Εκφράσεις
Μιλώντας χρησιμοποιούμε κάποιες εκφράσεις προερχόμενες
από τη λαϊκή σοφία, την προέλευση των οποίων οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε. ΄
Οι φράσεις αυτές έμειναν στην
καθομιλουμένη από μία μικρή ή μεγάλη ιστορία, με άγνωστους σε εμάς
πρωταγωνιστές η
οποία απεικονίζει γλαφυρά τον τρόπο ζωής και δράσης των ανθρώπων μίας άλλης
εποχής.
Οι περισσότερες εκφράσεις
προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο.
Οι άνθρωποι μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές, ταυτόχρονα όμως, εύκολα διαπιστώνει κανείς, πως στην πραγματικότητα μοιραζόμαστε διαχρονικά τα ίδια πάθη, φόβους, ανησυχίες και ελπίδες.
1η ερμηνεία
Ως γνωστόν οι Εβραίοι
με τη θαυματουργική επέμβαση πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα «αβρόχοις ποσὶν» χωρίς
να βρέξουν τα πόδια τους.
Φευγέτωσαν
δαίμονες, ὀλολυζέτωσαν Νεστόριοι ὡς πρόπαλαι οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ὁ τούτων ἔξαρχος,
ὁ νέος Φαραῶ, ὁ πικρὸς ἀλάστωρ καὶ τύραννος· τῷ βυθῷ γὰρ τῆς βλασφημίας
κατεχώσθησαν. Ἡμεῖς δὲ οἱ σωθέντες ἀβρόχοις
ποσὶν καὶ τὴν ἁλμυρὰν τῆς ἀσεβείας ὑπερβάντες θάλασσαν ᾄσωμεν τῇ μητρὶ
τοῦ θεοῦ ᾠδὴν τὴν ἐξόδιον
(Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Oratio tertia in dormitionem sanctae Dei genitricis Mariae. {2934.025}).
Η φράση λέγεται όταν ολοκληρώσουμε ένα δύσκολο έργο χωρίς να κοπιάσουμε.
(ποσί: δοτική πληθυντικού πους- ποδός)
2η ερμηνεία
Ο πασίγνωστος Κροίσος ξεκίνησε κάποτε, να καταλάβει
τη χώρα των Μήδων. Με την αριθμητική υπεροχή και τον τέλειο εξοπλισμό του
στρατού του, ήταν βέβαιος για τη νίκη του. Χαρούμενοι και με τραγούδια
προχωρούσαν οι στρατιώτες, έως ότου έφτασαν στον Άλυ ποταμό και δοκίμασαν να τον περάσουν. Η πρώτη όμως, απόπειρα
που έκαναν, απέτυχε, γιατί τα νερά του κυλούσαν με ορμή.
Όλα τα είχε
προετοιμάσει ο Κροίσος, ώστε να είναι βέβαιη η νίκη του. Όμως δεν είχε
εκτιμήσει το ρόλο, που μπορούσαν να παίξουν τα στοιχεία της Φύσης. Πριν
διατάξει την άδοξη επιστροφή, κάλεσε τους στρατηγούς του να συσκεφθούν μήπως
βρεθεί κάποιος τρόπος. Μαζί μ’ αυτούς κάλεσε και το Θαλή τον Μιλήσιο, που εκείνη την εποχή ήταν στην υπηρεσία
του. Όλοι συμφώνησαν πως δεν υπήρχε λύση. Τότε πήρε το λόγο ο Θαλής. Ζήτησε να
του δώσουν ένα τμήμα στρατού και υποσχέθηκε ότι την άλλη μέρα, όλος ο στρατός
θα βρίσκεται στην απέναντι όχθη του ποταμού.
Ειρωνικά γέλια
υποδέχτηκαν την περίεργη πρότασή του και την τόσο τολμηρή του υπόσχεση. «Σε νόμιζα
για σοφό», του είπε ο Κροίσος, «δε φανταζόμουν, όμως, ότι είσαι τόσο τρελός.
Παρ’ όλ’ αυτό, θα σου δώσω όσους στρατιώτες θέλεις, γιατί είμαι περίεργος να δω
τι θα κάνεις».
Ο Θαλής πήρε
μαζί του τους στρατιώτες και προχώρησε προς τα πάνω, αντίθετα στην κοίτη του
ποταμού. Όταν έφτασε σε κάποιο σημείο που θεώρησε κατάλληλο, άρχισαν όλοι μαζί
να σκάβουν ένα βαθύ χαντάκι. Σκάβοντας όλη τη νύχτα κατάφεραν να ετοιμάσουν μια
καινούργια κοίτη στο ποτάμι, ώστε τα νερά του να πέφτουν σε μια κοντινή
χαράδρα. Δεν τους έμενε παρά να φράξουν το σημείο που ενώνεται η παλιά κοίτη με
την καινούρια, ρίχνοντας πέτρες, κλαριά, χώματα και ότι άλλο έβρισκαν πρόχειρο.
Τα ξημερώματα, η ροή του ποταμού είχε αλλάξει. Το πρωί, όταν ξύπνησαν οι στρατιώτες, έτριβαν τα μάτια τους από την κατάπληξη. Αλλά και οι στρατηγοί και ο ίδιος ο Κροίσος νόμισαν πως ονειρεύονται, όταν είδαν ότι το ποτάμι, που χθες ακόμη έτρεχε μπροστά τους και τους έφραζε το δρόμο, σήμερα έτρεχε πίσω τους. Είχαν μ’ άλλα λόγια περάσει το ποτάμι «εν μια νυχτί» και μάλιστα χωρίς καν να βρέξουν τα πόδια τους («αβρόχοις ποσίν»), όπως γράφει ο ιστορικός της εποχής εκείνης.
Αγρόν ηγόρασε
Η φράση “αγρόν
ηγόρασε” χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που αδιαφόρησε εντελώς, δεν
έδειξε κανένα ενδιαφέρον, π.χ. “Του το είπα, αλλά αυτός “αγρόν ηγόρασε”.
Η έκφραση
προέρχεται από τις παραβολές του Ιησού Χριστού, όπως αυτή αναφέρεται στο “Κατά
Λουκάν Ευαγγέλιον” (Κεφ. 14, 16).
Συγκεκριμένα,
σύμφωνα με την παραβολή του “μεγάλου
δείπνου”, κάποιος άνθρωπος παρέθεσε μεγαλοπρεπές δείπνο και έστειλε
τους υπηρέτες του να προσκαλέσουν σε αυτό κάποιους ανθρώπους. Οι προσκεκλημένοι
όμως προέβαλαν διάφορες δικαιολογίες για να το αποφύγουν. Ο πρώτος εξ αυτών
είπε ότι μόλις αγόρασε ένα χωράφι και πρέπει να το φροντίσει: “ο πρώτος είπεν
αυτώ αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν ερωτώ σε, έχε με
παρητημένον”
Αξίζει να σημειωθεί πως στην έκφραση διατηρείται η παρωχημένη χρονική αύξηση στο “ηγόρασε”.
Στην αρχαία
Ελλάδα, όταν άρχιζε κάποια μάχη, οι πολεμιστές έπεφταν πάνω στον αντίπαλό τους,
φωνάζοντας «αλαλά», λέξη που
δεν είχε κανένα νόημα, αλλά ήταν απλώς πολεμική κραυγή. Απ’ αυτό, ωστόσο, βγήκε
η λέξη «αλαλάζω» και η αρχαία
φράση «ήλόλαζον τήν νίκην», πράγμα που έκανε παλαιότερα τους γλωσσολόγους μας
να πιαστούν σε ομηρικούς καβγάδες, γιατί ο καθένας από αυτούς έδινε και τη δική
του ερμηνεία.
Ο αλαλαγμός
χρησιμοποιήθηκε και στους νεότερους πολέμους, τόσο για εμψύχωση των πολεμιστών,
ιδίως στις εφόδους, όσο και σαν επωδός της νίκης, αφού αντικαταστάθηκε η λέξη
«Αλαλά» με τη λέξη «Aέρα».
Αλλά ποιο ήταν
πάλι το γεγονός εκείνο που έκανε τη λέξη «Αέρα» να επικρατήσει σαν πολεμική
κραυγή;
Κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων
(1912-13), οι οβίδες του εχθρού, που χτυπούσαν εναντίον των οχυρωματικών θέσεων
του στρατού μας, δεν έφερναν σχεδόν κανένα αποτέλεσμα, εκτός από το δυνατό
αέρα, που δημιουργούσαν ολόγυρα οι εκρήξεις. Σε κάθε τέτοια, λοιπόν,
αποτυχημένη βολή, οι Έλληνες στρατιώτες - προπαντός όμως οι θρυλικοί Τσολιάδες-
φώναζαν όλοι μαζί «Αέρα!», θέλοντας με τον τρόπο αυτό να εκδηλώσουν τη χαρά
τους για την εχθρική αποτυχία (ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38
Συντάγματος Ευζώνων).
Η λέξη, όμως, «Αέρα» έγινε ένα πραγματικό σύμβολο κατά τον πόλεμο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και επικράτησε τότε και σ’ αυτούς ακόμη τους αντιπάλους μας. Είναι γνωστό, ότι σε πολλές μάχες, οι φασίστες έκαναν επιθέσεις φωνάζοντας «Αέρα», νομίζοντας ίσως ότι η κραυγή αυτή είχε…μαγικές ιδιότητες!
Ακόμα δεν
τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε
Ο Αγγελάκης Νικηταράς,
παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη
-που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά
για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα
«έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες.
Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να
πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με
δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του,
δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή
όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του
καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε
γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για
τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την…απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια
και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!
Αλά
μπουρνέζικα
Η
έκφραση "αυτά μου φαίνονται
αλαμπουρνέζικα" αποτελεί μια σύγχρονη δημώδη ελληνική έκφραση που
χρησιμοποιείται ευρύτατα προς χαρακτηρισμό ακατάληπτων εννοιών, φράσεων και
ασυναρτησιών στο λόγο. Χρησιμοποιείται επίσης και σε χαρακτηρισμό δυσανάγνωστων
γραφικών χαρακτήρων.
Πολλοί
νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο λέξεις.
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που μιλάνε ακόμα, σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των
Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου
στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε
μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά
μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.
Άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα αλλιώς
Η φράση αυτή ξεκίνησε
από παροιμία, αλλά έγινε παροιμιακή από το παρακάτω περιστατικό.
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος. Ο Μανώλης
Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην
τον συμπαθεί οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι,
αλλά αυτός δεν καταδεχόταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος.
Ήταν ποιητής,
ρήτορας και φιλόσοφος. Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ό,τι
του κατέβαινε.
Κάποτε, λοιπόν,
έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης τον πλησίασε και τον
ρώτησε, αν είχε το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη ... Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε
ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια, αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που
φορούσε κι έβαζε άλλα της ανθρωπιάς. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην
πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά φορούσε τα μέσα έξω. Ο κόσμος τον κοιτούσε
έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους από το στόμα του Μανώλη
Μπατίνου:
"
Άλλαξε η Αθήνα όψη,
σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ' την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι
Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς ".
Άλλα τα
μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
Ξέχωρα από τον άνθρωπο, ο λαγός έχει και έναν άλλον εχθρό, την κουκουβάγια. Και
οι διαφορές τους είναι ενοικιοστασιακές. Η κουκουβάγια φτιάχνει τη φωλιά της
συνήθως στα χαλάσματα των σπιτιών, ανάμεσα σε λιθιές, σε ακατοίκητα καλύβια.
Όταν, όμως, ζει στο δάσος, σπίτια δεν υπάρχουν κι έτσι δε διστάζει να κάνει με
το ζόρι έξωση στο λαγό. Σταμπάρει τη φωλιά του λαγού και σε κατάλληλη ευκαιρία
ορμάει, σκοτώνει το λαγουδάκι ή τα λαγουδάκια με το ράμφος και τα νύχια της και
κάθεται αυτή στο έτοιμο σπίτι. Όταν οι κυνηγοί, όμως, φτάσουν ακολουθώντας τ'
αχνάρια του λαγού ή με τη βοήθεια του σκυλιού τους, μπροστά στη φωλιά του λαγού,
τότε αντικρίζουν στη «μπούκα» δυο πελώρια γυαλιστερά μάτια, τα μάτια όχι του
λαγού, αλλά της κουκουβάγιας.
Αυτό που κάνει
όμως, η κουκουβάγια στο λαγό, φαίνεται ότι το κάνει και ο κούκος στην
κουκουβάγια. Λέγεται ότι «o κούκος μέλλων να γεννήση τα ωά του, διευθύνει με
ταχυτάτην πτήσιν εις φωλεάν γλαυκός, ήτις, τυφλώττουσα προς το ημερινόν ηλιακόν
φως, γίνεται περίφοβος εις την αιφνιδίαν προσβολήν του κούκου και παραχωρεί την
φωλεάν της. Τότε ο κούκος κυλίων και εκβάλλων εν των ωών εκείνης, γεννά και
αντικαθίστησι τα ιδικά του. Ή γλαύξ μετά την επιστροφήν αυτής επωάζει αυτά, ο
δε κούκος με την αυτήν ταχύτητα διώκει την γλαύκα εκάστοτε και τρέφει τα νεογνά
του, μέχρις ου πτερυγίσωσι και τον ακολουθήσωσιν». Γι' αυτό και οι αρχαίοι
είχαν μια σχετική παροιμία: «Άλλο γλαύξ, άλλο κορώνη φθέγγεται». Καθώς ,
επίσης, και αυτή που μεταχειρίζονται ακόμη σε πολλά μέρη της πατρίδας μας:
«Άλλο το κούμπαλο κι άλλο το δαμάσκηνο».
Άλλος
πλήρωσε τη νύφη
Στην παλιά Αθήνα του
1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη
Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το
μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας.
Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς
και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η κοπέλα,
που δεν αγαπούσε το νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν' ακολουθήσει τον εκλεκτό της
καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει.
Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν
κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ' ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε
κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο, έλεγε πως ο,τιδήποτε
κι αν συνέβαινε προ ή μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης "δε θα
ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες και τα τζοβαΐρια όπου
ανταλλάξασι οι αρρεβωνιασμένοι". Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο -
Φλαμής ήξερε από πριν, τι επρόκειτο να συμβεί γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο.
Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου,
έλεγαν ότι "άλλος πλήρωσε τη νύφη"
Αλλουνού
παπά ευαγγέλιο
Αυτή τη φράση την
παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία.
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλλονιάς, αγράμματος, πήγε να
λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για
πολύν καιρό.
Ο παπάς όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά
του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει.
Εδώ όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του
χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος.
Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας να λέει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του
Ασώτου.
Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε, «Τί μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν
είναι το σημερινό ευαγγέλιο!…»
«Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός, που κατάλαβε το λάθος του και προσπάθησε να
το «μπαλώσει» όπως όπως.
«Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…».
Από τότε έμεινε αυτή η παροιμιώδης φράση, με την οποία εννοούμε ότι κάτι είναι
άσχετο με κάτι άλλο, ή ότι κάποιος είναι αναρμόδιος για κάποιο θέμα.
Αναγκαίο κακό
Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ’ ένα στίχο του Μένανδρου (342-291 π.Χ.),που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «…εάν τις την Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ’ αναγκαίον κακόν». Δηλαδή: Εάν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον κακόν». Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε - ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω - την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό.
Απ’ έξω
και ανακατωτά
Τον Σεπτέμβριο του 1155, σ’ ένα μοναστήρι της
Κωνσταντινούπολης συνέβησαν τέτοια έκτροπα, που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου,
Εμμανουήλ Κομνηνός, διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές εκείνης
της εποχής. Έτσι, πολλοί τυφλώθηκαν, άλλοι εξορίστηκαν και άλλοι ρίχτηκαν στα
φοβερά κελιά των φυλακών του Επταπυργίου. Οι τελευταίοι, πέραν του εγκλεισμού
τους στην φυλακή, είχαν υποβληθεί και σε μια επιπλέον πρωτότυπη τιμωρία - μαρτύριο:
Κάθε μέρα, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά, είκοσι
ώρες το εικοσιτετράωρο!
Οι
φύλακες δεν τους άφηναν να πάρουν ανάσα και ουαί κι αλίμονο αν οι τιμωρημένοι
σταματούσαν τις προσευχές και τους ψαλμούς, έστω και για ένα λεπτό. Οι
προσευχές διαβάζονταν μέσα από μεγάλα και χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν οι
προσευχές τελείωναν, αντί οι φυλακισμένοι να αρχίσουν το βιβλίο από την αρχή,
ήταν υποχρεωμένοι να τις διαβάσουν απ’ το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα.
Απ’
αυτό το περίεργο γεγονός προέκυψαν και οι παροιμιώδεις φράσεις «του τα ‘ψαλα
απ’ την καλή και την ανάποδη» και «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά»*, που
σημαίνει σήμερα «γνωρίζω κάτι πολύ καλά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο
σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω
κι ανακατωτά.
●●● Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η φράση «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά», προέρχεται από την εκπαιδευτική διδασκαλία στα σχολεία του Βυζαντίου: Οι δάσκαλοι για να διαπιστώσουν αν οι μαθητές γνώριζαν καλά το αλφάβητο απ’ έξω και δεν το «παπαγάλιζαν» απλά, τους έδειχναν τα γράμματα ανακατεμένα και τους ζητούσαν να τα πουν.
Από
μηχανής Θεός
Με την φράση
«από μηχανής θεός» χαρακτηρίζουμε ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός, που με την
απροσδόκητη εμφάνισή του, δίνει μια λύση ή μια νέα εξέλιξη σε περίπτωση
αμηχανίας ή διλήμματος. Η καταγωγή της έκφρασης αυτής, ανάγεται στην αρχαία
ελληνική δραματική ποίηση και ειδικότερα στην τραγωδία. Συγκεκριμένα, σε
αρκετές περιπτώσεις ο τραγικός ποιητής οδηγούσε σταδιακά την εξέλιξη του μύθου
σ’ ένα σημείο αδιεξόδου, με αποτέλεσμα η εξεύρεση μιας λύσης να είναι πολύ
δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Τότε, προκειμένου το θεατρικό έργο να φτάσει σε ένα
τέλος, συνέβαινε το εξής: εισαγόταν στο μύθο ένα θεϊκό πρόσωπο, που με την
παρέμβασή του έδινε μια λύση στο αδιέξοδο και το έργο μπορούσε πλέον να
ολοκληρωθεί ομαλά.
Η έκφραση «ο από μηχανής θεός» καθιερώθηκε, επειδή αυτό το θεϊκό πρόσωπο
εμφανιζόταν στη σκηνή του θεάτρου με τη βοήθεια της «μηχανής», δηλαδή ενός
ξύλινου γερανού, ώστε να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά, ή καμιά φορά από
καταπακτή, εάν επρόκειτο για θεό του Άδη . Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για μια
περίπτωση επιφάνειας (θεϊκής δηλαδή εμφάνισης στους θνητούς), που συνέβαινε στο
τέλος μιας τραγωδίας, διευκολύνοντας τον τραγικό ποιητή να δώσει μια φυσική
λύση στο μύθο του έργου του.
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
Ο Βλαχογιάννης
Ο
Γιάννης Βλαχογιάννης (Άπαντα τόμ. 3) γράφει τα εξής: " Ίσαμε το σωτήριο έτος 1486 (που άνοιξε ο δρόμος της Καλής
Ελπίδας) τα μυρουδικά των Ινδιών, πιπέρια, γαρούφαλα, κανέλες και η άλλη
συντροφιά τους η μπαχαρική, είχε ένα μοναχό λιμάνι στη Μεσόγειο, κι αυτό ήταν η
Αλεξάντρεια και σ' αυτό πλήρωναν το κουμέρκι τους. εδώ ίσα - ίσα αρχίζει ο
μύθος, που επιμύθιο θα 'χει την παροιμία της Πόλης και την κανέλα της. Ένας
κάποιος έμπορος ή εφοπλιστής - συχνά οι δύο κάνουν ένα πρόσωπο, και Χιώτης
αυτός θα ήταν, αφού η μαρτυρία θέλει την παροιμία Χιώτικη και οι Χιώτες είναι
πονηροί μα και τρελοί, ποιος λίγο, ποιος πολύ, μπορεί να ' τανε και Γενοβέζος,
ή ό,τι άλλο θέλετε, πάντα όμως ναυτικός που πρώτη φορά έκανε το εμπόριο των
μπαχαρικών και πρώτη φορά έπιανε στο λιμάνι της Αλεξάντρειας, - με το καράβι
του φορτωμένο την Ινδιάνικη πραμάτεια του, φουντάρισε στη Χίο: με το αρίβο του,
ο κουμερκιάρης του νησιού (τελώνης) άνοιξε τ' αμπάρι, εξέτασε το φορτίο, είδε
απάνω - απάνω την κανέλα και κατάλαβε. ρώτησε αθώα τον καπετάνιο… "Από πού
έρχεσαι; Από την Πόλη;" Ο
Κουμερκιάρης γέλασε, γύρισε στους άλλους γύρω και είπε, σαν να το 'λεγε στον
εαυτό του: "Ορίστε, από την Πόλιν έρχομαι και στην Κορφή κανέλα". Ο
καπετάνιος, δηλαδή, για να γλιτώσει το τελώνιο της εισαγωγής από το εξωτερικό, τέλεια
άπειρος του Μεσογειακού εμπορίου, νιόβγαλτος θαλασσοπόρος, άπραγος πραματευτής,
καπετάνιος του γλυκού νερού, την έπαθε Χιώτικη. Μπορεί να ήτανε και Χιώτης,
καθώς είπα, που πρώτη φορά καταπιανόταν με εμπόριο των μπαχαρικών. Οι Χιώτες οι
τετραπέρατοι σ' αυτές τις δουλειές, θα γελάσανε με την καρδιά τους για το
πάθημα του ανόητου πατριώτη τους, κατάσχεση φορτίου και του καραβιού, ακόμη και
φυλάκιση".
"Ο Ι. Βαλαβάνης
προσπάθησε να την εξηγήσει τη φράση αυτή πλάθοντας ολάκερο μύθο, πως τάχα ένα
παλικάρι, γυρίζοντας από τα ξένα, έγραψε στην αγαπημένη του τα λόγια αυτά:
"Από την Πόλιν έρχομαι και στην κορφή καν' έλα".
Έτσι, ο
Γιάννης Βλαχογιάννης παραδέχεται, λοιπόν, πως η φράση είναι Χιώτικη και δεν
παραδέχεται την εξήγηση του Ιωακείμ Βαλαβάνη ("καν έλα"). Βγήκε,
λέει, από ιστορικό περιστατικό που λησμονήθηκε.
Οι Σταυροφόροι
Σύμφωνα με την
πρώτη, και για πολλούς επικρατέστερη, άποψη, η φράση δεν έχει καμία σχέση με το
διάσημο μπαχαρικό. Αναφέρεται στους Σταυροφόρους, οι οποίοι, όταν επέστρεφαν
από την κατακτημένη Κωνσταντινούπολη, καθόριζαν ως σημείο συνάντησης την κορυφή
κάποιου λόφου...
Δηλαδή, το νόημα είναι: “Έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να
έρθεις στην κορυφή“. Ως εκ τούτου, η φράση δεν είναι “κανέλα“, αλλά “καν’ έλα“.
Υποτίθεται ότι το “καν” χρησιμοποιείται με την έννοια του “κινάω”, δηλαδή
“ξεκίνα κι έλα“. Ή είναι η προστακτική του “κάνω”, το τελευταίο γράμμα της
οποίας ενώνεται με το “έλα”....
Ωστόσο, επειδή οι Σταυροφόροι δεν μιλούσαν ελληνικά, η εκδοχή αυτή έχει
μειωμένη αξιοπιστία....
Οι παλιννοστούντες
ναυτικοί
Σύμφωνα με τον
“πατέρα” της λαογραφίας στην Ελλάδα, Νικόλαο
Πολίτη, η φράση όντως λέγεται “επί λόγων ασυναρτήτων και μωρών”.
Αναφέρει σχετικά: “Φαίνεται, όμως, ότι η παροιμία αποτελούσε στίχο δημώδους
άσματος, ο οποίος, αφού παρανοήθηκε, έγινε παροιμιώδης και πήρε τη σημερινή
έννοια. Ταίριαζε δε τέτοιος στίχος σε άσμα παλινοστούντος ναύτου, ο οποίος
προσκαλούσε την ερωμένη του να ανέβει σε κάποια κορυφή και να αγναντέψει για να
δει το πλοίο που θα τον έφερνε στο λιμάνι της πατρίδας του: “Από την Πόλη
έρχομαι, και στην κορφή καν έλα!”. Και πράγματι δεν είναι ασυνήθιστο σε πολλά
νησιά της Ελλάδας να υποδέχονται οι γυναίκες των ναυτικών τους συζύγους τους
ανεβαίνοντας σε ύψωμα απ’ όπου έχουν θέα στο πέλαγος και μπορούν να δουν το
πλοίο πολύ πριν φτάσει λιμάνι
Το κανελόλαδο στα
μαλλιά
Μια ακόμη
εκδοχή, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εστία” το 1928, προτείνει ότι όσοι
έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη, επέστρεφαν φρεσκοκουρεμένοι και
παρφουμαρισμένοι με κανελόλαδο στα μαλλιά, στην κορφή του κεφαλιού....
Φράση χωρίς εξήγηση
Συμπληρωματικά,
κάποιοι υποστηρίζουν πως η φράση ενδεχομένως να μην έχει καμία λογική εξήγηση.
“Γιατί λοιπόν απαιτούμε να έχει λογική εξήγηση μια φράση που κοροϊδεύει την
ασυναρτηία του λόγου, την έλλειψη
λογικού ειρμού στη συζήτηση;“, είναι, με άλλα λόγια, το σκεπτικό....
Αυτό
επιβεβαιώνεται και από διάφορες παραλλαγές που συμπληρώνουν και ενισχύουν την
αίσθηση του ακατανόητου της φράσης όπως “…και βγάζω τα παπούτσια μου να μη
βραχεί η ομπρέλα“....
΄Αρες μάρες κουκουνάρες
Η Έκφραση προέρχεται
από αρχαίες Ελληνικές κατάρες. Στον ενικό η λέξη είναι Κατάρα Κατ - άρα
Με την πάροδο των χρόνων για λόγους καθαρά εύηχους και μόνο προσετέθη και το «Μ». Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα. Και έτσι στη νεότερη ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλαν και την «κούφια» ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες (κούφια δεν είναι τα κουκουνάρια;) και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση! την λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως ακούσαμε κάτι χωρίς νόημα και χωρίς ουσία!
Άρτζι, Μπούρτζι και λουλάς
Τι σημαίνει
αυτή η έκφραση που την χρησιμοποιούμε με την έννοια του άλλα αντί άλλων,
απόλυτου πανικού και ανοργανωσιάς ;
Ως συνήθως ξεχάστηκε στο διάβα του χρόνου η κυριολεκτική έννοια της φράσης και
μαζί η προέλευση και η ανάγκη που την έκανε να χρησιμοποιηθεί.
Ο καθηγ. Μπαμπινιώτης, πιστεύει ότι
προέρχεται από το μεσαιωνικό ουσιαστικό αρτσιβούριον,
κι’ αυτό από το αρμενικό arats-havoth,
μαντατοφόρος, αγγελιαφόρος. Λέει πως αναφέρεται στην πρώτη εβδομάδα του
Τριωδίου, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Αρμένιοι ακολουθούσαν μια αυστηρή
νηστεία. Όμως οι Βυζαντινοί, ως ορθόδοξοι, αντιμετώπιζαν με εχθρότητα αυτή την
Αρμένικη (Γρηγοριανή/ αιρετική) αίρεση των Αρτζιβουρίων.
Η λέξη κατέληξε
να είναι συνώνυμη με την αταξία και την πλήρη ακαταστασία, γιατί οι Βυζαντινοί
προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την καθιέρωση αυτής της νηστείας, το έκαναν με
πολλούς και συχνά παράλογους τρόπους με αποτέλεσμα να επικρατήσει σύγχυση.
!!!
Αργότερα λέει ο
καθηγητής στο αρτζιμπούρτζι προστέθηκε η λέξη λουλάς για να ενταθεί εκφραστικά
η σύγχυση !!!
Γιατί όμως διαλέχτηκε ο λουλάς και όχι κάποια άλλη λέξη π.χ τέντζερης ; Πως ο
αγγελιαφόρος arats-havoth συνδέθηκε με το Τριώδιο, έγινε αρτζιμπούρτζι και
απέκτησε το νόημα της ακαταστασίας; Άγνωστο !!!
●●● Μια άλλη
εκδοχή, θέλει το arquebus ή harkbus ή hackbut (ολλανδικό Πυροβόλο που χρησιμοποιήθηκε από τον 15ο ως
τον 17ο αιώνα. Ο γάντζος του, ήταν ένα απαραίτητο σιδερένιο δίχαλο σχήματος Υ,
στο οποίο ακουμπούσε το όπλο αρκεβούζιο για να σκοπεύσει σταθερά. Μήπως ο
γάντζος λεγόταν και "λουλάς" από το οθωμανικό lüle / σωλήνας ; (απ’
όπου και ο σωλήνας/ λουλάς του ναργιλέ).
Μήπως οι κακοπληρωμένοι μισθοφόροι, όταν έφευγαν από το στράτευμα έπαιρναν μαζί
τους τα αρκεβούζια και λουλάδες (οπλισμό τους) και έτσι δημιουργείτο οχλαγωγία,
ανταρσία και λέγανε: « αρκεβούζια και λουλάδες/ αρτζι μπούρτζι και λουλάς » τα
πήραμε και φύγαμε ;
●●● Επίσης, όταν ο Καποδίστριας είπε στους οπλαρχηγούς, που του ζητούσαν
χρήματα ότι τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, αυτοί ενοχλημένοι είπαν πως: «Αν
δεν μας δώσεις τα δέοντα, θα πάρουμε τα αρκεβούζια μας και το λουλά μας, θα τα
στήσουμε στο πέρασμα του Ναυπλίου και οποίος πλούσιους θα περνά, θα τον
ληστεύουμε και θα δημιουργήσουμε φασαρίες.
●●● Τέλος άλλη ετυμολογία/ παρετυμολογία θέλει κάποιο Πασά (τον Αλή;) ,
καθισμένο στο Παλαμήδι, έχοντας εμπρός του το Μπούρτζι και δεξιά του το Άργος
(Άρτζι), πίνοντας ραχατλίδικα ναργιλέ, να είπε: «Άρτζι, Μπούρτζι και λουλάς»
(Άρτζι = Άργος, Μπούρτζι = το γνωστό και λουλάς = ναργιλές). Δηλώνοντας έτσι
χαλαρότητα και ξεγνοιασιά.
Ας πάει
και το παλιάμπελο
«Τρέξατε, τρέξατε... Απόψε στο θέατρο, τη γυναίκα θα παίξει αληθινή γυναίκα».
Έτσι διαφήμισαν οι ντελάληδες την πρεμιέρα, του ιταλικού μελοδράματος «Λουκία
ντε Λαμερμούρ» του Ντονιτζέτι -στο πρώτο χτισμένο χειμερινό θέατρο της Αθήνας.
Ήταν Νοέμβριος
του 1840 στο θέατρο Μπούκουρα, επί Όθωνος. Μέχρι τότε τους γυναικείους ρόλους,
στα μπουλούκια, τους υποδύονταν άντρες. Όπως αναφέρει και ο Γιάννης
Βλαχογιάννης στην ιστορική του ανθολογία, είχε λίγες μέρες που εμφανιζόταν μία
περίφημη Ιταλίδα αοιδός - η Ρίτα
Μπάσσο -, φερόμενη στις εφημερίδες της Εποχής ως Βάσση και συνοδευόμενη
από τον χαρακτηρισμό " Μαγευτική Σειρήν ",η οποία, κυριολεκτικά,
ξετρέλαινε τους Aθηναίους κι έγινε αιτία πολλών επεισοδίων και στα ανώτατα τότε
στρώματα της κοινωνίας ακόμη.
Τέτοιος ήταν ο
σάλος που ξέσπασε στην πρωτεύουσα, που ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης στα
απομνημονεύματά του θα γράψει ανάμεσα στα άλλα, πως «νέοι και γέροι είχαν χάσει
τα χρηστά ήθη και η Ελλάς όδευε προς την καταστροφή».
Κατά την ώρα, λοιπόν, μιας παράστασης ακούστηκε από ένα θεατή η φράση: "Για σένα, κυρά μου ... ας πάει και
το παλιάμπελο". Ήταν μια αναφώνηση ενός απλοϊκού κτηματία της
Αττικής, που από τις τελευταίες σειρές εκδήλωνε τον ενθουσιασμό του,
θυσιάζοντας για χάρη της ωραίας ξένης πριμαντόνας ένα όχι και τόσο ... νόμιμο
αμπέλι της περιουσίας του, παράλληλα με τις ευγενικές προσφορές των
αριστοκρατών θεατών της πρώτης σειράς, που ήταν λουλούδια στην παράσταση και
κοσμήματα πανάκριβα μετά από αυτήν. Η φράση όμως αφού έφερε, τότε, το γύρο της
μικρής Αθήνας, αποθανατίστηκε ως τα σήμερα.
Όσο για τη Ρίτα Μπάσσο, εξαιτίας της είχε δημιουργηθεί σοβαρό επεισόδιο μεταξύ
του τότε δημάρχου Καλιφρονά
και του Άγγλου πρεσβευτή Λάιον.
Ο δήμαρχος, επειδή δεν τον κάλεσε ο πρεσβευτής, που έδινε χορευτική βραδιά, για
να τιμήσει την Ιταλίδα πριμαντόνα, θύμωσε και διέταξε την υπηρεσία απορριμάτων
να μην πάρει τα σκουπίδια της Πρεσβείας.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί ο αρχηγός του Αγγλικού κόμματος Αντρέας Λόντος, που αν και
«γέροφαφούτης», «παλάβωσε» και άρχισε να σκορπά την περιουσία του σε κάθε νάζι
της Ιταλίδας.
Χωρίς
περιστροφές ο στρατηγός Μακρυγιάννης έγραψε: «Παλάβωσαν οι γέροντες και οι
μαθητές πουλούν τα βιβλία τους και πάνε v' ακούσουν τη Ρίτα Μπάσσο. Το γέρο
Λόντο, που δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο του θεάτρου και
τον αφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι άλλα πισκέσια».
Ο Ανδρέας
Λόντος, ξημεροβραδυαζόταν στο θέατρο και καθώς δεν είχε δόντια, γινόταν
περίγελως φωνάζοντας "Μπλάβο Λίτα"!
Μια φορά τον
χρόνο, οι Ρωμαίοι, για να τιμήσουν την Αφροδίτη και τον Διόνυσο, γιόρταζαν μ’ έναν πολύ παράξενο τρόπο:
Κάθε 15 Μαΐου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες κι άρχιζε έναν «πόλεμο» με…αυγά
μελάτα!
Χιλιάδες αυγά ξοδεύονταν εκείνη την ημέρα για διασκέδαση κι ο κόσμος γελούσε
ξέφρενα. Τα γέλια αυτά, κάποιες φορές, εξακολουθούσαν για εβδομάδες ολόκληρες.
Στη γιορτή
αυτή, δεν έπαιρναν μέρος μόνο οι πολίτες, που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης,
αλλά κι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δέσποινες και
αυτοκράτορες καμιά φορά.
Π.χ. ο
αυγοπόλεμος ήταν μια απ’ τις μεγάλες αδυναμίες του Νέρωνα, που πετούσε αυγά
στους αξιωματικούς και στους ακόλουθους των ανακτόρων του, χωρίς να είναι η
ημέρα της γιορτής των αυγών.
Για κάποιο
διάστημα, η γιορτή αυτή, είχε γίνει δημοφιλής και στο Βυζάντιο. Αναφέρεται σε
αρκετά βυζαντινά κείμενα, με δυο-τρία λόγια όμως.
Έτσι, απ’ το
περίεργο αυτό έθιμο (που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων), έμεινε η
ερωτηματική φράση: «Αυγά σου καθαρίζουνε;».
Την λέμε δε, όταν βλέπουμε να γελά χωρίς προφανή λόγο κι αιτία.
Αυτός
χρωστάει της Μιχαλούς
...
Στα χρόνια του Όθωνα,
βρισκόταν σε κάποιο σοκάκι στο Ναύπλιο η ταβέρνα της Μιχαλούς. Παραδόπιστη και
εκμεταλλεύτρια, από τον καιρό που πέθανε ο άντρας της, είχε μια περιορισμένη
πελατεία, που τους έκανε πίστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του
οποίου έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός. Αλίμονο σε κείνον που δε θα ήταν
συνεπής, η Μιχαλού, κυριολεκτικά τον εξευτέλιζε. Ανάμεσα σε αυτούς τους
οφειλέτες ήταν και ένας ευσυνείδητος, που του ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την
εξοφλήσει, γιατί δεν είχε εκείνο τον καιρό δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε ο
άνθρωπος τους δρόμους παραμιλώντας.
Όταν κάνεις ρωτούσε να μάθει τι είχε ο άνθρωπος αυτός, απαντούσαν : « αυτός χρωστάει της Μιχαλούς ».
Ένας Οθωμανός
στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει.
Βρήκε, λοιπόν έναν συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα
να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει.
Την άλλη μέρα,
όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε
την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει.
Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα»
γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως
αυτό το γιαούρτι είναι, ό,τι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα.
Τούτο δε έγινε,
όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από
πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον
κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι
ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα.
Αλλά, όταν τον
άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με
το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το
σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα.
Όταν κάποιος
άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί
είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό
λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος».
Αυτή είναι μια από τις επικρατέστερες εκδοχές, απ’ την οποία έμεινε η φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», που την λέμε σήμερα, όταν κάποιος βγαίνει αλώβητος από μια δοκιμασία, μια δύσκολη περιπέτεια, ένα μπλέξιμο. Λέμε επίσης και «τον έβγαλε ασπροπρόσωπο», εννοώντας πως κάποιος δικαιώνει κάποιον άλλον που πίστεψε σ’ αυτόν.
Βράσε όρυζα
Φράση που
χρησιμοποιείτε όταν θέλουμε να εκφράσουμε πιο κόσμια την απογοήτευσή μας για
κάτι.
Η "ιστορία" της έχει ως εξής.
Στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, ένα ελληνικό τάγμα, που είχε προχωρήσει πολεμώντας
μέσα στο έδαφος της Βουλγαρίας, είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα του. Οι
στρατιώτες μας, όμως, πολεμούσαν θαρραλέα κι ολοένα προχωρούσαν.
Για το μόνο πράγμα που παραπονιόντουσαν ήταν η τροφή. Γιατί στη γρήγορη
προέλασή τους, δεν πήραν τίποτα άλλο μαζί τους, εκτός από μερικό σακιά ρύζι.
Έτσι πρωί, μεσημέρι, βράδυ, έτρωγαν ένα άνοστο λαπά, χωρίς αλάτι και βούτυρο.
Κάποτε όμως, μπήκαν σ' ένα χωριό, στο Λάμποβο (γενέτειρα των εθνικών ευεργετών
Ευάγγελου και Κωνσταντίνου Ζάππα). Εκεί έβγαλαν το άχτι τους. Πεινασμένοι καθώς
ήταν, έπεσαν στα κοτέτσια του χωριού και δεν άφησαν κότα για κότα.
Φυσικά γύρισαν αμέσως στα τάγμα τους κι ετοιμάστηκαν να τις σφάξουν και να τις
μαγειρέψουν. Μάγειρας του τάγματος ήταν τότε ένα κουτούτσικος φανταράκος, ο
Μανώλης Αναπλιώτης, που ετοίμαζε το καζάνι. Αλλά, τη στιγμή εκείνη,
παρουσιάστηκε ο διοικητής τους, ο αείμνηστος ταγματάρχης Αγγελάκης. Μόλις
έμαθε, ότι οι άνδρες του ετοίμαζαν να σφάξουν ξένες κότες, έγινε έξω φρενών και
διέταξε να τις επιστρέψουν αμέσως.
Όταν οι στρατιώτες του τον ρώτησαν τι θα φάνε, εκείνος γύρισε στο μάγειρα και
τον πρόσταξε:
Βράσε ρύζι, Μανώλη!
Γιάννης κερνάει,
Γιάννης πίνει
Τριπολιτσιώτης,
ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε
καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται
ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
Ο Θυμιούλας
έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος.
Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον
κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε,
τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά
τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον…δανείσει!
Κάποτε ωστόσο,
ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός
βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν
τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας
άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την
πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.
Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε
να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός
σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι,
γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας
κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα
παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα
στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να
τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να
μάθει, τι συμβαίνει.
- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε
ο προεστός του χωριού.
Όπως λένε, αυτή
η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και
η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν
αυλεί».
Για
ψύλλου πήδημα
Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ’ ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο - αν δεν πνιγόταν δηλαδή -τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ’ έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ’ όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή «βεντέτα» ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: «Για ψύλλου πήδημα».
Γκόμενα
Κυκλοφορούσε
ότι το "γκόμενα" είχε βγει μεταπολεμικά από τους ελλιμενισμούς των
αμερικάνικων πλοίων του 6ου στόλου, όπου έτρεχαν πολλές κυρίες να...
ανταλλάξουν πολιτισμικές εμπειρίες με τους ναύτες και τις αποκαλούσαν
(εξυβριστικά) γκόμενες (από το go
with men). Λανθασμένο, το επιβεβαιώνει ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο
Μπαμπινιώτης αλλά και το Μείζον Ελληνικό Λεξικό όπου λένε για τη σωστή εκδοχή.
Κατ' αρχήν η λέξη "γκόμενα" προϋπήρχε κατά πολύ του Β' Παγκοσμίου.
Γύρω στον Μεσοπόλεμο (1920 νομίζω ότι λέει ο Πετρόπουλος) είχε κυκλοφορήσει
στην Ελλάδα μία μπριγιαντίνη για τους
άνδρες (για τους νεότερους, μπριγιαντίνη ήταν ένα είδος σημερινού gel
για τα μαλλιά), Αργεντινής προέλευσης, που λεγόταν... Gomena.
Έβαζαν οι τότε νεαροί γόηδες την μπριγιαντίνη να βγούνε για σεργιάνι και το
όνομα... έμεινε.
«Βάζει gomena»
= «Πηγαίνει για γυναίκες» = «Πηγαίνει για γκόμενες»
Γλυκάθηκε
η γριά στα σύκα …
Πολλές φορές ακούμε τη φράση «γλυκάθηκε
η γριά στα σύκα».
Η παροιμία αυτή σημαίνει πως οι απολαύσεις είναι πάντοτε
επιθυμητές, ακόμα κι από ηλικιωμένους ανθρώπους.
Γιατί όμως τη λέμε και από πού προέρχεται;
Την
χρησιμοποιούμε όταν συνηθίζουμε κάτι ή μία κατάσταση και δεν μπορούμε πλέον να
το/ην αφήσουμε.
Δε μύρισα τα νύχια μου
Στην αρχαία Ελλάδα πριν αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί από τους θεατές έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον νικητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα υγρό, από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.
Δεν
έμεινε ρουθούνι...
Στον Μεσαίωνα επικρατούσε η συνήθεια να κόβουν οι νικητές στρατηγοί τα αυτιά
και τις μύτες των εχθρών τους, που είχαν πέσει στις μάχες...Αυτά τα
''τρόπαια'', τα έβαζαν μέσα σε σάκους και τα έστελναν στο κέντρο, για να γίνει
γνωστό το μέγεθος της νίκης..!
Ο χρονικογράφος
Γεώργιος Κερδηνός αναφέρει πως ο στρατηγός Γεώργιος Μανιακής, αφού σκότωσε
πολλούς Άραβες: ''Χιλίους απ' εμπρός εσκότωσεν και μύριους απ΄ οπίσω, εννιά
κοφίνα φόρτωσεν ωτία και μυτία..''
Δηλαδή δεν έμεινε κατ' αυτόν τον τρόπο άκοφτο ρουθούνι...Έτσι εξηγείται η σημερινή φράση: ''δεν έμεινε ρουθούνι...'',ενώ στην Μυτιλήνη λένε ''δεν έμεινε μύτη''...
Δεν ιδρώνει το αυτί του
Την φράση αυτή την χρωστάμε στον πατέρα της Ιατρικής τον Ασκληπιό. Όταν κάποια νεαρή τον ρώτησε, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να κάνει τον νεαρό που της άρεσε να την αγαπήσει, αυτός απάντησε : «Να τον κλείσεις σ’ ένα πολύ ζεστό δωμάτιο, την συμβούλευσε, και αν ιδρώσουν τ αφτιά του, θα σ αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν, μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «δεν ιδρώνει τ’ αυτί του», που τη λέμε συνήθως, για τους αναίσθητους και αδιάφορους.
Διέβη τον
Ρουβίκωνα
Ρουβίκων
(Rubico) είναι το λατινικό όνομα ενός μικρού ποταμού στη βόρεια Ιταλία που
χυνόταν στην Αδριατική θάλασσα.
Στη ρωμαϊκή εποχή, κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο, ο νόμος απαγόρευε στους Ρωμαίους
στρατηγούς να τον διαβούν με τις λεγεώνες τους. Το μέτρο αποσκοπούσε στο να
αποτρέψει την είσοδο στρατού στην Ιταλία, επομένως και το ενδεχόμενο
πραξικοπήματος ή εμφυλίου πολέμου.
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ το 49 π.Χ. αποφάσισε να τον περάσει, πριν συγκρουστεί με
τον Πομπήιο, αναφώνησε την περίφημη ιστορική φράση "Ο κύβος ερρίφθη"
(alea jacta est).
Η φράση "διέβη τον Ρουβίκωνα" αναφέρεται σε ανθρώπους που εν γνώσει
τους λαμβάνουν μια ριψοκίνδυνη απόφαση χωρίς επιστροφή.
Δίνω τόπο στην οργή.
Δώσε τόπο της
οργής, φράση που την βρίσκουμε στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (718): «είκε θυμώ
και μετάστασιν δίδου». Αυτά τα λόγια λεει ο Αίμωνας στον πατέρα του τον Κρέοντα
, που επιμένει να τιμωρήσει την Αντιγόνη, γιατί δεν υπάκουσε στη διαταγή του
και έθαψε τον αδελφό της Πολυνείκη. «Είκε» σημαίνει υποχώρησε, «θυμώ και» αντί
«και θυμώ μετάοτασιν δίδου» , δηλαδή, και άλλαξε γνώμη, δηλαδή, δώσε τόπο στην
οργή.
Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου (847) λεει η θεά Αθηνά στο Χορό (των Ευμενίδων): «οργάς ξυνοίσω σοι γεραιτέρα γαρ ει». Η λ έξη οργή έχει και τη σημασία: διάθεσης, των αισθημάτων, όπως κι εδώ «θα δώσω τόπο στην οργή», θα υποχωρήσω και θα ανεχθώ τις διαθέσεις σου (ξυνοίσω που σημαίνει συνοίσω , μέλλων του συμφέρω, εδώ ανέχομαι, συγχωρώ, υπομένω), γιατί είσαι γεροντότερη (Ευριπ. Ελ. 80, Απόσπ. 31) «οργή είκειν» κ.ά.
Δυο
γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα
Κατά μία εκδοχή
που φαίνεται, πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση «Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε
ξένον αχυρώνα», την είπε ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν
βρισκόταν στη Ζάκυνθο (πριν αρχίσει η επανάσταση).
Τότε άκουσε,
πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης - αυτοκράτορας της Γαλλίας - μάλωνε με τον τσάρο της
Ρωσίας, για το ποιος από τους δυο θα έπαιρνε την Πολωνία.
- Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης.
Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική
ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δυο Μεγάλοι, ποιος θα την πάρει.
- Δυο ψυχικοί
(γάιδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε τότε ο Κολοκοτρώνης.
Αν κι ο πρώτος που είπε αυτή τη φράση, μάλλον δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός, τουλάχιστον, μας την έκανε γνωστή.
Έβαλε το
κεφάλι του στον ντορβά...
Ο ντορβάς είναι το σακούλι μέσα στο οποίο οι χωρικοί έβαζαν διάφορα πράγματα.
Στην Βυζαντινή εποχή όταν οι νησιώτες έπιαναν κάποιον ληστή, εγκληματία, πειρατή,
του έκοβαν το κεφάλι, το έβαζαν μέσα σε έναν ντορβά, παστωμένο, για να μην
μυρίζει άσχημα όταν αρχίσει να σαπίζει και το έστελναν στην Κωνσταντινούπολη.
Το έθιμο αυτό
έμεινε αργότερα και επί τουρκοκρατίας, αλλά και στα πρώτα ελληνικά χρόνια μετά
από την Επανάστασή, περίοδος που υπήρχαν πάρα πολλοί ληστές. Όταν ο
επικηρυγμένος σκοτωνόταν από άλλο άτομο, αυτός του έκοβε το κεφάλι, το έβαζε σε
ντορβά (ντορβάς=μικρός σάκος στα τούρκικα),το παρέδιδε στις Αρχές κι έπαιρνε
την επικήρυξη, ή αν ήταν και ο ίδιος ληστής μπορούσε να πάρει αμνηστία...
Για να
επικηρυχθεί λοιπόν κάποιος, σήμαινε πως εκτέθηκε τόσο πολύ απέναντι στις Αρχές,
τόσο, που να καταντήσει το κεφάλι του, να μπει στον ντορβά στην περίπτωση που
τον έπιαναν.
Η έκφραση
λέγεται συνήθως σήμερα για κάποιον που τα παίζει όλα για όλα...
Έγινε βούκινο
Το βούκινο ήταν
ένα μουσικό όργανο που χρησιμοποιούνταν ακόμα και σε μάχες κι ο ήχος του ήταν
τόσο δυνατός που μπορούσε να φτάσει πολύ μακριά. Όπως συμβαίνει και με κάθε
μυστικό, που τελικά μαθεύεται.
Η φράση χρησιμοποιείται για να
δείξει ότι ένα μυστικό που δεν έπρεπε να μαθευτεί, διαδόθηκε παντού....
Το βούκινο χρησιμοποιούσαν αρχικά οι αρχαίοι Έλληνες. Οι Βυζαντινοί το εξέλιξαν
και έμοιαζε με τις σημερινές σάλπιγγες. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως σε μάχες,
καθώς ήταν ένα όργανο που παρήγαγε πολύ δυνατό θόρυβο και ο ήχος του έφτανε
παντού, όπως παντού φτάνουν και τα μυστικά, όταν τα προδώσει έστω
ένας…...
Έγινε
γλέντι τρικούβερτο
Δηλαδή, έγινε γλέντι εξαίσιο, υπέροχο.
Αυτή η φράση
προέρχεται από τα μεγάλα καράβια.
Αυτά είχαν τρεις κουβέρτες (καταστρώματα). Έτσι στη φράση μας για να δηλώσουμε
ότι το γλέντι μας ήταν μεγάλο, το παρομοιάσαμε με το μεγάλο καράβι που είχε
τρεις κουβέρτες. Άρα θα ήταν πολύ μεγάλο.
Έγινε στο πι και φι
Τα
σχολεία του Μεσαίωνα ήταν αληθινά καταναγκαστικά έργα. Οι δάσκαλοι ήταν
αυστηροί σε αφάνταστο βαθμό. Πολλά παιδιά, μάλιστα, τρελαίνονταν από τα
χτυπήματα, όπως ο γιος του Βυζαντινού χιλίαρχου Φριλάκη. Τέτοια όμως ήταν η
αγανάκτηση του πατέρα του, που μπήκε μια μέρα μέσα στο
σχολείο και τρύπησε το δάσκαλο με το σπαθί του. Για την πράξη αυτή ο χιλίαρχος,
παρόλο που ήταν αγαπητός φίλος του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, καταδικάστηκε
στην τιμωρία της τύφλωσης. Οι δάσκαλοι της εποχής εκείνης, ήταν παντοδύναμοι
και κανείς δεν μπορούσε να τους πειράξει. Όταν μάθαιναν στα παιδιά τα χειλόφωνα
σύμφωνα – δηλαδή το πι, το βήτα και το φι – τους έλεγαν ότι έπρεπε να τ’
απαγγέλλουν γρήγορα και με καθαρή άρθρωση. Οι μαθητές όμως, από τον τρόμο τους
σάστιζαν και δεν μπορούσαν να τα προφέρουν, όπως έπρεπε. Φυσικά, το αποτέλεσμα
ήταν να τρώνε ξύλο της χρονιάς τους.
2η ερμηνεία
H έκφραση προέρχεται από τον Μεσαίωνα και τα γράμματα πι και φι είχαν αρνητική
έννοια. Το «π» ήταν το αρχικό τη λέξης παλούκι
με το οποίο πραγματοποιούταν ο ανασκολοπισμός, δηλαδή το παλούκωμα και το «φ»
ήταν το αρχικό της λέξης φούρκα
δηλαδή η αγχόνη. Όσοι καταδικάζονταν σε θάνατο οδηγούνταν στο Πι και στο Φι με
συνοπτικές διαδικασίες, δηλαδή σε παλούκωμα ή σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Η λέξη «απαγχονισμός» προέρχεται από το ρήμα
«άγχω» που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «σφίγγω στο λαιμό». Από αυτό το ρήμα
προέρχεται και η λέξη «άγχος» που είναι η ψυχολογική πίεση που νιώθουν οι
άνθρωποι από το βάρος των υποχρεώσεών τους.
Είναι τύπος και υπογραμμός
Φαίνεται ότι για να βρούμε
τη ρίζα της πρέπει να φτάσουμε στα βυζαντινά χρόνια και συγκεκριμένα στον
τρόπο με τον οποίο γινόταν η εκπαιδευτική διαδικασία στο Βυζάντιο. Εκεί όπου
δινόταν μεγάλη έμφαση στην καλλιγραφία των μαθητών η οποία θεωρούνταν βασική
για τη μόρφωσή τους.
Έτσι, στις
μικρές τάξεις, υπήρχε μία συγκεκριμένη διαδικασία κατά την οποία ο
δάσκαλος, όταν πρωτομάθαινε τους νεαρούς μαθητές του τη γραφή, έπαιρνε
πρώτα μία πλάκα και έγραφε λέξεις, φράσεις οι προτάσεις βάζοντας όλη την τέχνη
του στην καλλιγραφία. Αυτό λεγόταν «τύπος».
Αφού, λοιπόν,
είχε γράψει τις λέξεις που λειτουργούσαν ως πρότυπο, τραβούσε μία γραμμή και
από κάτω ο μαθητής καλούνταν να αντιγράψει ο μαθητής κάτω από το υπόδειγμα του
δασκάλου του. Η προσπάθεια του μαθητή λεγόταν «υπογραμμός» ακριβώς γιατί γραφόταν κάτω από την
υπογράμμιση.
Έτσι, τελικά
γεννήθηκε η φράση «τύπος και υπογραμμός» η οποία σήμερα ουσιαστικά δηλώνει
τον άνθρωπο που φέρεται σε όλα άψογα.
Αν θέλουμε να φτιάξουμε μία εικόνα, αυτόν που παίρνει έναν ηθικό κώδικα και τον μεταγράφει τέλεια στην καθημερινή τους ζωή και δραστηριότητα.
Έμεινε στήλη άλατος
έμεινε εμβρόντητος, άφωνος και ακίνητος από τη μεγάλη έκπληξη. Αρχή είναι η βιβλική ιστορία του Λωτ και της γυναίκας του, η οποία, παραβαίνοντας τη θεϊκή εντολή, στράφηκε να δει τα φλεγόμενα Σόδομα και Γόμορα: "και επέβλεψεν η γυνή αυτού εις τα οπίσω και εγένετο στήλη αλός" (Γέν. 19.26). 'Οπως φαίνεται και από την ελαφρά μεταβολή, η φρ. εισήχθη στην κοινή γλώσσα από το σχολείο και όχι από την εκκλησία
Ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη
Σ’ έναν από
τους μύθους του Αισώπου διαβάζουμε, πως ένας άσωτος και σπάταλος νέος, αφού
έφαγε όλη του την περιουσία, δεν του είχε απομείνει παρά ο καινούριος του
χονδρός εξωτερικός μανδύας. Κάποια μέρα, λοιπόν, που τυχαία είδε ένα χελιδόνι
να πετάει έξω από το παράθυρό του, φαντάστηκε πως ο χειμώνας είχε περάσει και
πως ήρθε πια η άνοιξη. Πούλησε τότε και το μανδύα σαν αχρείαστο.
Αλλά το χειμωνιάτικο κρύο είχε άλλη γνώμη και ξαναγύρισε την άλλη μέρα πιο τσουχτερό. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη φράση αυτή με τα λόγια: « μία χελιδών έαρ ου ποιεί». Κατά τον Αριστοτέλη: «Το γάρ έαρ ούτε μία χελιδών ποιεί ούτε μία ημέρα». Επίσης, συγγενική είναι η φράση: «Μ’ ένα χελιδόνι, καλοκαίρι δεν κάνει, ούτε μια μέλισσα μέλι» και «μ’ ένα λουλούδι καλοκαίρι δε γίνεται».
Ες αύριον τα σπουδαία
Αυτή η
παροιμιακή φράση είναι του Πλουτάρχου, από το βίο του Πλουτάρχου που αναφέρεται
στον Πελοπίδα.
Βρισκόμαστε στο
379 π.Χ.
Ο Θηβαίος
στρατηγό Αρχίας (4ος αι.
π.Χ.), φίλος των Σπαρτιατών, σε ένα συμπόσιο έλαβε ένα γράμμα, που περιείχε την
πληροφορία ότι κινδύνευε από τους δημοκρατικούς και τον Πελοπίδα που είχε
επιστρέψει στη Θήβα από την Αθήνα κρυφά.
Ο Αρχίας, πάνω
στο γλέντι και μέσα στη χαρά του, πάνω στη μέθη της δύναμής του και της
εξουσίας, αμέλησε να το ανοίξει. Αντί να ανοίξει την επιστολή και να τη
διαβάσει, την έβαλε στην άκρη λέγοντας «εις
αύριον τα σπουδαία», δηλαδή αύριο θα διαβάσω τα σημαντικά πράγματα που
περιέχει αυτή η επιστολή. Αυτό ήταν και το λάθος του. Σε λίγο δολοφονήθηκε και
αυτός και οι φίλοι του.
Έφαγε το
ξύλο της χρονιάς του...
Στο Μεσαίωνα,οι περισσότεροι μαθητές προτιμούσαν να το σκάνε από τις τάξεις
τους, παρά να πηγαίνουν στα μαθήματά τους. Οι δάσκαλοι πάλι, ήταν σωστοί
δεσμοφύλακες. Όταν ένας μαθητής δεν ήξερε ν' απαντήσει σε μια ερώτηση, δενόταν
χειροπόδαρα και μεταφερόταν στα υπόγεια του σχολείου, όπου έκανε συντροφιά με
τους ποντικούς...! Άλλοτε πάλι τον έγδυναν και τον άφηναν ώρες στο κρύο. Στην
πρώτη σειρά ήταν το ξύλο. Με κάτι ειδικές βέργες, ο δάσκαλος έπιανε το παιδί, τού
έβγαζε τα παπούτσια και το χτυπούσε κάτω από τις πατούσες. Τα απάνθρωπα αυτά
μαρτύρια, γίνονταν σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης. Στην Αγγλία καταργήθηκαν
μόλις τον 18ο αιώνα...Γι' αυτό όμως και ο κόσμος έμεινε αγράμματος...
Τα παιδιά
προτιμούσαν να το σκάνε όχι μόνο από τα σχολεία αλλά και από τα σπίτια τους.
Στο τέλος καταντούσαν κλέφτες, αλήτες και πολλές φορές εγκληματίες...Στο
Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά έδερναν κι
αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά τον χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο που
σταματούσαν τα μαθήματα -για να ξαναρχίσουν πάλι τον Σεπτέμβριο - κάθε μαθητής
ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο για να φάει.. το ξύλο του!
Έτσι είχαν την εντύπωση ότι τον ένα μήνα που θα έλειπαν από το σχολείο θα ήταν φρόνιμοι... Απ΄ αυτό βγήκε η φράση: ''Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του'' ,που την λέμε φυσικά όταν κάποιος τις έφαγε για τα καλά...!!!
Έφαγε τον αγλέουρα
Αγλέουρας (ελλέβορος ο
κυκλόφυλλος) Ο αγλέουρας (συναντάται και ως «αγλέορας»,
«αγκλέορας» και «αγκλέουρας») είναι δηλητηριώδες φυτό και ετυμολογικά αποτελεί
παραφθορά τού αρχαιοελληνικού «ελλέβορος» (ελλέβορος => ελλέβορας =>
αλλέβουρας => αλλέουρας => αγλέουρας) που αποτελεί και την επιστημονική
του ονομασία (στην καθομιλουμένη λέγεται «γαλατσίδα»,
ενώ άλλες κοινές ονομασίες του είναι «σκάρφι», «κάρπη», «καρπί» κ.ά).
Από τα ένδεκα είδη ελλέβορου που υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα
φυτρώνει μόνο ο «ελλέβορος ο κυκλόφυλλος» (Helleborus cyclophyllus). Τον
βρίσκουμε στα ξέφωτα των ορεινών δασών, τα άνθη του έχουν χρώμα ανοιχτό
κιτρινοπράσινο και εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη, μετά το λιώσιμο των χιονιών.
Ο ελλέβορος είναι φυτό ποώδες και πολυετές, έχει ελάχιστα φύλλα, αλλά βγάζει
ωραιότατα λουλούδια.
Όπως τα περισσότερα δηλητήρια, χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, αν
και σήμερα έχει περιορισμένη χρήση. Το έδιναν οι πρακτικοί γιατροί (σε σκόνη ή
επίθεμα) για δερματικές παθήσεις, επιληψία, μελαγχολία και για…μανιακές
καταστάσεις. Τη χρήση του για τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, την είχαν
επινοήσει και οι αρχαίοι Έλληνες. Λένε μάλιστα, πως ο ποιμένας και μάντης
Μελάμπους (Μαυροπόδης) παρατήρησε ότι οι κατσίκες του, που έτρωγαν από αυτό το
φυτό, γινόντουσαν πολύ ήσυχες. Το περίεργο σ’ αυτήν την ιστορία είναι, πως ο
Μελάμπους τόλμησε να χρησιμοποιήσει το φυτό και στην κόρη του Πρωτέα, που έπασχε από μανία
αθεράπευτη και το αποτέλεσμα ήταν να γίνει καλά. Από τότε, μάλιστα, έμεινε
στους αρχαίους η φράση: «δείται
ελλεβόρoυ», δηλαδή κάτι παρόμοιο με το δικό μας: «είναι για δέσιμο». Με το φυτό αυτό, σύμφωνα με τον μύθο, ο
Μελάμπους θεράπευσε και τις κόρες του βασιλιά του Άργους Προίτου (Προιτίδες),
που είχαν πάθει παράκρουση και νόμιζαν πως ήταν αγελάδες (μοσχίδες) και στη
συνέχεια πήρε για σύντροφό του μια από αυτές. Οι πηγές μάς πληροφορούν ότι οι
αρχαίοι ρήτορες έτρωγαν μικρές ποσότητες του φυτού για την τόνωση της μνήμης
τους κατά τη διάρκεια της ομιλίας τους, εξ ου και η έκφραση «ελλεβορίζειν».
Ο ελλέβορος έχει πικρή και στυφή γεύση, ενώ και μόνο η οσμή του μπορεί να
προκαλέσει ναυτία και δυσφορία. Σε μεγάλη δόση προκαλεί εμετό, διάρροια, πόνους
στα πεπτικά όργανα, παράλυση και τελικά τον θάνατο.
Η παροιμιώδης έκφραση «έφαγε τον αγλέουρα», πιστεύεται ότι προέκυψε λόγω της
σχετικής δυσφορίας που προκαλείται μετά από την υπερβολική κατανάλωση φαγητού,
παρόμοιας δηλαδή μ’ αυτής που προκαλείται απ’ την χρήση του αγλέουρα.
●●● Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο συσχετισμός αυτός προέρχεται από την συνήθεια των Βυζαντινών να κάνουν χρήση του αγλέουρα για να προκαλέσουν εμετό και να ξαλαφρώσουν το στομάχι από το πολύ φαγητό.
Έφαγε / ήπιε τον άμπακο
Πάρα
πολύ. 'Αμπακος (αντιδάνειο μέσω του ιταλ. abbaco) είναι ο αρχαίος άβαξ, το πινάκιο για τους
λογαριασμούς. 'Αμπακος ονομάστηκε επίσης, από τον λαό, το πρώτο ελληνικό βιβλίο πρακτικής αριθμητικής, του Εμμ. Γλυνζωνίου,
που τυπώθηκε επί τουρκοκρατίας και εθεωρήθη ότι περικλείει το άπαν της σοφίας,
εξ ου και η παλιά έκφραση "ξέρει τον άμπακο". Σιγά-σιγά, η λέξη
άμπακος προσέλαβε τη σημασία της μεγάλης ποσότητας γενικώς (π.χ. "του
έψαλε τον άμπακο") και τελικά περιορίστηκε στη μεγάλη ποσότητα φαγητού ή
πιοτού.
‘Εφαγα χυλόπιτα
Γύρω
στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος
ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους. Επρόκειτο
για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν
αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη
θαυματουργή πίτα - και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.
Έχασε η
μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
Η φράση ξεκινάει και
γίνεται πολύ γνωστή από το παρακάτω τραγούδι, που γράφτηκε για το θρήνο της
Πόλης:
«Τ’ απάνω βήμα πάρθηκεν. Το κάτω ποκοιμάται.
Το μεσακό εστράγγισε, παιδιά, πάρθην η Πόλη.
Πήραν την Πόλη! Πήραν την! Πήραν και την Ασία.
Πήραν και την Άγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι.
Με τετρακόσια σήμαντρα, με εξήντα καλογέρους.
Κλαμμός, θραμμός, που γένηκε εκείνην την ημέρα !
Έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»
Όταν έπεφτε μια πόλη, ύστερα από μεγάλη πολιορκία, οι στρατιώτες που έμπαιναν
μέσα νικητές λαφυραγωγούσαν (έπαιρναν σαν λάφυρα) αντικείμενα, αλλά και παιδιά
και γυναίκες, που τους πουλούσαν, και το κέρδος τους ήταν πολύ μεγάλο. Αλλού
μαζεύανε τους άντρες, αλλού τις γυναίκες και αλλού τα παιδιά, που, κλαίγοντας,
φωνάζαν τους γονείς τους.
¨Εχει ντούγκλας το μουστάκι
Δεν ξανακάνω
φυλακή
με τον Καπετανάκη
που ‘χει ντούγκλα στο μουστάκι
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε.
Τη δόλια τη
μανούλα μου
την πότισες φαρμάκι,
αχ, εσύ Καπετανάκη.
Τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια.
Ξυπνώ και βλέπω
σίδερα,
στη γη στερεωμένα
τα παιδάκια τα καημένα
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε.
Έχει ντούγκλα στο μουστάκι, όπως ακούγεται στο τραγούδι; Και τι
είναι η ντούγκλα;
Εκ πρώτης όψεως
τέτοια λέξη δεν υπάρχει και εύλογα κάποιοι που ακούνε το τραγούδι
νομίζουνε ότι λέει “μπούκλα” στο μουστάκι, δηλαδή φουντωτό μουστάκι. Αλλά αυτό
είναι παράκουσμα.
Έχει
υποστηριχτεί ότι υπήρχε στη δεκαετία του 1930 ένα καλλυντικό για τα
μουστακια, μάρκας Douglas, το
οποίο οι Έλληνες, σε μια εποχή όπου ελάχιστοι ήξεραν αγγλικά το διάβαζαν
γαλλοπρεπώς, Ντούγκλας. Οπότε ο Καπετανάκης είχε βάλει αλοιφή “Ντούγκλας”
στο μουστάκι του.
Πράγματι τον
παλιό καιρό, που όλοι σχεδόν είχαν μουστάκια, υπήρχαν ειδικές αλοιφές για
την περιποίησή τους. Ο γενικός όρος για την αλοιφή του μουστακιού ήταν “μαντέκα”. Ωστόσο, η εκδοχή αυτή
προσκρούει στο ότι δεν υπάρχουν τεκμήρια για την ύπαρξη μάρκας Douglas.
Όμως το όνομα
Douglas, Ντάγκλας, συνδέεται με άλλον τρόπο με το μουστάκι.
Υπάρχει, βλέπετε,
ο αρχαίος κινηματογραφικός αστέρας Ντάγκλας
(γαλλιστί Ντούγκλας) Φέρμπανξ
(Douglas Fairbanks, 1883-1939) που πρωταγωνίστησε σε θρυλικές ταινίες, όπως
ο Κλέφτης
της Βαγδάτης. Το διάσημο μουστάκι του, επονομασθέν «μουστάκι ντούγκλα(ς)»
ήταν ψιλό ψιλό μουστακάκι, ποντικομούστακο (σαν του Μανόλη Χιώτη). Φαίνεται πως
και ο Καπετανάκης είχε “ντούγκλας το μουστάκι”, που ακούγεται ακριβώς όπως και
το “ντούγκλα στο μουστάκι”.
Ότι το μουστάκι
του Ντάγκλας Φέρμπανξ ήταν διάσημο, το ξέρουμε από πολλές αναφορές κειμένων της
εποχής. Μάλιστα, στο βιβλίο Cultural journeys into the Arab world, παρατίθενται
αναμνήσεις κάποιου ο οποίος θυμάται “that was the preferred type
of moustache in those days, the Douglas”.
Για να τα λέμε όλα, δεν είναι απολύτως βέβαιο τι είδους μουστάκι ήταν το “Ντούγκλας”.
Η καρδιά σου είναι πέτρα
Τη φράση
αυτήν την πρωτοβρίσκουμε στον Όμηρο. Πριν να πεθάνει ο Έκτορας, λέει στον
Αχιλλέα: « Η καρδιά σου είναι από πέτρα. Να θυμάσαι, λοιπόν, πως εξαιτίας μου
οι θεοί θα είναι οργισμένοι εναντίον σου, την ημέρα που ο Πάρις και ο Απόλλων,
παρ’ όλη τη γενναιότητά σου, θα σε σκοτώσουν δίπλα στις Σκαιές Πύλες».
Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα
Μια έκφραση που
την ακούμε από παιδιά, όταν θέλανε να βάλουν ένα φρένο στις συνεχείς απορίες
μας κι ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται συχνά κι από πολλούς. Τη λέμε συνήθως
για τους ανθρώπους που ‘ναι ίσως κάπως αδιάκριτοι και μας βομβαρδίζουν με
ερωτήσεις που μάλλον δε θέλουμε και πολύ να απαντήσουμε.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε το 1598 στη θεατρική κωμωδία του Ben Jonson “Every Man in His Humour” ως “Helter skelter, hang sorrow, care will kill a cat, up–tails all, and a pox on the hangman”. Λέγεται πως η αλλαγή απ’ το care σε curiosity έγινε πρώτη φορά σε μία Ιρλανδική εφημερίδα το 1868. Οι γάτες, γενικά, εξετάζουν λεπτομερώς μια κατάσταση πριν δράσουν και κάπως έτσι φαίνεται να έγινε η σύνδεση.
Θα σε συγυρίσω
Στα
πολύ παλιά τα χρόνια, κατά τη διαπόμπευση κουρεύανε τον «αμαρτήσαντα», τον
έκαναν δηλαδή «κουτρούλη» (από την κούτρα, που θα πει κεφάλι) και ύστερα άρχιζε
η περιφορά του στους δρόμους και τις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων, την
Κωνσταντινούπολη.
Όπου περνούσε γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο. Του πετούσαν σάπια φρούτα, του
κρεμούσαν στον λαιμό κουδούνια, ενώ χτυπούσαν και τις καμπάνες για να τον...
υποδεχθούν. Η περιφορά του αυτή λεγόταν συγύρισμα, ενώ από τη λέξη αυτή βγήκε
και η φράση «Θα σε συγυρίσω».
Μάλιστα, υπήρχε ακόμη και η συνήθεια να χορεύουν γύρω από τον «αμαρτήσαντα»
κρατώντας μαντίλια, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ανάλογη με εκείνη του
πανηγυριού ή του γάμου.
Θα στις
βρέξω - Θα φας ξύλο με βρεγμένη σανίδα
"Κάθισε ήσυχα,
γιατί θα σ' τις βρέξω", λέει απειλητικά η μητέρα στο παιδί της που δεν κάθεται
φρόνιμα. Άλλος πάλι λέει: "του τις έβρεξα για τα καλά", δηλαδή τον
ξυλοκόπησα πολύ.
"Θα σου τις βρέξω σημαίνει", ότι θα του καταφέρω χτυπήματα βροχηδόν.
Κατά τον Φ. Kουκουλέ όμως, η φράση πρέπει να ερμηνευτεί έτσι, "Θα σου τις
βρέξω τις ξυλιές", δηλαδή τα χτυπήματα που θα σου δώσω θα είναι βρεγμένα
(και θα πονάνε).
Πράγματι σε παλιότερους χρόνους, όταν κάποιον τον έβαζαν στη φάλαγγα (τρόπος
βασανισμού) πριν του χτυπήσουν τα πόδια του με μια βίτσα, του τα έβρεχαν, γιατί
έτσι θα πονούσε περισσότερο. Έτσι έχουμε τη γνωστή φράση.
Γνωστό, επίσης, είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα, καθώς και στο Βυζάντιο, οι
λιποτάκτες, οι δειλοί και οι προδότες, τιμωρούνταν με τη "φάλαγγα". Η
φάλαγγα ήταν ένα ξύλινο ικρίωμα, ως ένα μέτρο ψηλό, που είχε δυο τρύπες στη
μέση. Στις τρύπες αυτές περνούσαν γυμνά τα πόδια του τιμωρημένου, ο οποίος
βρισκόταν έτσι μισοκρεμασμένος από το πίσω μέρος του ικριώματος. Σε εκείνη τη
θέση, λοιπόν, όλοι οι συμπατριώτες του - ακόμη και οι πιο στενοί συγγενείς του -
ήταν υποχρεωμένοι με ειδικό νόμο, να του δώσουν δεκατρία χτυπήματα, στις γυμνές
του πατούσες. Πριν όμως τον δείρουν, έβρεχαν τις βίτσες τους, κι αυτό γιατί τα
χτυπήματα γινόντουσαν, έτσι, πιο οδυνηρά. Από την απάνθρωπη, λοιπόν, αυτή
τιμωρία, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: "κάθισε ήσυχα, γιατί θα στις
βρέξω" και η άλλη, που συχνά τη μεταχειριζόμαστε: "Θέλει ξύλο με
βρεγμένη σανίδα".
Θα το κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι
Λέγεται
για κάποιον που πεισματώθηκε, βλέποντας τον άλλο να του φέρνει αντίρρηση σε
κάτι που του ζητάει κάνει.
Η φράση ξεκίνησε από τα γλέντια, τα συμπόσια. Σ’ αυτά πολλές φορές βλέπουμε
κάποιον, που τα έχει «τσούξει», να επιμένει να πιει ο σύντροφός του, ο οποίος
όμως δε θέλει. Αυτός όμως επιμένει με τη φράση: «μα δεν μπορείς, θα το πιεις».
και ενώ ο άλλος συνεχίζει να αρνιέται, εκείνος με φιλική πάντοτε διάθεση του
ξαναλέει: «έλα, θα το πιεις και θα πεις κι ένα τραγούδι».
Σε μερικά, μάλιστα, μέρη λένε: θα το κάνεις και θα χορέψεις.
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου, «Ανήρ κομπαστής», και χρησιμοποιείται για όσους καυχιούνται για κάτι και το υποστηρίζουν, αλλά αδυνατούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους. Σύμφωνα με τον μύθο, ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόνταν συνέχεια ότι σε αγώνες στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα, και με το χέρι έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Κατόπιν γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου