρη του χωριού. Χύμα τσιγάρα βέβαια. Μια δραχμή τα δέκα. Καταφύγιο μας συνήθως τα σπηλιάρια στη Λέσκα (ένας πέτρινος διάδρομος πάνω στον μονοκόμματο βράχο που κάπου στένευε επικίνδυνα) , από όπου αγναντεύαμε και το χωριό. Μετά τρίβαμε το στόμα μας με φλούδες πορτοκαλιών από την πορτοκαλιά στην Πάνω Βρύση , που ρίχναμε με πέτρες ή με ότι άλλο φρούτο βρίσκαμε πρόχειρο.

Σκάρα ή όρνιο
► Κάναμε … ορειβασία, προσπαθώντας να κατακτήσουμε τις, (όχι ψηλές μα δυσπρόσιτες για τα γυμνά μας πόδια) κορυφές των βουνών (Άμπελος, Στραβορά κ.λ.π) και για να βρούμε φτερά από σκάρα (μεγάλο πτωματοφάγο όρνεο) που χρησιμοποιούσαν οι λαουτιέρηδες για πένα. Τις σκάρες, πολλές εκείνη την εποχή, χαιρόσουν να τις βλέπεις να ισορροπούν στον αέρα με τα τεράστια φτερά τους. Δυστυχώς τείνουν να εκλείψουν, όπως και τόσα άλλα είδη!
Θέα από την Αμπελο
Στην επιστροφή, για να κόψουμε δρόμο, κατεβαίναμε από επικίνδυνα μέρη με μεγάλη κλίση και πολλά χαλίκια! Πόσες φορές δεν τσουρήσαμε (κατρακυλήσαμε) και μετράγαμε τις πληγές μας!
Δεν σας κρύβω πως, όποτε πάω στο χωριό μου, ανεβαίνω πρωί – πρωί στην Άμπελο! Είναι πανέμορφη η θέα από εκεί ψηλά!
Φτιάχναμε κατσούνες, μπαστούνια δηλαδή με ξύλο αγριελιάς η ροδιάς. Ένα ίσιο ξύλο που είχε μια διακλάδωση ψηλά, γυρίζαμε τη διακλάδωση, ψήνοντάς την να μη σπάσει, κάνοντας περίπου κύκλο, τη δέναμε με σύρμα που στρίβαμε με μια πρόκα και τη βάζαμε στη χόβολη ή στο φούρνο να ξεραθεί. Κόβαμε μετά το ξύλο στα μέτρα μας και το γύρισμα εκεί που περίσσευε και είχαμε την κατσούνα μας. Το σύρμα το βγάζαμε αρκετά αργότερα περιμένοντας να σταθεροποιηθεί το γύρισμα!
Ανεβαίναμε στη σκεπή του Αγίου Κωνσταντίνου και με όπλο ένα καλάμι με πιρούνι δεμένο στην άκρη του, χαλούσαμε τις φωλιές από τα σπουργίτια στο απέναντι σπίτι. Θέλαμε τα μικρά πουλάκια για να παίξουμε ή να τα βάλουμε στο κλουβί που πλέκαμε με τα ξυλάκια από τα παγωτά που μαζεύαμε επιμελώς. Καταστροφή κάναμε βεβαίως και τίποτα παραπάνω. Η βαρβαρότητα σε όλο της το μεγαλείο!
Όπως βαρβαρότητα ήταν το τραγικό παιγνίδι με τους βορθακούς (βατράχια) ή τους καβρούς(καβούρια) που βρίσκαμε στα ποτάμια. Στους μεν καβρούς σπούσαμε τις δαγκάνες και τους αφήναμε ανυπεράσπιστος στον ποταμό (κάποιες φορές τους ψήναμε και τους τρώγαμε), στους δε βορθακούς βάζαμε ένα αναμμένο τσιγάρο στο στόμα και τους χαζεύαμε να σκάνε, γιατί ο βορθακός μόνο εισέπνεε και μη μπορώντας να εκπνεύσει φούσκωνε και … έσκαγε! (εγκληματικό λέω τώρα, τότε όμως…).
Η χαρά μας οι σφηκοφωλιές και οι φωλιές των κοκκινομπουμπούρων. Μόλις ανακαλύπταμε μια τέτοια φωλιά, στον Αμαξωτό κυρίως, καίγαμε ένα λάστιχο και το βάζαμε μέσα. Οι σφήκες ή οι μπουμπούροι έβγαιναν έξω και άρχιζαν την επίθεση εναντίον μας. Πόσες φορές αλήθεια δεν γυρίσαμε σπίτια μας με πρησμένα μάτια, τόσο ώστε να μη βλέπουμε σχεδόν καθόλου!
Την άνοιξη με τις πασχαλινές διακοπές άρχιζε η δραστηριότητα του Οφανού, πάει να πει της τεράστιας φωτιάς που ανάβαμε με το Χριστός Ανέστη. Μέρες ολάκερες κόβαμε και κουβαλούσαμε ξύλα από απόσταση μισού χιλιομέτρου και βάλε στη Στραβορά, τα κάναμε σωρό και περιμέναμε την Ανάσταση. Πετραμυθιές, αστυράκοι, αζώηροι, μυρτιές κ.λ.π εξαφανίζονταν στο διάβα μας. Κάναμε φυσικό καθαρισμό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε τότε!
Φορές κάποιες γιαγιάδες μας έκλεβαν ξύλα για το φούρνο τους, χαλάλι τους, μα σε κάθε περίπτωση ο σωρός έφτανε σε ύψος τα 3 – 4 μέτρα. Με πριόνια, σαρακάκια (μικρά πριονάκια), μαναράκια (μικρά τσεκούρια), τρέχαμε στα βουνά, κόβαμε και κουβαλούσαμε οι ίδιοι.
Σχοινιά για δέσιμο δεν είχαμε, ούτε και σύρματα. Μάθαμε όμως να δένουμε φτιάχνοντας αυτοσχέδιο σχοινί, με βέργες από αζωήρους. Κόβαμε δυο μακριές βέργες με φούντα στην άκρη, δέναμε μεταξύ τους τις φούντες, στρίβαμε τις άλλες άκριες ώσπου να «σπάσουν» και δέναμε τα ξύλα!
Αν κοβόμαστε είχαμε έτοιμο το γιατροσόφι. Πάσπαρο (χώμα σκόνη) και βουτσέ (κοπριά αγελάδας) κατάπλασμα στην πληγή και συνεχίζαμε. (Ανατριχιάζω στην ιδέα της μόλυνσης και του κινδύνου που διατρέχαμε, αυτό ήταν όμως το γιατροσόφι).
Φτιάχναμε πλακατζίκια, αυτοσχέδιες βόμβες με μια ταινία μπλε χαρτί που, αφού βάζαμε μπαρούτι, στρίβαμε σε τρίγωνο και κολλούσαμε με αλευρόκολλα. Σε μια τρύπα στην κορυφή βάζαμε το βραδύκαυστο φυτίλι. Έκανε θραύση στις κάλτσες των γυναικών ή στα πόδια του παπά και μεγάλο κρότο.
Παίρναμε ένα κλειδί μαντεμένιο, αυτά με την τρύπα. Δέναμε ένα καρφί με σύρμα, που στην άλλη άκρη του ήταν δεμένο στο κλειδί, βάζαμε μπαρούτι ή ξύναμε μέσα σπίρτα. Το κεφάλι του καρφιού, όσο η τρύπα συνήθως το κάναμε πυροκροτητή κρατώντας το σύρμα και κοπανώντας το άλλο μέρος του καρφιού στον τοίχο. Μπαμ! Πόσες φορές δεν έσπασε το κλειδί και μας τραυμάτισε! Τα πόδια μας, πέρα από την χοντρή πέτσα στις πατούσες λόγω ξυπολησιάς, ήταν μονίμως τραυματισμένα, με κάτι χοντρά «κάκαδα», σημάδια ηρωισμού, πάνω τους!
► Την Κυριακή του Πάσχα, συνήθως, η χαρά μας ήταν η προσπάθεια να διπλοκουρτιάσουμε την μεγάλη καμπάνα της εκκλησίας στην Παναγία.
Η καμπάνα ήταν και είναι πολύ μεγάλη, από αυτές που το σχοινί είναι δεμένο σε ένα μπράτσο ψηλά στο σταυρό, εκεί δηλαδή που είναι κρεμασμένη η καμπάνα. Έπρεπε, τραβώντας από κάτω το σχοινί να την κάνουμε να χτυπήσει τέσσερις φορές! Νταν, νταν, νταν, νταν! Αυτό λεγόταν διπλοκούρτιασμα! Η καμπάνα μεγάλη, εμείς μικροί και αδύνατοι, τις περισσότερες φορές, στην επαναφορά της καμπάνας, μας τραβούσε το σχοινί και μας σήκωνε στον αέρα ή μας έσερνε και μας πέταγε στο χώμα, με την όποια συνέπεια στα πόδια και στα χέρια μας! Αν τα καταφέρναμε όμως κορδωνόμαστε γεμάτοι περηφάνεια!
Η Παναγία 
Το καλοκαίρι μπάνιο σε μια στέρνα γεμάτες βδέλλες στην Αγία Φωτεινή (μπάνιο φυσικά δεν ξέραμε) ή στον ποταμό σε μεγάλες «κολύμπες», σε λάκκους δηλαδή γεμάτους νερό. Γυμνοί στο παγωμένο νερό και όποιος άντεχε!
Βόλτα στα βουνά και στα φαράγγια για να στήσουμε ξόβεργες ή να ανακαλύψουμε  φωλιές από πέρδικες και άλλα πουλιά. Πέρδικες στου Γιαννάκη το πορί και στο Αγόρι,  κοτσυφούς στον Κούμαρο,  συγαρδέλια (καρδερίνες)  και καλογρίδες στου Μανέλη το πορί,  Ποταμίδες (αηδόνια) στον Τζιγιάννη, στο Ρούμα και στο Φαράγγι,  κ.λ.π. Παίρναμε τα πουλάκια που βρίσκαμε και προσπαθούσαμε, ταΐζοντας τα με κάμπιες, να τα μεγαλώσουμε. Μάταιος κόπος, κρίμα τα πουλάκια…
Τα βράδια, όταν δεν είχαμε σχολείο πηγαίναμε βόλτα στον αμαξωτό, τον επαρχιακό δρόμο δηλαδή που συνέδεε το χωριό μας με το διπλανό και που τον έφτιαξαν λιθόστρωτο μόνοι τους οι χωριανοί με εθελοντική εργασία , προκειμένου να έρχεται το λεωφορείο της γραμμής. Εκεί καθισμένη στην ελιά του Μπάρμπα Γιώργη, αγναντεύαμε απέναντι το χωριό και συζητούσαμε ή παρατηρούσαμε τα πεφταστέρια, πάρα πολλά κάθε βράδυ, σε ένα ουρανό σαν πολυέλαιο πάνω από τα κεφάλια μας.
Η ελιά του μπάρμπα Γιώργη
Το χειμώνα στις γιορτές λέγαμε τα κάλαντρα. Ένα οκαδιάρικο μπουκάλι με μια πύργια (χωνί) ήταν ο μοναδικός μας εξοπλισμός. Γυρίζαμε στα σπίτια του χωριού, λέγαμε τα κάλαντρα και περιμέναμε να μας βάλουν λίγο λάδι στο μπουκάλι μας. Οι τσιγκούνες γριούλες μας έβαζαν λίγα δράμια μόνο. Εμείς όμως είχαμε το κόλπο μας. Σηκώναμε λίγο το μπουκάλι και όταν το λάδι άρχιζε να τρέχει το κατεβάζαμε απότομα. Έτσι η απροετοίμαστη γιαγιά χαμήλωνε και αυτή το δοχείο της για να μη χυθεί έξω το λάδι και … κονομάγαμε κάποια παραπάνω δράμια του πολύτιμου υγρού. Πολύτιμο, γιατί τότε το πουλούσαμε στον μπακάλη του χωριού προς 10 - 14 δρχ την οκά. Ε! κλέβαμε και λίγο από το σπίτι μας και έτσι βγάζαμε ένα μικρό χαρτζιλίκι για κανένα γλειφιτζούρι, λίγες καραμέλες, για τον εξοπλισμό της σφεντόνας και για όλες τις υπόλοιπες τρέλες μας.
Κάποια παιδιά τα φώναζαν την πρωτοχρονιά για ποδαρικό (ήμουν στους τυχερούς) και κονόμαγαν κάποιες δεκάρες ή κάποιο γλυκό.
► Φυσικά παίζαμε και μπάλα. Κάναμε ομάδα στο χωριό και παίζαμε με τα διπλανά χωριά σε όποιο ίσιο χωράφι βρίσκαμε, συνήθως όμως δίπλα στο νεκροταφείο του διπλανού χωριού (Ρούστικα). Ο ανταγωνισμός μεταξύ των χωριών τότε ήταν έντονος και αυτό μεταφέρονταν και στους αγώνες μας! Δύο πέτρες για τέρμα, ξυπόλητοι ή με πάνινα παπούτσια όσοι είχαν, ματώναμε και … πλακωνόμαστε για την τιμή του χωριού μας!

Στην πόλη

Ρέθυμνο μέσα της δεκαετίας του 60. Μια πόλη 14000 κατοίκων τότε, πανέμορφη. Εξατάξιο Γυμνάσιο. Οι εξετάσεις για να μπεις στο Γυμνάσιο έχουν καταργηθεί, τα πηλίκια επίσης. Κονκάρδες στο στήθος λοιπόν για τους μαθητές που έδειχναν σε ποιο γυμνάσιο φοιτούσες. Οι καθηγητές αυστηροί και παλαιάς κοπής οι περισσότεροι, θεωρούσαν απαράδεκτο να σε δουν να κυκλοφορείς αργά στους δρόμους της πόλης, να πηγαίνεις σινεμά ή να τους συναντήσεις και να μην τους χαιρετίσεις στο δρόμο. Αυτά σήμαιναν απλώς αποβολή.
Σινεμά μας πήγαινε το σχολείο για να δούμε, στο «Καρτάλειο» ή στην «Ευφροσύνη» έργα με μασίστες, θα θυμούνται οι παλαιότεροι τον Στηβ Ρηβς ή τον Τζακ Πάλλανς να πρωταγωνιστούν σε αυτά τα έργα. Έργα σινεμασκόπ, με μυθικούς ήρωες των αρχαίων ημών προγόνων… Χειροκροτήματα μέσα στην αίθουσα για κάθε νίκη του πρωταγωνιστή Στηβ εναντίον του εχθρού Τζακ… Πολιτισμός!
Θυμούμαι ακόμη με πόσο τρόμο πήγα σινεμά παράνομα, για να δω μια ελληνική ταινία, το «Μιας πεντάρας νιάτα» αν θυμάμαι καλά.
Κατά τα άλλα στριμωγμένοι σε ένα δωματιάκι, σε σπίτι με πολλούς «χωριάτες» μαθητές εκεί στο Μακρύ Στενό, με φαγητό από τη σπιτονοικοκυρά.
Τα σπίτια, με μια ξυλόσομπα συνήθως, κρύα και ουδέτερα. Μωσαϊκό στο γυμνό πάτωμα, με πόρτες και παράθυρα που έμπαζαν από παντού. Φορούσαμε όμως επιτέλους παπούτσια και κάλτσες, λίγο είναι αυτό;
Γευόμαστε την ελευθερία της πόλης και ανακαλύπταμε πράγματα που ποτέ δεν φανταζόμαστε. Το ποδήλατο, το γήπεδο, τη θάλασσα, το λιμάνι, τα μαγαζιά με τα φώτα και, κυρίως, τα αναγνώσματα στα περιοδικά της εποχής. «Μικρός Ήρωας», «Μικρός Σερίφης», «Μικρός Κάου Μπόυ», «Γκαούρ Ταρζάν»,«Κλασσικά Εικονογραφημένα» κ.λ.π. Γιώργος Θαλάσσης, Σπίθας, Κατερίνα, Ποκοπίκο, Χουχού, Τζωρτζ Ανταμς, Πεπίτο Γκοντζάλες, Ντιάνα, Πελεγκρίνο, που να τους θυμούμαι όλους… Παντού βεβαίως οι καλοί ήταν Έλληνες, δεν το συζητούμε αυτό!
Κουλτούρα μιας εποχής που αναπολώ με νοσταλγία, είναι αλήθεια.
Ποδήλατο νοικιασμένο φυσικά και προσπάθεια να ισορροπήσουμε! Στην αρχή «σκοτωνόμαστε» μέχρι να μάθουμε και δημιουργούσαμε ατυχήματα, σε πεζούς ευτυχώς, τότε τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά. Κάποτε κάρφωσα το ποδήλατο στα … σκέλια ενός ανθρώπου, έπεσα και άρχισα το τρέξιμο, παρατώντας και άνθρωπο και ποδήλατο. Δεν έπαθε τίποτα μη φανταστείτε μα να, δεν έπιασε το φρένο ή δεν ήξερα να το πατήσω!
Γήπεδο. Ρεθυμνιακός και ξερό ψωμί! Σκαρφαλώναμε τη μάντρα για να δούμε μπάλα ή περιμέναμε να μας βάλουν τσάμπα μέσα να δούμε τον Ανυφαντάκη, τον αδικοχαμένο πρόωρα τερματοφύλακα Μάνο, τον «Μαρία» ( τον έλεγαν έτσι γιατί κάποτε έβαλε ένα γκολ και πήγε στην εξέδρα φωνάζοντας «το έβαλα Μαρία») και άλλους που δεν θυμούμαι τώρα…
Περιμέναμε το λεωφορείο από το χωριό για να πάρουμε το καλάθι με φαγώσιμα της μάνας μας και τα ελάχιστα χρήματα του πατέρα μας, για μια τυρόπιττα στο σχολείο.
Οι πρώτοι έρωτες με τις γειτονοπούλες, όσες θέλαμε δεν μας ήθελαν, όσες δεν θέλαμε μας «την έπεφταν», πάντα η ίδια ιστορία! Πιτσιρίκια τώρα, τι ψάχνεις…
Ανακαλύψαμε τη θάλασσα και το μπάνιο. Σε ένα βραχάκι στην αρχή, εκεί μπροστά από το γήπεδο, και στα ρηχά για να πιανόμαστε, τι δεν επιπλέαμε.
Αργότερα κάτι καταφέρναμε και πηγαίναμε και στα «άπατα», για λίγο μόνο!
Δουλεύαμε κιόλας. Παιδί σε κουρείο, που ξεσκόνιζε τους πελάτες για λίγες δεκάρες, πολύτιμες όμως για εμάς.
Στις διακοπές, δεν το συζητάμε, στο χωριό για τα καθιερωμένα!

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Σε ευχαριστούμε κ.Μάρκο για την υπέροχη αφήγηση!