Τα γεγονότα τα ξέρω από "πρώτο χέρι". Μου τα έχει διηγηθεί η μάνα μου Σοφία Νικητάκη (και όχι μόνο τα συγκεκριμένα) ο θείος μου ο Μάρκος Νικητάκης (του οποίου φέρω το όνομα), η θεία μου η Ελένη Νικητάκη Κωστάκη, η θεία μου Χριστίνα Νικητάκη Μακατούνη και άλλοι.
Τη φωτογραφία της άτυχης θείας μου Ευαγγελίας Νικητάκη Γριντάκη (που έκαψαν οκτώ μηνών έγκυο) είδα για πρώτη φορά πριν λίγα χρόνια σε σχετικό βιβλίο για την περιοχή και την αντίσταση κατά των Γερμανών.
Την Καλή Συκιά την έκαψαν Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών δυστυχώς και όχι μόνο μια φορά
(για τις όποιες απορίες, η γονείς μου είχαν το ίδιο επώνυμο)
Συγκλονιστικές μαρτυρίες από τη θηριωδία
στην Καλή Συκιά
04/10/11 του Μανόλη Παντινάκη
|
Ελένη Νικητάκη, Βασιλεία Νικητάκη, Ελένη Νικητάκη-Κωστάκη, στο σπίτι
της τρίτης στην Καλή Συκιά. Τα φρικτά γεγονότα στο χωριό τους, τους έχουν
σημαδέψει. |
Στα 68 χρόνια από τη θηριωδία του Σούμπερτ και των κυνηγών του στην Καλή
Συκιά, τη μαύρη Τετάρτη της 4ης Οκτωβρίου του ’43, κι οι μνήμες από τους
ολίγους, που βίωσαν τα σκληρά γεγονότα, είναι ακόμα ζωντανές και προκαλούν
φρίκη.
Έδρασαν τότε, δυστυχώς, οι λιπόψυχοι Σουμπερίτες, που η πλειοψηφία τους
προέρχονταν από το χωριό Κρουσώνας Ηρακλείου και πλαισίωναν το σώμα του
αιμοσταγούς λοχία του γερμανικού στρατού...
Όταν οι Σουμπερίτες, προερχόμενοι από τον Αη Γιάννη, μπήκαν στην Καλή Συκιά
για να προχωρήσουν στο απάνθρωπο έργο τους, η Γαρυφαλιά Ζουμπεράκη-Βαρδάκη
γνώρισε έναν απ’ αυτούς με τον οποίο εργάζονταν σε κτηματία της Μεσαράς τις
θεριστικές περιόδους. Γι αυτό, λοιπόν, έκπληκτη και ταραγμένη τον παρατήρησε:
«Δε φοβάσαι το Θεό; το Γερμανό μου παριστάνεις;».
Ήταν έγκυος στην κόρη της Μαρία και πήρε την οργισμένη απάντηση-απειλή του
Κρουσανιώτη: «θα σε κάψω π...... ζωντανή μ’ αυτό που βαστάς...». Τελικώς, η
γυναίκα της Καλής Συκιάς έμεινε έξω από τα καιόμενα σπίτια και γλίτωσε.
Όμως, και η Αριστέα Κωστάκη είχε ανάλογο διάλογο με δεύτερο Σουμπερίτη: «Πού
είναι ο Μιχάλης;» τη ρώτησε μόλις την είδε. Και αυτή, έντονα ενοχλημένη από το
θράσος του, του είπε: «Δεν ντρέπεσαι μωρέ να ζητάς τον αδελφό μου; Ίντα να
τον-ε-κάμεις;». Ο Κρουσανιώτης του σώματος του Σούμπερτ γνώριζε τον Μιχάλη
Κωστάκη, επειδή μαζί εργάζονταν τα προηγούμενα καλοκαίρια στη Μεσαρά.
Μέχρι το τέλος της ζωής της η Ελένη Νικητάκη-Κωστάκη, 89 χρόνων σήμερα, θα έχει
σφαλιγμένα τα πρόσωπα και τις τργικές εικόνες εκείνης της Τετάρτης. Ο πόνος και
η αγανάκτηση την κυριεύουν από αυτές τις αποτρόπαιες στιγμές, αν και κοντεύουν
σχεδόν εφτά δεκαετίες και έχασε αγαπημένη της πρόσωπα.
Έκαψαν, τότε, οι πιστοί του βάρβαρου Σούμπερτ, την αδελφή της Ευαγγελία
Γρυντάκη, μητέρα τριών παιδιών ηλικίας 3, 4 και 6 χρόνων και έγκυο ήδη 8 μηνών
σ’ ένα τέταρτο. Είχε ηλικία 28 χρόνων. Ζωντανές κάηκαν η θεία της (αδελφή του πατέρα
της) Φωτεινή Δαμουλάκη και μια άλλη θεία της (αδελφή της μητέρας της) Σταυρούλα
Ζουμπεράκη ηλικίας 75 χρόνων. Όπως και η μετέπειτα πεθερά της Αργυρώ Κωστάκη.
"Ο φόβος μας είχενε
μεθύσει..."
Ο αναστεναγμός της είναι βαθύς ενώ διηγείται και δείχνει να ξαναζεί εκείνες
τις ώρες: «Ο Θεός να μην αφήσει άνθρωπο να ζήσει τέτοια πράματα. Ο φόβος μας
είχενε μεθύσει κι είδα με τα μάτια μου τη φρίκη... Εκείνο το πρωί ήμουνε στσ’
«Ελές το μουρί», μια τοποθεσία έξω από το χωριό. Το προηγούμενο βράδυ
κυνηγούσαν οι Γερμανοί στο δάσος, στην «Κουκουλιά» τον αδελφό μου το Νίκο το
Νικητάκη και πήγα να δω αν τον βρω ζωντανό ή σκοτωμένο. Γι’ αυτό επήγα να
ρωτήσω τσ’ άλλους χωριανούς που ήτανε παρέα...
«Ο Στελής ο Ζουμπεράκης μου είπενε πως δεν έχει πάθει πράμα και τον περιμένουν
να έλθει. Γύρισα στο χωριό 10 ή 11 το πρωί και ενώ έφευγα είδα την παρέα από το
Ηράκλειο, να ’ρχουνται απ’ τον Αη Γιάννη. Μου λένε οι δικοί μας: «Πού θα πας
που καίγεται το χωριό;» Εγώ δεν τσ’ άκουσα και συνέχισα το δρόμο μου και μια
στιγμή, όταν έφτασα κοντά στο χωριό, είδα φωτιές στα σπίτια...»
Αν και κοριτσάκι 5 χρόνων η Βασιλεία Νικητάκη «δεν τα ξεχνά». Αφηγείται:
«θυμούμαι πέντε αδελφές που ήμαστονε, και μας είχενε βάλει η μάνα μου η Θεανή
Ζουμπεράκη πανιά στα κεφάλια μας για να δείχνουμε άρρωστες! Ήρθαν κι η μάνα μας
για να μη μας βγάλει έξω του είπενε πως είμαστε άρρωστα. Φύγανε και πήγανε στο
διπλανό σπίτι του θείου μου του Κωστή του Ζουμπεράκη και έβαλαν φωτιά...
«Όλη η οικογένεια πήγαμε στου «Βαλελή», σ’ ένα σπιτάκι του Ηλιομανώλη από
τσι Σαϊτούρες και έφενρε φαΐ ο Ηλιομανώλης. Καθίσαμε δυο μέρες κι ύστερα
γυρίσαμε στο χωριό. Είδαμε την κόλαση και πολλά σπίτια είχανε γίνει κάρβουνο.
Με πήρε εμένα στα Σελλιά η θεία μου Ελπίδα Ζουρμπάκη κι έμεινα περίπου ένα
μήνα. Γύρισα μετά στην Καλή Συκιά κι αρχίζει ο αγώνας να σταθούμε πάλι στα
πόδια μας...».
Παραστατική η περιγραφή του Στρατή Πετράκη: «Ήρθανε στο σπίτι μας
οι Γκεσταμπίτες κι ήτονε η μάνα μου μέσα. Είχαμε τρυγήσει κι είχαμε πατήσει τα
σταφύλια στο πατητήρι. Μόλις τσ’ άκουσενε, μπήκενε στο πατητήρι και χώστηκενε
απ’ το μούστο σε σημείο που να μπορεί ν’ αναπνέει. Ήρθανε αυτοί, βαστούσανε
χόρτα, θύμους και τσι θέτανε στο σπίτι, βάνανε από πάνω καρέκλες και δίνανε
φωθιά. Μόλις ’θελα πορίσουνε να βγούνε όξω απ’ το σπίτι, έβγαινενε η μάνα μου απ’
το πατητήρι και με το μούστο έσβηνε τη φωθιά...».
Φρικτό τέλος
|
Φωτογραφία
πριν την κατοχή στην |
Τις δικές της αποτρόπαιες εικόνες μεταφέρει η Δέσποινα Πετράκη-Γρυντάκη:
«Επήρανε τότεδά και τη μάνα μου κι άλλες γυναίκες και τσι πηγαίνανε στα σπίθια
και τσι σκοτώνανε και τσι πετούσανε στη φωθιά. Εκάψανε και τη γιαγιά μου απού
το Ροδάκινο κι άλλες τρεις Ροδακινιώτισσες. Μα αυτοί ’τανε γκεσταμπίτες! Τη
μάνα μου την επήρανε και την εβάλανε σ’ ένα σπίτι και μια πρώτη μου θειά και
των επαίξανε. Εκειά εκάηκενε η γιαγιά μου απ’ το Ροδάκινο, η Βαγγελιά
η Φρονιμάκη...
«Η κακομοίρα η μάνα μου, η Μαρία η Πετράκη, εχώστηνε στη σκάλα και την
εγλίτωσενε. Η θειά μου η Κανάκενα, η Ειρήνη η Μονιάκη, επρόλαβενε και
γλίτωσενε. Η άλλη απού το Ροδάκινο η Ζαμπία η Γιανναδάκη, επολέμανε να βγει
απού το παραθύρι. Παναγία μου και πως την έβαλενε το παραθύρι! Την ώρα που
επόριζενε την είδανε και τση παίξανε. Η εμισή ήτονε μέσα, κρεμασμένη,
σκοτωμένη, κι άλλη απόξω! Του Γρυντοστρατή η γυναίκα ήτονε έγκυος και την
εκάψανε ζωντανή. Τσι γυναίκες τσι σκοτώνανε και τσι ρίχνανε μέσα στη
φωθιά. Πράμα δεν εβρέθηνε απ’ του Γρυντοστρατή τη γυναίκα. Τη γιαγιά μου την
επετάξανε στη φωθιά αλλά δεν εκάηκενε. Τότες εγώ ήμουνε 22-23χρονώ’. Ένιωθα
αυτά που κάνανε οι σκύλοι;».
Μέσα από τις φλόγες στο καιόμενο σπίτι του Λεωνίδα Μονιάκη, σύρθηκαν και
σώθηκαν η Ειρήνη σύζυγος Κανάκη Μονιάκη και η Ασπασία σύζυγος
Μάρκου Γιανναδάκη, τις οποίες μαζί με τη Μαρία Εμμ. Πετράκη, είχαν πυροβολήσει
και τραυματίσει προηγουμένως.
Η εγγονή της Μονιάκη, Ελένη ήταν μόλις μωρό σαράντα ημερών κι έκλαιγε, όταν
η γιαγιά της εξιστορούσε τα μαρτύριά της: «Εγώ ήμουν μικρό κι όποιον κι αν
έβλεπε η γιαγιά μου του έλεγε αυτή την ιστορία. Μου φαινόταν, σαν παιδάκι,
παραμύθι. Όταν πλέον πήγα στο Δημοτικό σχολείο, στις τελευταίες τάξεις,
συνειδητοποίησα πως αυτό δεν ήταν παραμύθι αλλά μια πραγματική ιστορία. Βιώματα
σκληρά απ’ αυτήν την τραγωδία!»
Οι ηρωίδες
Οι απώλειες της μαύρης Τετάρτης στην Καλη Συκιά ήταν τεράστιες και μέχρι το
χωριό να επανέλθει στους κανονικούς ρυθμούς ζωής, πέρασαν χρόνια. Όμως ακόμη
και σήμερα το δάκρυ τρέχει.
Οι Σουμπερίτες, αδίσταχτοι προχώρησαν στις φρικαλεότητές τους και έκαψαν
ζωνταντές τις γυναίκες από την Καλή Συκιά και το Ροδάκινο. Ηρωίδες αυτού του
ολοκαυτώματος ήταν: Ευαγγελία σύζυγος Στρατή Γρυντάκη, Μαλαματένια σύζυγος
Εμμ. Πετράκη, Ελένη χήρα Εμμ. Νικητάκη, η κόρη της Μαρία και Αργυρώ σύζυγος
Κωνσταντίνου Κωστάκη.
Με ταχυβόλα εκτέλεσαν και έριξαν στη φωτιά τη Μαρία σύζυγο
Μάρκου Γρυντάκη, Φωτεινή σύζυγος Στρατή Δαμουλάκη και Στ. σύζυγο Γιάννη
Ζουμπεράκη. Στην Καλή Συκιά εντόπισαν και Ροδακινιώτισσες που είχαν βρει
καταφύγιο μετά τα γεγονότα στο χωριό τους, τις ξεχώρισαν και τις έριξαν στο
καιόμενο σπίτι του Λεωνίδα Μονιάκη. Κάηκαν οι: Εαγγελία σύζυγος
Ανδρέα Φρονιμάκη, Ευαγγελία σύζυγος Στρατή Σταυγιαννουδάκη, Ζαμπία σύζυγος
Γεωργίου Γιανναδάκη και Στέλλα Γεωργίου Καλαφάτη.
Στο ίδιο σπίτι πυροβόλησαν και έριξαν στη φωτιά την Ειρήνη σύζυγο Κανάκη
Μονιάκη, την Ασπασία σύζυγο Μάρκου Γιανναδάκη και Μαρία Εμμ. Πετράκη. Σώθηκαν η
Μονιάκη και η Γιανναδάκη, ενώ πυροβόλησαν και έσπρωξαν στις φλόγες στο σπίτι
του Κουτσομανώλη τον 80χρονο Στρατή Γιάννη Δαμουλάκη, που πέθανε αργότερα από
τα εγκαύματα που είχε υποστεί.
Η πυρπόληση των σπιτιών της Καλής Συκιάς και τα όσα ακολούθησαν, υποχρέωσαν
τους κατοίκους να απομακρυνθούν και να διστάζουν να επανακατοικήσουν. Ολοσχερώς
καταστράφηκαν τα σπίτια των Κων. Ι. Ζουμπεράκη, Δημ. Ι. Γρυντάκη, Ευαγγ.
Ι. Πετράκη, Στρατή Δ. Γρυντάκη, Σταμ. Σταυρουλάκη, Εμμ. Δ. Γρυντάκη, Ελένης
χήρας Εμμ. Νικητάκη, Εμμ. Κ. Κωστάκη και Μαρίας Ν. Γρυντάκη.