Τα βρήκε μπαστούνια
Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκόρινθου από το Λέοντα το
Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρταζαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο. Οι
ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα ερωτικά βλέμματα των γυναικών.
Νικητές στους αγώνες αυτούς ξεχώρισαν δύο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος – μόλις 20 χρόνων - και
ο Νορμανδός Μπουσάρ,
φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος. Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο
«μπάιλος» του Μορέα, Νικόλας ντε
Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλληνίας Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη
του αντίπαλού του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί, με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν
αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ’
αυτό το ίδιο άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των
θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο
που μας παρέστησαν για αγύμναστο». Αυτό, βέβαια, ήταν αρκετό, για να ξυπνήσει
το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του, για ν’
αλλάξει τα δύο ξίφη του Μπουσάρ με δύο πανομοιότυπα ξύλινα, αυτά, δηλαδή, που
τα είχαν, για να γυμνάζονται οι αρχάριοι.
Τα
ξύλινα αυτά ξίφη ονομάζονταν «μπαστέν»
και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια». Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τ’ αλλάξει,
ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως με μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος, τράβηξε το
πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο κι αυτό «μπαστούνι».
Και τα δύο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατόρθωσε τότε να τον τραυματίσει
θανάσιμα στο στήθος. Από τότε έμεινε η φράση «τα βρήκε μπαστούνια» – που δεν έχει
καμιά σχέση με τα τραπουλόχαρτα - και που τη λέμε για εκείνους που βρίσκουν
εμπόδια στις δουλειές τους.
Άλλη ερμηνεία
Εις ένα είδος
χαρτοπαιγνίου τα λεγόμενα μπαστούνια έχουν αριθμητικήν αξίαν κατωτέραν των
άλλων χαρτιών και ο κατά τύχην αναλαμβάνων εις ωρισμένην περίπτωσιν αυτού δύο
τοιάυτα χάνει. Εντεύθεν η φράσις τα βρίσκω μπαστούνια σημαίνει μεταφορικώς μου
παρουσιάζονται ανυπέρβλητοι δυσχέρειαι
https://www.searchculture.gr/
Τα έβγαλε στη φόρα - Του τα έβγαλε στη φόρα
Η φράση χρησιμοποιείται
για να δείξει ότι έγινε μια αποκάλυψη και συχνά έχει αρνητική σημασία....
Δεν έχει καμία σχέση με τη φόρα ως ώθηση, αλλά προέρχεται από τη λέξη forum που σημαίνει αγορά....
Στα βυζαντινά χρόνια, όταν κατηγορούνταν κάποιος με ενδείξεις και όχι
αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία, υπήρχε μια διαδικασία για να τεκμηριωθούν οι
κατηγορίες....
Ένας κήρυκας πήγαινε στην αγορά, ανέβαινε σε ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος
συγκεντρωνόταν, για να ακούσει άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο.
«…Επειδή όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε
στο δικαστήριο, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ρθουν να μας το
πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν,
θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές
του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν
και δε θα βρίσκουν νερό κ.ά.»
Οι κήρυκες αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως
ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για
τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά, για να γίνει ήσυχη η συνείδηση
του.
Η φράση δείχνει θαυμαστή αντοχή στο χρόνο έστω και αν ελάχιστοι γνωρίζουν ότι
δεν είναι η φόρα αλλά τα fora....
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου
Η
παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με
μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και
χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα
ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του
νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος
του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι
συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο
παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα
ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».
Έτσι προέκυψε και η αντίστοιχη παροιμιώδης φράση, η οποία υποδηλώνει μια κατάσταση, συνήθως ανεπιθύμητη, η οποία παραμένει αμετάβλητη.
Τα κάνω λίμπα
Η λίμπα είναι δεξαμενή ή λάκκος στον οποίο καταλήγει υγρό (π.χ. λάδι σε
ελαιοτριβείο).
Μεταφορά στην ελληνική της διαλεκτ. ιταλ. λέξης limba (=λεκάνη, κοιλότητα εδάφους), που ετυμολογείται από το
μεταγενέστερο λατ. ουσ. lembus
(σπάν. limbus = μικρό, γρήγορο ιστιοφόρο), το οποίο αποτελεί μεταγραφή στη
λατινική της ελλην. λέμβου (=
μικρό και ελαφρύ σκάφος).
Η γνωστή νεοελληνική φράση «τα κάνω λίμπα» από την αρχική σημασία «γεμίζω με
λάδια» (πβ. διαλεκτ. λιμπί =
πέτρινο δοχείο ελαιοτριβείου, όπου καταλήγει το λάδι) κατέληξε να σημαίνει
«λερώνω, προκαλώ αναστάτωση»
Τα κρέμασε στον κόκκορα
Οι αρχαίοι
αγαπούσαν και αυτοί τα τυχερά παιχνίδια, όπως τα κότσια
( ζάρια), αλλά και τα στοιχήματα στις κοκορομαχίες (αλεκτρυονομαχίαι). Όπως
συμβαίνει και σήμερα κυρίως στην Ασία, έβαζαν δύο κοκόρια να μαλώσουν και
άρχιζαν τα στοιχήματα, για τον νικητή. Έτσι, πάνω στα κοκόρια στοιχηματίζοντας,
κρεμούσαν πολλές φορές ακόμα και ολόκληρες περιουσίες. Στον κόκορα κρεμούσαν τα
χρήματά τους και όπως συμβαίνει συνήθως με τους παίχτες, τα έχαναν. Από τα
αρχαία λοιπόν χρόνια, και από τις κοκορομαχίες, μας έμεινε και η φράση «τα
κρέμασε στον κόκορα », που λέμε μέχρι και σήμερα με την ίδια σημασία.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του Μπογιατζή ο κόπανος
Την εποχή της
Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός φοροεισπράκτορας, που γύριζε στα
διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο.
Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν
δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και
βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα.
Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας,
που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον
αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους.
Ο Κιουλάκ
Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν
απειλούσε τους χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν
του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε
έξι μήνες.
Ο Αλβανός, όμως
αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της
εποχής εκείνης. Έτσι, πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν
μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται
χρυσές και τον ξαπόστελναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση «Τα μυαλά σου και
μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος», που τη λέμε συνήθως για τους
ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από τον Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανό
του.
Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες
Πρόκειται για
μία φράση σχετική με τους κουτσαβάκηδες,
μάγκες της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίοι ασκούσαν εκβιασμούς, βία
και τρομοκρατία. Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το λιγδωμένο μαλλί,
το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το
παντελόνι με ρίγα, το μαύρο σακάκι το οποίο φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι
ώστε να μπορούν να το βγάλουν πολύ εύκολα σε περίπτωση καβγά και το κομπολόι.
Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα – μαχαίρια
και πιστόλια – που κουβαλούσαν.
Ο διευθυντής
της Αστυνομίας. Δημήτρης Μπαϊρακτάρης κατόρθωσε να τους αντιμετωπίσει, τη
δεκαετία του 1890, παίρνοντας μία σειρά μέτρων με στόχο τον εξευτελισμό, τη
διαπόμπευση και τελική εξάλειψή τους.
Μερικά από αυτά
τα μέτρα που πήρε ήταν να κόψει το τσουλούφι των μαλλιών τους, τη μύτη των
παπουτσιών τους, το κρεμασμένο μανίκι του σακακιού τους καθώς επίσης και να
τους εξαναγκάσει να καταστρέψουν οι ίδιοι τα όπλα τους. Αυτοί, όμως, ύστερα από
τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγουν στην
κοινωνία. Τότε, μάλιστα, τραγουδούσαν:
«τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες…» και η παραμονή τους
στην φυλακή ήταν αδιάσειστο στοιχείο της «παλικαριάς» τους.
Από το δίστιχο αυτό, έμεινε μέχρι τα χρόνια μας η φράση.
Τα σπάσαμε
Οι αρχαίοι Μακεδόνες, την
παραμονή του γάμου τους, έβγαιναν με φίλους στο κυνήγι, στο οποίο έπρεπε
απαραίτητα να σκοτώσουν ένα αγριογούρουνο, για να το προσφέρουν σαν δώρο στη
νύφη. Οι Θρακιώτες, πάλι, την ημέρα του γάμου τους, έπρεπε να ημερέψουν ένα
άγριο άλογο, από τα γνωστά θρακικά άλογα, που την παλιά εποχή θεωρούνταν τα πιο
άγρια του κόσμου.
Αλλά το πιο παράξενο έθιμο που κρατάει από τα αρχαιότατα μινωικά χρόνια, είναι
των Κρητικών. Από την παραμονή του γάμου τους οι Κρητικοί συγκέντρωναν σε ένα
μεγάλο δωμάτιο διάφορα πήλινα βάζα κι ενώ τραγουδούσαν και χόρευαν, τα έσπαζαν
ένα ένα. Η συνήθεια αυτή με τον καιρό, γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα κι έτσι
σήμερα όχι μονάχα σε γάμους, αλλά και σε κάθε είδους διασκέδαση, οι Έλληνες
τους αρέσει πάνω στον ενθουσιασμό τους να σπάνε ποτήρια και πιάτα. Από αυτό
άλλωστε, βγήκε η φράση «τα σπάσαμε» που τη λέμε μετά από κάθε διασκέδαση.
Τα τσούξαμε
Στην αρχαιότητα, υπήρχαν πολλές γυναίκες, που έπιναν πολύ κρασί, ανακατεύοντας το ποτό τους με μια ειδική σκόνη, που έκανε το κρασί να γίνεται πιο πικάντικο. Απ’ αυτό βγήκε και η φράση «τα τσούξαμε»
Το … σέρνει καράβι
Στην αρχαία
Ελλάδα, πριν τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου, οι ναυτικοί προκειμένου να
αποφύγουν τον γύρο της Πελοποννήσου, κατέφευγαν στη μέθοδο της διόλκησης. Δηλαδή της
ρυμούλκησης των πλοίων στο στενό τμήμα γης του ισθμού, με τη βοήθεια κορμών
δέντρων. Η διαδικασία αυτή ήταν κουραστική και χρονοβόρα....
Οι ναυτικοί όμως την προτιμούσαν, καθώς ο περίπλους της Πελοποννήσου απαιτούσε
περισσότερο χρόνο. Υπήρχε όμως και άλλος λόγος....
Η Κόρινθος ήταν διάσημη, πέρα από τα εργαστήρια αγγείων και κρανών, και για τα
«ιερά της Αφροδίτης». Επρόκειτο για οίκους ανοχής, που εξυπηρετούσαν κάθε
είδους ερωτική επαφή....
Οι οίκοι αυτοί ήταν τόσο διάσημοι σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο (χάρη στις
ιστορίες των ναυτικών βέβαια), όσο και το Άμστερνταμ σήμερα, με τις «βιτρίνες
του έρωτα»....
Έτσι λοιπόν, όταν έσερναν τα καράβια στην στεριά, παράλληλα είχαν και το χρόνο
να βρεθούν με τις ιερόδουλες....
Το εντυπωσιακό είναι, ότι η φράση άντεξε πολλές χιλιάδες χρόνια, παρά το
γεγονός ότι στην Κόρινθο, εδώ και πολλούς αιώνες, ούτε καράβια σέρνουν, ούτε
υπάρχουν ιερά του έρωτα....
Τον έπιασαν στα πράσα
Μόλις η Αθήνα
έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν
τα σπίτια και τα μαγαζιά.
Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς
είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των
Αθηνών κατοικούσε ο παπά - Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι.
Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους.
Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα.
Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε οπό τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι
του κάποια σκιά, που κινούταν ύποπτα μέσο στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε
προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο
Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία.
Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί.
Απ’ αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει
επ’ αυτοφόρω σύλληψη.
Του έβαλε
τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι
Όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διατηρούσαν στα παλάτια τους νάνους, για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Οι «τζουτζέδες» αυτοί -όπως τους έλεγαν- ήταν σχεδόν παντοδύναμοι και μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο ή ν' ανεβάσουν στα ψηλότερα αξιώματα, όποιον ήθελαν: Οι αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι, σε καμιά περίπτωση. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους. Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος. Έτσι, έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι».
Του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι
Με τη φράση
αυτή εννοούμε ότι κάποιον τον διώχνουμε, τον απολύουμε από τη δουλειά του για
διάφορους λόγους. Αυτή η έκφραση ξεκίνησε από ένα παλιό έθιμο, που είχε την
πρώτη εφαρμογή του στη Βαβυλωνία.
Όταν ο βασιλιάς
ήθελε να αντικαταστήσει έναν άρχοντα, είτε γιατί ήταν ανεπαρκής, είτε γιατί με
κάποια σφάλματά του είχε πέσει στη δυσμένειά του, του έστελνε ένα ζευγάρι από
παλιά παπούτσια με γραμμένο από κάτω το όνομα αυτού που το λάβαινε. Το έθιμο
αυτό το πήραν από τους Βαβυλώνιους και οι Βυζαντινοί και το διατήρησαν ως τα
τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας. Σχέση έχει και η άλλη φράση που λέμε: «σε
γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια». Δηλαδή δεν σε υπολογίζω, δε σου δίνω αξία,
σημασία, σε αγνοώ
Του έψησε το ψάρι στα χείλη
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της
Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα
φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο
αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη
νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές…αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα. Αν
τύχαινε, όμως, κανένας απ’ αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων - ότι είχε
σπάσει δηλαδή τη νηστεία του - καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και
καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.
Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο
Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν
κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενοσυμβούλιο τον
καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα
κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να…ψηθεί! Το γεγονός αυτό το
αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε
τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή
«Του έψησε το ψάρι στα χείλη
Κάθε χρόνο
ανήμερα της Καθαράς Δευτέρας
γιορτάζεται στη Μεθώνη της Μεσσηνίας ο
Γάμος του Κουτρούλη, όμως, πόσοι πραγματικά γνωρίζουμε από πού
προέρχεται αυτή η τόσο κοινή έκφραση;
Αρχικά να πούμε
πως ο Κουτρούλης ήταν υπαρκτό πρόσωπο.
Ο
καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο
Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό
σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε
την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να
απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την
παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό
στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.
Ο
νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον
Κουτρούλη.
Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’,
στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω
μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος
θεωρούνταν νομίμως διαλυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και
προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις
ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου εάν
όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη
γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό
της. Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε· φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών
πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε.
Όταν επιτέλους έγινε ο γάμος, όπως ήταν φυσικό, θεωρήθηκε το
μέγα ζήτημα της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα
περιφερόταν αναμφίβολα η φράση «’Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η
σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε».
Η έκφραση αυτή
έφτασε να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για
κάποια θορυβώδη συνάθροιση ή κάποια μεγάλη ακαταστασία.
[Φ. Κουκουλές,
"Περί δύο παροιμιών", Β' Λαογραφία 2 (1910) σ. 554-556. Απόδοση
Χαράλαμπος Γ. Κουτρούλης.
Κάθε χρόνο
ανήμερα της Καθαράς Δευτέρας, στη Μεθώνη πραγματοποιείται η αναβίωση
αυτού του γάμου, που άφησε εποχή κατά τον 14ο αιώνα. Πρόκειται για μια παρωδία
γάμου, η οποία περιέχει πολλές απρόοπτες καταστάσεις και σάτιρα της σύγχρονης
πραγματικότητας.
Προηγείται η
πομπή των συμπεθεριών και κάθε λογής παρατρεχάμενων στους κεντρικούς δρόμους
της Μεθώνης και φυσικά, μετά το «γάμο» ακολουθεί γλέντι. Οι διοργανωτές
έχουν φροντίσει να προσφέρουν στον κόσμο φασολάδα, λαγάνες και διάφορα σαρακοστιανά φαγητά,
ενώ και οι γύρω ταβέρνες είναι έτοιμες να ικανοποιήσουν κάθε γαστρονομική
επιθυμία.
Ο Μπάμπης Κουτρούλης από τα Χανιά αναφέρει άλλες δύο εκδοχές που συμπληρώνουν την ιστορία.
Η
θεατρική εκδοχή
Ο γάμος του
Κουτρούλη περιλαμβάνεται στο σατιρικό θεατρικό έργο του Αλέξανδρου
Ρίζου-Ραγκαβή (1845) που διαδραματίζεται στη Σύρο το 1845:...
Ο ράφτης Μανώλης Κουτρούλης ερωτεύεται την Ανθούσα, κόρη μεσοαστικής
οικογένειας, που, με την σειρά της, είναι ερωτευμένη με το Λεωνίδα, το νεαρό
αστυνόμο της περιοχής. Για να αποφύγει τον επίδοξο γαμπρό χωρίς να εναντιωθεί
στη θέληση της μητέρας της, βάζει ως όρο για το γάμο να γίνει ο Κουτρούλης
υπουργός. Ο Κουτρούλης αρχίζει την προεκλογική εκστρατεία, έχει οπαδούς και,
τελικά, φημολογείται ... ότι έγινε υπουργός. Έτσι, η φιλόδοξη Ανθούσα τον
παντρεύεται, μέχρι που αποδεικνύεται ότι ήταν ψέμα η υπουργοποίησή του. Στα
επεισόδια διαπλέκονται η σάτιρα, η φάρσα αλλά και το τραγικό στοιχείο....
Η λαογραφική εκδοχή
Στα πολύ παλιά
τα χρόνια, κατά τη διαπόμπευση κουρεύανε τον «αμαρτήσαντα», τον έκαναν δηλαδή
«κουτρούλη» (από την κούτρα, που θα πει κεφάλι) και ύστερα άρχιζε η περιφορά
του στους δρόμους και τις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων, την
Κωνσταντινούπολη....
Όπου περνούσε γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο. Του πετούσαν σάπια φρούτα, του
κρεμούσαν στον λαιμό κουδούνια, ενώ χτυπούσαν και τις καμπάνες για να τον…
υποδεχθούν. Η περιφορά του αυτή λεγόταν συγύρισμ...
Μάλιστα, υπήρχε ακόμη και η συνήθεια να χορεύουν γύρω από τον «αμαρτήσαντα»
κρατώντας μαντίλια, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ανάλογη με εκείνη του
πανηγυριού ή του γάμου.
Έτσι
λοιπόν – όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τάκης
Νατσούλης στο βιβλίο του «Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις» (Εκδόσεις
Σμυρνιωτάκης) – όταν πρόκειται για μεγάλη φασαρία, λέμε συνήθως «του κουτρούλη το
πανηγύρι» ή «του κουτρούλη ο γάμος»....
Του κρέμασαν το κουτάλι...
Τουμπεκί ψιλοκομμένο
«Τουμπεκί»
λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον άργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία
της παλιάς εποχής. Τον άργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και
επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με
τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί».
Όσοι κάπνιζαν
ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι
φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ,
απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λουλά.
Και αν κανείς, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο
Του
μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί
ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες.
Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και
τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο
αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια.
Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε
έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα
όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί
θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο.
Είπαν δηλαδή - οι Συγκλητικοί - ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και
ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή
αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και
το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.
Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο
που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν
αφάνταστα τρομερό.
Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν
βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν
την έξοδο.
Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να
τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα
έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.
Του πήρε τον αέρα
Η έκφραση αυτή έχει παραμείνει από την αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα από τις ναυμαχίες που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες. Οποίος μπορούσε να εκμεταλλευτεί καλύτερα τον αέρα μπορούσε να κινηθεί πιο γρήγορα άρα και να νικήσει. Έτσι οποίος έπαιρνε τον αέρα ήταν και ο νικητής
Τρώει τα
νύχια του για καυγά
Ένα από τα
αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη
πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το
στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη
επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το
μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατσουνιές.
Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, κάτι που δεν ήταν εύκολο, καθώς τα νύχια των σκλάβων, ήταν μεγάλα και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρωει τα νύχια του για καβγά».
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο
Την
λίμνη των Ιωαννίνων ανέκαθεν τη δούλευαν οι ψαράδες της περιοχής για
τα νόστιμα ψάρια της. (Σήμερα τα πιο πολλά χρήματα τους τα δίνουν οι
βάτραχοι της λίμνης, γιατί τους εξάγουν στο εξωτερικό). Στην εποχή,
όμως, που κυβερνούσε τα Γιάννινα ο Αλί Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι
στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη
λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα
έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλί Πασά. Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι
τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι
άνθρωποι του Αλί τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη
τη νύχτα τραβήξει. Ο γερο - θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται
και αντικρίζοντας τα ψάρια τους, που τα φόρτωναν οι
στρατιώτες του Αλί Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»,
για να μείνει από τότε και να λέγεται σε ανάλογες περιπτώσεις.
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας
Φράση που χρησιμοποιείται για να υποδείξει δολιότητα. Κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου, O Λαοκόων ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα, προειδοποίησε τους συμπατριώτες του Τρώες, (μάταια) να μη δεχθούν το δώρο που πρόσφεραν οι Έλληνες -οι Δαναοί- στους Τρώες, όταν υποτίθεται ότι αποφάσισαν να τερματίσουν την πολιορκία τους. To προκείμενο δώρο ήταν, εννοείται, ο Δούρειος ίππος. Δώρο που αποδείχθηκε θανάσιμο και καταστροφικό για τους Τρώες, και την αγαπημένη τους πόλη, την Τροία.
Φτου κι απ’ την αρχή
Όταν, στα
βυζαντινά χρόνια, τελείωναν τα παιδιά την καλλιγραφία τους, έδιναν στο δάσκαλο
την πλάκα, για να τη διορθώσει. Μετά τη διόρθωση ο δάσκαλος ζητούσε από τα
παιδιά να την ξαναγράψουν. Επειδή πολλές φορές δεν είχαν σφουγγάρι, έσβησαν την
πλάκα με τα δάχτυλα, αφού προηγουμένως τα έφτυναν. Από τότε επικράτησε η φράση:
«Φτου κι απ’ την αρχή».
Χτύπα ξύλο
«Απτεσθαι ξύλου», έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Λόγω της
πεποίθησης τους πως στα δένδρα κατοικούσαν νύμφες (Δρυάδες/Αμαδρυάδες) χτύπαγαν
το ξύλο του κορμού των δένδρων για να επικαλεστούν την προστασία τους, καθώς οι
νύμφες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις ευχές των ανθρώπων. Αυτή η συνήθεια
συνηθίζεται ακόμα και σήμερα, όταν ακούμε κάτι το οποίο δεν θέλουμε να μας
συμβεί…
Ψευτοθόδωρος
Εκείνους που λένε ψέματα συνηθίζουμε να τους λέμε: «Ψευτοθόδωρους». Ο Ψευτοθόδωρος, λοιπόν, υπήρξε και
ήταν ένας από τους πολλούς τύπους της παλιάς Αθήνας γύρω στα 1870.
Οι περισσότερες φάρσες και κατεργαριές του Ψευτοθόδωρου, είχαν σαν θέμα τους,
το ... φαΐ. Κι αυτό ήταν πολύ φυσικό, για έναν άνθρωπο που βρισκότανε τις
περισσότερες ώρες στην ταβέρνα, για έναν άνθρωπο που αντιπαθούσε τη δουλειά.
"Γιατί να δουλέψω εγώ, αφού δουλεύει το μυαλό μου;", έλεγε ο
Ψευτοθόδωρος, ομολογώντας το "κoυσoύρι" του.
Τα κατορθώματά του, οι φάρσες του και τα ανέκδοτα του, έμειναν όπως και το
«παρατσούκλι" του παροιμιώδη.
Μεσημέρι, ο Ψευτοθόδωρος πιάνει έγκαιρα το πόστο του δίπλα από το φούρνο και
περιμένει το θύμα του. Σε λίγο, να κι ο μικρός του Καπιτσίνη (κάτοικος αρκετά
πλούσιος της Αθήνας).
- Έλα δω! του λέει ο Ψευτοθόδωρος...
- Τι θες, μπάρμπα; τον ρώτησε ο μικρός.
- Πόσα σου 'δωσαν, για να πάρεις το γκιουβέτσι;
- Μια δεκάρα!
- Φέρ' την εδώ και τράβα να πεις στην κυρά σου να σου δώσει ακόμη μια πεντάρα,
γιατί ακρίβυναν τα ψηστικά για το γκιουβέτσι... και να 'ρθεις σ' ένα τέταρτο, γιατί
δεν είναι έτοιμο ακόμη...
Ο αφελής μικρός, που δε γνώριζε τον Ψευτοθόδωρο, αλλά και που δεν είχε κανέναν
λόγο να μην τον πιστέψει, γιατί έξω από τον φούρνο, καθώς τον είδε, τον πέρασε
για φούρναρη, του έδωσε τη δεκάρα που κρατούσε για τα ψηστικά και έφυγε, για να
πάει να φέρει τα «ρέστα».
Ο Ψευτοδόδωρος, τέλειος στρατηγός, φρόντισε, αυτή η σκηνή να γίνει σχεδόν έξω
οπό την πόρτα, ώστε να δει ο αληθινός φούρναρης, ότι είχε πάρε - δώσε με το
μικρό του Καπιτσίνη. Έπειτα μπήκε στο φούρνο. Πέταξε τη δεκάρα επάνω στον
μπάγκο και είπε:
- Το γκιουβέτσι του Καπιτσίνη...
Ο φούρναρης δεν πονηρεύτηκε και του το έδωσε. Το πήρε τότε ο καλός μας και το
πήγε κατ' ευθείαν στην ταβέρνα, για να το φάει με την παρέα του. Το νόστιμο δε
είναι, πως εκείνη την ώρα πέρναγε από την ταβέρνα και ο Καπιτσίνης και ο
Ψευτοθόδωρος τον προσκάλεσε να πάρει μεζέ...
- Σ' ευχαριστώ, είπε, κι εγώ γκιουβέτσι έχω και πάω τώρα για φαΐ...
Κι ένα από τ' ανέκδοτά του:
Κάποιος από την παρέα τους έλεγε:
- Που λέτε, ξέρω έναν που μπορεί να σκίσει με τα χέρια του τέσσερις τράπουλες
μαζί.
- Μπα, λέει ο άλλος. Αυτό δεν είναι τίποτα. Εγώ ξέρω κάποιον που σπάει με τη
γροθιά του ένα μαρμάρινο τραπέζι..
Ο Ψευτοθόδωρος άκουγε. Κι έπειτα πολύ σοβαρός είπε:
Κάτι τρέχει στα γύφτικα. Εγώ έχω έναν ξάδερφο, που σταματάει το τρένο με το ένα
του χέρι.
- Τι λες; τον ρώτησαν με θαυμασμό οι φίλοι του και πώς τα καταφέρνει;
- Είναι οδηγός στο σιδηρόδρομο του Πειραιώς ...
Αυτός με λίγα λόγια ήταν ο Ψευτοθόδωρος.
Από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη "Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις", εκδόσεις Σμυρνιωτάκη, Δεκέμβριος 2007, Αθήνα
Ψωροκώσταινα
Στα 1821
καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών μετά από την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση
που επιχειρήθηκε, ο πληθυσμός της σφάχτηκε και το σύνολό του εγκατέλειψε την
όμορφη πόλη με ντόπια ή Ψαριανά καράβια, στην χαλασιά αυτή κατάφερε να σωθεί η
ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ, όμορφη αρχόντισσα με πολύ περιουσία, ο άντρας της που ήταν
πάμπλουτος έμπορος και τα παιδιά της τα έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι,
σώθηκε λοιπόν πάνφτωχη και ολομόναχη στα Ψαρά, εκεί οι συντοπίτες της και
κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών) την βοήθησαν.
Η Πανωραία σύντομα άφησε τα Ψαρά και πήγε στην πρωτεύουσα του Ελληνικού
κράτους, το Ναύπλιο, όπου και για να ζήσει ξενόπλενε και πολλές φορές δεχόταν
το έλεος και την συμπόνια των συνανθρώπων της, η ίδια τόσο πολύ υπέφερε που
παραμέλησε εντελώς την εμφάνιση της. Αυτή όμως η κουρελιασμένη γυναίκα έκρυβε
μέσα της την αρχόντισσα και κυρίως την πατριώτισσα.
Στα 1826 γίνηκε έρανος στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι, έτσι
στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν
από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι
το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του
Μεσολογγίου, αλλά ποιος είχε και ποιος θα έδινε από αυτό το φτωχομάνι κανείς
δεν πλησίαζε το τραπέζι, όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα.
Τότε η φτωχότερη όλων η χήρα Χατζηκώσταινα έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι από το
δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι
της ερανικής επιτροπής. «ΤΟ ΔΙΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ» ξύπνησε την συνείδηση των
πεινασμένων και κάποιος φώναξε «Δέστε
η πλύστρα Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Αμέσως το
φιλότιμο ηλέκτρισε τους φτωχούς και το τραπέζι γέμισε λίρες, γρόσια και
χρυσαφικά. Πάντως από αυτή την ιστορία δύο πράγματα έμειναν πρώτα μαζεύτηκαν
χρήματα για το Μεσολόγγι και δεύτερον η Πανωραία έγινε πια γνωστή στο Ναύπλιο
σαν Ψωροκώσταινα.
Η πλύστρα Πανωραία όμως δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού αλλά και
ανθρωπιάς, το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά αγωνιστών
και όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο προσφέρθηκε γριά πιά και με
σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις να πλένει τα ρούχα των ορφανών
χωρίς καμιά αμοιβή.
ΛΕΒΕΝΤΙΑ, αλλά μόνο έτσι τα έθνη προχωράνε. Να πως έγινε πανελλήνια γνωστό το
παρατσούκλι της Πανωραίας :
Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοιάσε
το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα, ο συσχετισμός άρεσε και κάθε φορά που
αναφέρονταν στο θέμα του Δημοσίου το ονόμαζαν «Ψωροκόσταινα».
Αργότερα οι Βαβαροί προκειμένου να χλευάσουν το Ελληνικό κράτος για την φτώχια
του και την οπιστοδρομικότητά του ονόμασαν υβριστικά «Ψωροκώσταινα» την Ελλάδα.
Χαρακτηρισμός που όσοι γνωρίζουν την ιστορία δεν τους θίγει διότι η
Ψωροκώσταινα θα έπρεπε να ονομαζόταν Λεβεντοκώσταινα
https://www.gazzetta.gr/
https://www.mixanitouxronou.gr/psorokostena
Sxeseis.gr
(Από το βιβλίο του Φαίδωνα Κουκουλέ «Βυζαντινών
βίος και πολιτισμός»)
https://fainareti.wordpress.com
https://goodnet.gr/blog-reader/kathe-tritigiati-tis-leme-etsi.html
https://sarantakos.wordpress.com/category
https://peri-planomenos.blogspot.com/2012/11/expressions.html
https://www.gossipstory.gr/giati-to-leme-etsi-gnostes-fraseis-poy/
slang.gr
| kleftouria.blogspot.com
« Άρτζι
Μπούρτζι και λουλάς – Κουλουβάχατα και Αχταρμάς»
Του Δημ.
Σταθακόπουλου
Δικηγόρου Δρα Παντείου πανεπιστημίου/ Μουσικολόγου εκ Λευκασίου Καλαβρύτων
https://cognoscoteam.gr/archives/12197#google_vignette