Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

27 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ

Στις 18 του Γενάρη συμπληρώνονται 27 χρόνια από το θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ου αιώνα, μιας από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και της λαϊκής μουσικής. Του Βασίλη Τσιτσάνη.
Είναι θαρρώ υποχρέωσή μου να του αφιερώσω λίγες γραμμές. Και λέω είναι υποχρέωσή μου γιατί, πέρα από το γεγονός ότι επί είκοσι και πλέον χρόνια ασχολούμαι στο ραδιόφωνο με το αστικό λαϊκό (ρεμπέτικο) τραγούδι, θεωρώ πως δεν υπάρχει Έλληνας ή Ελληνίδα πάνω από την εφηβεία, που να μην έχει τραγουδήσει ή γλεντήσει με τραγούδια του.
Δάσκαλος
Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε πει για αυτόν ότι «... είναι η μόνη απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό», ο Μάνος Χατζιδάκις ότι «…ξάπλωσε απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα έναν ευαίσθητο ερωτισμό», ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης «θα ήθελα να λογίζομαι σαν απλός μαθητής του».
Ο Σκαλκώτας διασκεύασε τη «Μάγισσα της αραπιάς» σε κονσέρτο !



Μεγάλος δάσκαλος της λαϊκής μουσικής, δημιουργός των τραγουδιών που σημάδεψαν τον αιώνα και συνδετικός κρίκος μεταξύ ρεμπέτικου και λαϊκού, ο Βασίλης Τσιτσάνης αποτελεί μία χαρακτηριστική φυσιογνωμία της ελληνικής μουσικής παιδείας.
Η φιγούρα του, ως καλλιτέχνη, είναι τυπωμένη στη σκέψη μιας μερίδας ανθρώπων, ως ένα πρότυπο που μιλάει στις καρδιές όλων. Υπήρξε μεγαλοφυής ηγέτης στο χώρο του. Αναμόρφωσε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι.
Με τα μελωδικά «φτερουγίσματα» της μεγάλης τέχνης του, ύμνησε την ψυχή του λαού, τραγούδησε τη ρωμιοσύνη, χτίζοντας, νότα τη νότα, στην καρδιά της την απέραντη μουσική του. Το τεράστιο σε μέγεθος και ποιότητα έργο του «σμίλεψε» με μοναδικό τρόπο το «πρόσωπο» της Ελλάδας των αδικημένων, των περήφανων, του λαού. Συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, άνοιξε νέους ορίζοντες στο λαϊκό τραγούδι και έγινε δάσκαλος των μετέπειτα τραγουδοποιών και μουσικών.




Βιογραφικά

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915.
Γιος του Κώστα Τσατσάνη ή Τσιτσάνη, ξακουστού τσαρουχά από το Μέτσοβο και της Βικτωρίας (Βίτως) Λάζου, από τα Ζαγόρια ήταν το 8ο από τα 14 παιδιά αλλά το 5ο από τα 6 παιδιά τους εν ζωή.
Ο πατέρας του είχε μία μαντόλα και έπαιζε μετά τη δουλειά κλέφτικα τραγούδια.
Το 1922-23 κάποιος οργανοποιός Καρύδας από τα Πετράλωνα βρίσκεται στην περιοχή και ο πατέρας του πηγαίνει τη μαντόλα και την κάνει μπουζούκι!
Αμέσως άλλαξε και το ρεπερτόριο του και έπαιζε τραγούδια, όπως αυτά που άκουγε στις διασκεδάσεις των προσφύγων και των στρατιωτών αλλά και κανταδόρικα.
Το σπίτι τους ήταν στην εξοχή, στους μπαξέδες και κοντά ήταν η στρατώνα με το θρυλικό 5ο Σύνταγμα, που έστελναν όλους τους χασικλήδες, κατάδικους και σκληρούς του υποκόσμου. Ακόμα εκεί κοντά είναι η μάντρα με την ταβέρνα του Αλευρά με πελάτες από μανάβηδες και χασάπηδες της αγοράς, μέχρι κάθε στοιχείο του περιθωρίου, ενώ πιο κει είναι τα σπίτια με τις κοινές γυναίκες. Οι πρώτες εικόνες που εντυπωσιάζουν το μικρό Βασίλη είναι οι παρέες με τους φαντάρους και τους πρόσφυγες εκεί κοντά στο σπίτι τους, στους μπαξέδες, να πίνουν, να καπνίζουν, να τραγουδούν, να παίζουν μπουζούκι και να χορεύουν !
Στο δημοτικό ακόμα πρέπει να ήταν ο Τσιτσάνης όταν ο πατέρας του βλέποντας την κλίση του στη μουσική τον πάει στο Ωδείο. Εκεί θα πάρει τα πρώτα μαθήματα στο βιολί από τον Στέλιο Περιστέρη, αδερφό του Σπύρου και αργότερα από τον Ιταλό μαέστρο Ραφαέλ Γιόσσα, που βρέθηκε στα Τρίκαλα με το τρίο «Μπαρόνι».
Το μπουζούκι το πιάνει πρώτη φορά στα χέρια του το 1928, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, αφού όσο ζούσε δεν άφηνε να παίζει κανείς άλλος, και παίζοντας διαρκώς γίνεται όλο και καλύτερος. Από 14 χρόνων πια γράφει τα πρώτα του τραγούδια.
Η «Παραγουάη» (Σε φίνο ακρογιάλι) είναι από τα πρώτα του τραγούδια, η «Ματσαράγκα» (Στου Αλευρά τη μάντρα) αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός στη γειτονική εξοχική ταβέρνα του Αλευρά, η «Καλαμπακιώτισσα» είναι συγκεκριμένη συμμαθήτρια του με την οποία είναι τσιμπημένος κλπ.
- Το τραγουδούσαμε με την τάξη μου στην εκδρομή, έλεγε ο ίδιος για την «Παραγουάη». Την ίδια χρονιά αρρωσταίνει από ελονοσία, μένει μετεξεταστέος σε τρία μαθήματα μεταξύ των οποίων και στη Γεωγραφία - μάθημα στο οποίο τον «κόβει» ο καθηγητής για το λάθος του στους στίχους (η Παραγουάη δεν έχει ακρογιάλια).
Στη μεγάλη εμποροπανήγυρη των Τρικάλων της 14ης Σεπτέμβρη του '34 θα γνωρίσει τον δημοτικό τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο. Ο Περδικόπουλος τον πήρει μαζί του και να παίξουν στη Λαμία, όπου ο Τσιτσάνης παίρνει το βάπτισμα του πυρός.



1935-1937 Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα

Το Φθινόπωρο του 1935 εκμεταλλευόμενος το ότι ο Κονδύλης βάζει μισό εισιτήριο στο τραίνο για την υποδοχή του Βασιλιά, στοιβάζεται με όλους και κατεβαίνει στην Αθήνα. Ο Περδικόπουλος τον περιμένει και μαζί παίζουν σε μικρά ταβερνάκια όπως τα «Μπιζέλια» στον Κολωνό, το μπαρ «Κουκλάκι» στην 3η Σεπτεμβρίου και Ιουλιανού και στον «Πλάτανο», ένα ταβερνάκι κοντά στο σταθμό Λαρίσης που συχνάζουν φοιτητές. Εν τω μεταξύ αναζητά και με ποιο τρόπο θα μπει στη Νομική μια και είχε τη φιλοδοξία να σπουδάσει. Δεν θα σπουδάσει βεβαίως αφού η μουσική τον κέρδισε ολοκληρωτικά.
Όταν ήρθε στην Αθήνα είχε έτοιμα 40-50 τραγούδια.
Στα τέλη του 1935 ο Περδικόπουλος φωνογραφεί με την ODEON το «Σιγά καλέ μου την άμαξα» και από την άλλη πλευρά του δίσκου, το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη «Σ' ένα τεκέ μπουκάρανε», ένα χασικλίδικο τραγούδι.
Το Νοέμβρη του 1936 με παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη φωνογραφεί το τραγούδι του «Να γιατί περνώ» με το Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σοφία Καρίβαλη.
Λέγεται ότι ο Τσιτσάνης στα τραγούδια αυτά έπαιξε με το μπουζούκι του Μάρκου.
Οι πρώτες του επιρροές είναι τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου ή Αγγούρη ( Λαχανάδες, Βάλε με στην αγκαλιά σου κλπ) και του Μάρκου Βαμβακάρη. Την περίοδο 1937-1940 γράφει καταπληκτικά τραγούδια τα οποία ηχογραφεί με τις φωνές του Δημήτρη Περδικόπουλου, και των άλλων σπουδαίων τραγουδιστών εκείνης της εποχής Στράτου Παγιουμτζή, Μάρκου Βαμβακάρη, Στελλάκη Περπινιάδη με τους οποίους σε πολλές ηχογραφήσεις ο Τσιτσάνης συμμετέχει σαν δεύτερη φωνή.



1938-1940 Θητεία, Θεσσαλονίκη, πρώτες επιτυχίες, γάμος

Το Μάρτιο του 1938 πηγαίνει φαντάρος στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη, όπου γράφει αμέσως το αντίστοιχο τραγούδι
Κατά τη διάρκεια της θητείας του γράφει συνεχώς τραγούδια τα οποία ηχογραφεί
πηγαίνοντας στην Αθήνα, όταν παίρνει άδειες. Πολλές φορές, ο χρόνος δεν φτάνει,
και αναγκάζεται να παραβιάζει τις άδειες με αποτέλεσμα να τον κλείνουν στο πειθαρχείο. Το κλείσιμο στο πειθαρχείο, όπως έλεγε ήταν ευεργετικό για αυτόν αφού, απαλλαγμένος από άλλα καθήκοντα, στην ησυχία του πειθαρχείου δημιουργούσε καινούργια ωραιότατα τραγούδια
Το 1938, στο κρατητήριο γράφει μεταξύ άλλων και την περίφημη «Αρχόντισσα»,
«...μια χειμωνιάτικη βραδιά που ήμουνα κλεισμένος στο πειθαρχείο του τάγματος, στο Ντεπό». Όταν βγήκε ο δίσκος «...έγινε σεισμός, την τραγουδούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις, όλη η Ελλάδα...»
Το τραγούδι «Αρχόντισα» είναι γραμμένο για την Ελίζα, ένα πλουσιοκόριτσο, φιλενάδα ενός καλού του φίλου.
Απολύθηκε από φαντάρος το 1939. Πήγε στην Αθήνα όπου δούλεψε σε διάφορα μαγαζιά αλλά λίγους μήνες μετά άρχισε ο πόλεμος. Επιστρατεύεται και πάει στο Αλβανικό μέτωπο. Μετά την είσοδο των Γερμανών γυρίζει στα Τρίκαλα και από κεί πάλι στην Θεσ/νίκη όπου δουλεύει στο Καραμπουρνάκι στου «Μπάρμπα Λιά», στο «Έλατο», στα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» κοντά στον Λευκό Πύργο, στου «Σταυράκη» και μετά ανοίγει δικό του μαγαζί το θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνη» στην οδό Παύλου Μελά 21, στη Διαγώνιο.
Στη Θεσ/νίκη θα γνωρίσει και θα παντρευτεί τη γυναίκα του Ζωή Σαμαρά στα 1942. Μαζί θα κάνουν δύο παιδιά : το 1946 την Βικτωρία και το 1954 τον Κώστα.
Ας δούμε όμως τι λέει ο ίδιος για αυτή την περίοδο:
« Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αγαπώ τη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτή τη πόλη ετοίμασα, στην κατοχή, ένα ολόκληρο έργο. Ένα έργο που αργότερα θα μίλαγε όλος ο κόσμος, ένα έργο που βγήκε από τις δραματικές σελίδες της εποχής, ένα έργο που ξεπήδησε μέσα από τη ψυχή μου, ένα έργο που είχε μέσα του τον καλύτερο μουσικό μου κόσμο, ένα κόσμο που αργότερα θα σάρωνε την Ελλάδα. …Η κατοχή με δύο λόγια, είναι η καρδιά του λαϊκού τραγουδιού. Να γιατί λέω ότι η Θεσ/νίκη και το ουζερί μου στην Παύλου Μελά «σημάδεψαν» την καριέρα μου στο τραγούδι.»

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σχέση του Τσιτσάνη με τον αμφιλεγόμενο αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του ’40, Νίκο Μουσχουντή. Για κάποιους ο Μουσχουντής είναι γνωστός σαν άνθρωπος της πιάτσας που αγαπούσε το ρεμπέτικο τραγούδι και τους ανθρώπους του, οι περισσότεροι όμως τον γνωρίζουν σαν μέλος της σκευωρίας του παρακράτους που δημιούργησε εκείνο τον καιρό στη Θεσσαλονίκη την «Υπόθεση Πολκ», ενώ για τον Γρηγόρη Στακτόπουλο ήταν ο προσωποποιημένος εφιάλτης μέχρι το τέλος της ζωής του.
Σε κάθε περίπτωση ο τότε αστυνομικός διευθυντής λάτρευε τον Τσιτσάνη και η σχέση τους επισφραγίστηκε όταν το 1942 έγινε κουμπάρος στον γάμο του με τη Ζωή Σαμαρά. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Τσιτσάνης μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον Μουσχουντή χαρακτηρίζοντάς τον «(...) άγιο αστυνομικό διευθυντή, που ακόμα και οι κλέφτες και οι διαρρήκτες κλάψανε στην κηδεία του».




Μετά τον πόλεμο

Μετά τον πόλεμο, ο Τσιτσάνης επιστρέφει στην Αθήνα. Από τη Θεσσαλονίκη «κατεβάζει» τον Πρόδρομο Μουτάφογλου ή Μουταφίδη, που μετονομάζεται σε Τσαουσάκης, και του δίνει πολλά τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες
Τις πρώτες εβδομάδες μετά την απελευθέρωση, η λογοκρισία δεν λειτουργεί (ακόμα...) και έτσι προλαβαίνει να ηχογραφήσει και μερικά τραγούδια που δεν θα περνούσαν αλλιώς, όπως την «Δροσούλα», «Όταν συμβεί στα πέριξ» και το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι», τραγούδι του Αποστολου Καλδάρα το οποίο έσωσε με αυτόν τον τρόπο.
Ξεκινάει να δουλεύει στο καφενεδάκι «Μάριος», στην οδό Ίωνος, στην Αθήνα.
Παρ’ όλη την ανέχεια και τη φτώχεια της εποχής, ο κόσμος δεν χωράει να μπει στο
μαγαζί.
Εκείνη την εποχή γνωρίζεται με την Σωτηρία Μπέλλου, όταν αυτή είναι 26 χρονών (γενν. 1921 στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας), και μετά από πολλές πρόβες και δοκιμές ξεκινάει να ηχογραφεί τραγούδια μαζί της.
Λίγο αργότερα, γνωρίζεται με την Μαρίκα Νίνου (Ευαγγελία Νικολαΐδου, γενν. 1918 στην Κων/πολη, πέθανε το 1956 στην Αθήνα).
Με την Νίνου ξεκινάει μια σειρά από θρυλικές εμφανίσεις στο κέντρο «του Τζιμη του Χοντρού», στην οδό Αχαρνών.
Μετά από του «Τζίμη» εμφανίζεται σε πολλά άλλα μαγαζιά, σε συνεργασία με τον
Γιάννη Παπαιωάννου, μέχρι τον θάνατο του δεύτερου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1972.
Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα...
Άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των 69ων γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου του 1984, στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
«Να με θάψετε με το μπουζούκι μου και την ώρα που θα με κατεβάζετε στον τάφο, θέλω οι φίλοι μου να μου παίξουνε την “Συννεφιασμένη Κυριακή».




Η μουσική του Τσιτσάνη


Ο Τσιτσάνης στα προπολεμικά του τραγούδια φαίνεται να είναι επηρεασμένος από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής του.
Δεν συμπαθούσε τότε τα δημοτικά και τα Σμυρνέικα.
«...όσο για το Σμυρνέικο, είναι γνωστό πως ποτέ δεν μου άρεσε.
Αντιπαθούσα φοβερά εκείνες τις κλαψιάρικες μελωδίες που έγραφαν οι Μικρασιάτες συνθέτες της εποχής. Βέβαια, οι συνθέτες και οι τραγουδιστές των Σμυρνέικων τραγουδιών μπορεί να ήταν αξιόλογοι (και μερικοί πράγματι ήταν), αλλά εμένα μου φαίνονταν σαν κάτι ξένο από το δικό μου μουσικό κόσμο...»

Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος τη δουλειά του και πως έγραφε τα τραγούδια του:
« Το πώς εργαζόμουνα δεν μπορεί ποτέ να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου και λέω ανοιχτά ότι εάν ήταν άλλος συνθέτης στη θέση μου δεν επρόκειτο να έβγαινε ζωντανός. Σίγουρα θα πέθαινε.
Είπα ότι η προεισαγωγή ήτανε η προθέρμανση και η εισαγωγή η ζωή μου. Δεν είναι υπερβολή όταν λέω ότι έφτυνα αίμα για μία εισαγωγή, ότι τα δάχτυλά μου πολλές φορές έσπαζαν και έτρεχαν αίματα. Μίλαγε η ψυχή και όταν μιλάει η ψυχή μπορείς να τα βάλεις με όλους τους εχθρούς του κόσμου. Έκανα πολύ καιρό για να φτιάξω ένα τραγούδι. …Όσο και αν κουραζόμουν είχα φοβερές απαιτήσεις από τον εαυτό μου, από το έργο που έφτιαχνα, από τη δουλειά μου…Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. Ξενύχτια, αγώνες, βραχνάς, αγωνία, αίμα, κούραση, για να γίνουν τα τραγούδια μου όπως έγιναν…Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι και αυτό το θεωρούσα χρέος. Έγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο…Το μυαλό μου ήτανε μόνο στη δουλειά μου και πουθενά αλλού. Κάθε μέρα ξενυχτούσα, κοιμόμουνα ελάχιστα, και αμέσως δουλειά για καινούργια τραγούδια.
…Το τραγούδι γραφόταν πάνω στο κερί. Όταν παίζαμε και το γράφαμε δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τι παίξαμε και τι βγήκε στο τέλος της φωνοληψίας. Ένα κερί χρησιμοποιούσαμε μόνο στην αρχή για δοκιμή. Μετά ότι παίξαμε, παίξαμε. Ήθελα να είμαι σίγουρος και στην τελευταία λεπτομέρεια. Πρόβες, πρόβες, πρόβες, προετοιμασία, πάλι από την αρχή, άντε άλλη μια φορά, μαρτύριο σωστό, μέχρι να πάω στο στούντιο για φωνοληψία. Μεγάλο μαρτύριο. Όχι όπως τώρα, που πάνε τα μπουζούκια στο στούντιο, παίζουν δέκα τραγούδια εκεί, χωρίς πρόβες, πληρώνονται και φεύγουν. Οι δουλειές όμως δεν γίνονται έτσι.
…Και όταν ερχόταν και πήγαινα να ακούσω το δείγμα, αυτή η στιγμή ήταν τελετή για μένα. Δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι μου. Και οι παλιές αυτές εκτελέσεις μου το αποδεικνύουν. Γι αυτό βγήκαν αυτές οι εκτελέσεις που βγήκαν, για αυτό και οι παλιοί δίσκοι μου έχουν τόσο μεγάλη μουσική αξία. Γιατί δεν ξαναγίνονται ΠΟΤΕ. Τότε δούλευα μόνο για την τέχνη μου και για τίποτε άλλο.
…Γι αυτό θέλω να μη βρεθεί άνθρωπος που να μην πάρει αυτές τις παλιές και αυθεντικές εκτελέσεις. Δεν είναι απλώς δίσκοι με παλιά τραγούδια, είναι δίσκοι φτιαγμένοι με τόσες θυσίες, κόπους, βγαλμένοι από μένα τον ίδιο και από το λαό και για το λαό. Εκεί μπορεί να ακούσει ο καθένας και να καταλάβει τι πράγματα έβγαιναν με δύο όργανα, ένα μπουζούκι, μία κιθάρα, και που και που μπαγλαμάς. Γι αυτό επιμένω τόσο πολύ.»
« ...Δηλαδή, θέλω να πω ότι έτσι που τα έγραφα και τα τραβούσα στο χρόνο, με τη στασιμότητα του χρόνου που έδινα στα τραγούδια, τα έκανα πιο φανταχτερά. Έβγαιναν πιο αληθινά, πιο φαντασμαγορικά, έβγαιναν από την ψυχή μου αληθινά στολίδια. Τραβούσα το χρόνο και τα έκανα αργά, και αμέσως θα σου πω το γιατί: Στον αργό ρυθμό μπορείς να δώσεις ό,τι καλύτερο έχεις, ενώ με τον γρήγορο ρυθμό δεν μπορείς να δώσεις τίποτα περισσότερο, ούτε και να εκφράσεις τίποτα περισσότερο...»
«...Για να γράψεις τέτοια μουσική πρέπει να πονέσεις, να πεινάσεις.
Σήμερα όλοι τα έχουν όλα. Οι δίσκοι μπήκαν στη βιομηχανία. Κάποτε για να γραμμοφωνήσουμε ένα τραγούδι κάναμε ένα μήνα. Σήμερα γράφουν δέκα σε μία μέρα. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το μυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Γράφουν ένα τραγούδάκι στο πόδι, γίνεται σουξέ και την άλλη μέρα γεμίζουν οι τσέπες τους λεφτά. Πάνε σε κέντρα και παίρνουν μεροκάματο που δεν παίρναμε εμείς σ΄ένα μήνα. Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει
όλα με κέρδος, αν θέλει να δημιουργήσει...»





Τα τραγούδια

Ο Τσιτσάνης έγραψε περίπου 600 τραγούδια (άλλοι αναφέρονται σε 1.000), εκ των οποίων γύρω στα100 πριν τον πόλεμο.
Στις ηχογραφήσεις του χρησιμοποιεί συνήθως ένα μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Σε ένα τραγούδι έβαλε βιολί και σε πολύ λίγα δύο μπουζούκια, όπου το δεύτερο παίζει συνοδευτικά ακομπανιαμέντα, ενώ ακορντεόν όπως και πολλοί άλλοι δεν χρησιμοποίησε προπολεμικά.
Τα περισσότερα του τραγούδια είναι σε ρυθμό ζεϊμπέκικο, χασάπικο και απτάλικο ενώ σε λίγα τραγούδια και οργανικά χρησιμοποιεί σέρβικο, καμηλιέρικο, καλαματιανό και συρτό.
Είναι αυτός που θα εισάγει το λατινοαμερικάνικο ταξιδιάρικο και ρυθμικό τέμπο «μπολέρο» ή «μπιγκίν», το οποίο στους λαϊκούς δίσκους αναφέρεται μεταπολεμικά σαν «οριεντάλ». Φαίνεται πως η τρομερή επιτυχία της «Ζεχρά» τη δεκαετία του ‘ 30 τον παρακίνησε κι έτσι μέσα στην κατοχή θα συνθέσει τις «Αραπίνες», την «Αθηναίισα» που ηχογράφησε το 1946, το «Μαύρο χαρέμι» κ.α.
Σαν μουσικός έβαλε προσωπικό ήχο στο μπουζούκι. Τα σόλα του άφησαν εποχή. Κατείχε απόλυτα τη δομή του βυζαντινού, του δημοτικού και του λαϊκού τραγουδιού ως την εποχή του και ρυθμικά και όλες τις κλίμακες. Ο,τι είχε γραφτεί μέχρι τότε μπορούσε να το αναπαραγάγει και να το παίξει τέλεια. Ο ίδιος επέλεξε να εκφράζεται και να γράφει, σε τρεις κυρίως κλίμακες.
- Τη ματζόρε, ( ραστ ) με «φαρδιά» τραγούδια όπως το «Ο,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ», «Το σκαλοπάτι», «Δώδεκα η ώρα θα 'ρθω βρε Μαριώ».
- Τη μινόρε, αργά αρχοντικά τραγούδια με τη μεσογειακή θλίψη και το χρώμα του εσπερινού. («Η αχάριστη», «Η αρχόντισσα», «Η αραπιά» κ.α)
- Και σε ήχο πλάγιο δεύτερο, όπου ανήκουν μερικοί από τους ωραιότερους ύμνους της Εκκλησίας. ( «Παίξε Χρήστο το μπουζούκι», «Ασπρο πουκάμισο φορώ», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι» κ.α).
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, μανιώδης αναγνώστης όλων των πολιτικών εφημερίδων και πρώην εφημεριδοπώλης (όπως ακριβώς και ο Μάρκος Βαμβακάρης), είχε έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική και έγραψε αρκετά τραγούδια, με αναφορές στην Αντίσταση, την πολιτική και τα κοινωνικά προβλήματα.
► Για τους στίχους (του Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή Τσάντα), στο τραγούδι «Τρελός Τσιγγάνος», η Ιωάννα Γεωργακοπούλου αναφέρει πως αναφέρονται σε αντάρτη του ΕΛΑΣ. Το 1955 ο Τσιτσάνης συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι για την επένδυση της ταινίας «Στέλλα». Με την έγκριση του Τσιτσάνη (παίζει μπουζούκι στο σάουντρακ) το θρυλικό τραγούδι «Αγάπη που ΄γινες δίκοπο μαχαίρι» αποτελεί παραλλαγή του «Τρελού Τσιγγάνου».
► Ο ίδιος έλεγε για το «Κάποια μάνα αναστενάζει» ότι: « Η σειρά, η ουρά των μανάδων από την οδό Λυκούργου, όπου ήταν το πρατήριο της Κολούμπια, έφτανε μέχρι την Ομόνοια. Ουδείς δίσκος, ούτε από συλλέκτες, ευρέθη σε καλή κατάσταση από τους 35.000-40.000 που έχουν πουληθεί. Όλοι είναι καταφαγωμένοι. Γι’ αυτό ειδικά το τραγούδι πρέπει να πω ότι από μουσικής πλευράς το θεωρώ από τις κορυφαίες μουσικές μου συνθέσεις». Κάποιες φορές μάλιστα οι αριστεροί αλλάζουν τη στροφή που λέει «(...) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη ξενιτιά» και την κάνουν «(...) ο λεβέντης να γυρίσει από τη μαύρη Ικαριά».
► Μέσα στις σκοτεινές μέρες του πολέμου, γράφει την περίφημη «Συννεφιασμένη Κυριακή», με αφορμή ένα τραγικό περιστατικό, όταν είδε με τα μάτια του τον θάνατο ενός νέου. Το τραγούδι είχε αρχικά τον τίτλο «Ματωμένη Κυριακή». Ηχογραφήθηκε το 1948. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» πολλοί λένε ότι είναι από τα μεγαλύτερα τραγούδια όλων των εποχών, ενώ είναι από τους λίγους που κατάφερε να έχει πολλές και μεγάλες επιτυχίες έχοντας την αποδοχή των περισσοτέρων !
Ο Τσιτσάνης αγαπήθηκε από όλο τον κόσμο και αυτό δεν είναι υπερβολή. Τον ανακάλυψαν και τον θαύμασαν οι άνθρωποι της κουλτούρας ακόμα και οι ευγενείς αστοί, αλλά ο Τσιτσάνης μίλησε βαθιά στην ψυχή του λαού και τον εξέφρασε απόλυτα με τα τραγούδια του.
Θαρρώ δεκαετίες αργότερα τα τραγούδια του θα ακούγονται το ίδιο συχνά, γιατί πάνω από όλα είναι διαχρονικά.

11/1/2011

Πηγές:
http://www.sansimera.gr/
http://www.e-write.gr/
http://el.wikipedia.org/
http://rebetiko.sealabs.net/wiki/mediawiki

Δεν υπάρχουν σχόλια: