Στην κλασική αρχαιότητα τυχερά παιχνίδια υπήρχαν, κυρίως με αστραγάλους ή ζάρια, που τα έλεγαν κύβους και από εκεί μας έχει μείνει η λέξη διακυβεύω, όπως και το «ανερρίφθω κύβος» που είπε (στα ελληνικά) ο Ιούλιος Καίσαρ όταν αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα, φράση που έχει επικρατήσει στη χρήση με τη μορφή «ο κύβος ερρίφθη».
Και το τάβλι ήταν γνωστό στην αρχαιότητα, τα χαρτιά όμως όχι.
Η ιστορία της τράπουλας
Αρχικά, η λέξη
«τράπουλα», προέρχεται από την ιταλική λέξη «trappola». Τα λεξικά θα σας πουν ότι trappola θα πει «απάτη, παγίδα», πράγμα
που είναι σωστό αλλά δεν λέει και πολλά.
Δεν είχε ποτέ
στα ιταλικά η λέξη trappola τη σημασία της δεσμίδας των παιγνιοχάρτων, υπήρχε
όμως ένα βενετσιάνικο παιχνίδι που λεγόταν trappola, οπότε μάλλον από αυτό,
μέσω Επτανήσων, θα πέρασε η λέξη και στα ελληνικά, αρχικά με τη σημασία της
δεσμίδας που χρησιμοποιούσαν οι παίχτες για να παίξουν το συγκεκριμένο παιχνίδι
και μετά για την οποιαδήποτε δεσμίδα χαρτιών.
Ποιος ανακάτεψε πρώτος τα τραπουλόχαρτα; Κι αυτό γιατί η πατρότητά της είναι
μάλλον ένα μυστήριο.
Τέσσερις χώρες
και λαοί ερίζουν για το ποιος την… πρωτοέπιασε, αλλά ως πιο ανίσχυρη κρίνεται η
άποψη περί Αράβων. Είναι γεγονός ότι οι Άραβες συνέβαλαν στη διάδοση κάποιων
μορφών τράπουλας, πιθανόν να επέφεραν αλλαγές σ’ αυτές, αλλά δεν ήταν αυτοί που
εφηύραν την τράπουλα.
Πιο πιθανή
πάντως άποψη από αυτή είναι ότι τα περίεργα αυτά τραπουλόχαρτα, εμφανίστηκαν
για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, σε ανύποπτο χρόνο, έχοντας επάνω τους θρησκευτικές
απεικονίσεις. Οι αποκρυφιστές μάλιστα ασπάζονται περισσότερο την άποψη αυτή και
θεωρούν ότι η εφεύρεση των τραπουλόχαρτων χρονολογείται πριν από τον έντυπο
λόγο, ότι η τράπουλα ήταν η πρώτη μορφή «βιβλίου» και ότι τα τραπουλόχαρτα, στη
μορφή που είχαν τότε, αποτύπωναν συμβολικά την αρχέγονη γνώση, αποτελούσαν ένα
μέρος της λατρείας του Αιγυπτίου θεού Τοθ
και με τη βοήθειά τους μπορούσε να προβλεφθεί η μοίρα των ανθρώπων και το
μέλλον τους, να δοθούν συμβουλές προς αυτούς και να εξηγηθεί η θέληση των θεών.
Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης θεωρούν ότι αυτά τα αρχέγονα «Φύλλα της Τύχης» ή «Τάροκ» αποτελούν τον «πνευματικό πρόγονο» όλων των τραπουλόχαρτων και ότι η πιο αυθεντική μορφή τους διασώθηκε ως «Τάροκ των Βοημών» και ήδη ως τράπουλα με την ονομασία «Ταρώ του Τοθ».
Μια άλλη άποψη τοποθετεί την επινόηση των παιγνιόχαρτων μεταξύ του 9ου και 10ου αιώνα, στην Ινδία. Τα χαρτιά είχαν πολεμικές αναπαραστάσεις και η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός της ομοιότητας των συμβόλων των πρώτων ευρωπαϊκών τραπουλόχαρτων και των συμβολικών ινδουιστικών παραστάσεων. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που συνδέουν την προέλευση της τράπουλας από το σκάκι, αφού η λέξη ναϊμπ, που εκφράζει τη χαρτοπαιξία στην ινδοστανική, σημαίνει υπολοχαγός.
Η περισσότερο κρατούσα και με τα περισσότερα επιχειρήματα άποψη, όμως, είναι αυτή που συνδέει την τράπουλα με την Κίνα, όπου μάλιστα, ως γνωστό, εφευρέθηκε και το χαρτί. Εδώ λοιπόν φαίνεται πως εμφανίστηκαν για πρώτη φορά παιγνιόχαρτα μεταξύ 7ου και 10ου αιώνα, στην αρχή μάλιστα μπορεί ταυτόχρονα να χρησιμοποιούντο και ως χαρτονομίσματα, όπως πιστεύουν κάποιοι ιστορικοί. Η ομοιότητα, πάντως, των κινέζικων χαρτονομισμάτων και των κινέζικων παιγνιοχάρτων είναι αξιοσημείωτη.
Τα παιγνιόχαρτα θεωρούνται εξέλιξη των κινέζικων ντόμινο, γιατρικού της πλήξης. Σύμφωνα με μια εκδοχή, που βρίσκουμε στην κινέζικη εγκυκλοπαίδεια – λεξικό «Τσινγκ-Τσζε-Τουνγκ» του 1678, ο Κινέζος αυτοκράτορας του 12ου αιώνα Σεν-Χο, ανέθεσε στους σοφούς του να βρουν ένα αντίδοτο στην πλήξη που ένιωθαν στο παλάτι οι τριακόσιες παλλακίδες του, οπότε και κάποιος σοφός του έφερε μια συλλογή από μικρές, ωραία διακοσμημένες, πλάκες από ελεφαντόδοντο, με τις οποίες, κατά τα λεγόμενά του, μπορούσαν να παιχτούν πολλά και διαφορετικά παιχνίδια. Τόσο ο αυτοκράτορας, όσο και οι παλλακίδες του, ενθουσιάστηκαν και, πλέον, το πρόβλημα της ανίας λύθηκε. Ο Τ.Φ. Καίητερ, όμως, στο βιβλίο του «Η εφεύρεση της τυπογραφίας στην Κίνα» αναφέρεται σε χαρτοπαιξία στην Κίνα ήδη τουλάχιστον από το 969.
Τα κινέζικα
τραπουλόχαρτα, που μπορεί να ήταν ταυτόχρονα και χαρτονομίσματα στην αρχική
τους μορφή και χρήση, διαδόθηκαν σε όλη την Ασία και από εκεί στην Αίγυπτο των
Μαμελούκων, απ’ όπου πέρασαν γύρω στο 1370 στην Ιταλία και στην Ισπανία.
Η τράπουλα των Μαμελούκων ήταν εντυπωσιακά
όμοια με μια σύγχρονη: είχε 52 φύλλα, χωρισμένα σε 4 «φυλές» τα μπαστούνια του
πόλο, τα νομίσματα, τα σπαθιά και τα κύπελλα. Κάθε φυλή είχε δέκα φύλλα
αριθμημένα από 1 έως 10 και τρία ‘βασιλικά’ φύλλα, ανάλογα με τις δικές μας
φιγούρες: τον βασιλιά, τον αντιβασιλιά και τον βεζίρη.
Είναι εντυπωσιακό ότι από το
1370 και μετά βρίσκει κανείς σε όλη την Δυτική Ευρώπη σαφείς και αφθονότατες
αναφορές στο χαρτοπαίγνιο, γεγονός που δείχνει την ταχύτατη αποδοχή που βρήκε η
νέα ψυχαγωγία, τόσο για παιχνίδια συναναστροφών όσο και για χαρτομαντεία.
Μια από τις
πρώτες αναφορές είναι ένα έγγραφο από την αυλή της Βραβάνδης, από το 1379, όπου αναφέρεται η αγορά μιας
τράπουλας για λογαριασμό του βασιλικού ζεύγους, δηλαδή του βασιλιά Βενσεσλάς του Λουξεμβούργου και
της βασίλισσας Ιωάννας της Βραβάνδης.
Σε κάθε
περίπτωση υπάρχουν αναφορές ότι παιγνιόχαρτα εμφανίστηκαν στην Ιταλία το 1299,
στην Ισπανία το 1371, στις Κάτω Χώρες το 1379 και στη Γερμανία το 1377, ενώ
σχετική αναφορά βρίσκουμε σε γαλλικό χειρόγραφο των αρχών του 14ου αιώνα, σε
γαλλικό ποίημα του 1328 και σε άλλο έγγραφο του αρχείου του Καρόλου ΣΤ’, το
1392.
Δεν φαίνεται να υπάρχουν στοιχεία για το πότε ακριβώς έφθασαν στην Αγγλία, όμως, το 1463, οι ντόπιοι κατασκευαστές ζητούν κρατική προστασία κατά των εισαγόμενων τύπων που ανταγωνίζονται σκληρά τα εγχώρια προϊόντα.
Ο Κάρολος Ε’, το 1369, στοχεύοντας στη διάδοση της τοξοβολίας, απαγόρευσε στους υπηκόους του να ασχολούνται με άλλα, ρητώς κατονομαζόμενα στο σχετικό διάταγμα, παιχνίδια, στα οποία, όμως, δεν περιλαμβάνονται τα χαρτιά. Νωρίτερα, πάντως, ο Κάρολος Δ’, λέγεται πως διασκέδαζε παίζοντας χαρτιά επί πολλές ώρες κατά τη διάρκεια της μακράς ασθενείας του.
Στην Ανατολική Ευρώπη έφθασαν προς τα τέλη του 15ου αιώνα, γεγονός που αποκλείει την, επίσης προταθείσα, άποψη, ότι τα τραπουλόχαρτα εισήχθησαν μέσω της Ανατολικής Ευρώπης και μάλιστα μέσω των τσιγγάνων, ενώ στην Αμερική μάλλον ήδη από την εποχή του Κολόμβου. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ήδη στα μέσα του ιστ’ αιώνα, οι Ισπανοί τα είχαν μεταδώσει στους Αζτέκους του Μεξικού, των οποίων είχε ήδη καταστεί ιδιαίτερα προσφιλής ενασχόληση.
Καθ’ όσον αφορά
στους Βυζαντινούς, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία σχετικά με τράπουλες, κάτι που
προφανώς σημαίνει ότι δεν πρόλαβαν να τις γνωρίσουν. Επίσης δεν υπάρχει καμιά
μαρτυρία (π.χ. από περιηγητές) για χρήση τραπουλών στην τουρκοκρατούμενη
Ελλάδα, χωρίς αυτό να αποδεικνύει με βεβαιότητα ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.
Αντιθέτως χαρτιά παίζονταν στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα, από όπου στη συνέχεια
η συνήθεια πέρασε και σε μερικές περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς
Ελλάδας (τότε Ρούμελης).
Από το 1884 και μετά η εκτύπωση και η εμπορία των παιγνιοχάρτων ανήκε στο Μονοπώλιο του Ελληνικού κράτους
Τόσο η
κατασκευή, όσο και η εξέλιξη διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Όσο βρισκόμαστε στα
πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της τράπουλας, τόσο πιο πολυτελής είναι η
κατασκευή της. Όσο όμως η διάδοσή της στα λαϊκά στρώματα μεγαλώνει, τόσο
κατασκευάζονται φθηνότερες τράπουλες, οι οποίες είναι πιο προσιτές. Τα πρώτα
χαρτιά ήταν από περγαμηνή ή λεπτά οστέινα φύλλα, χειροποίητα ζωγραφισμένα,
πραγματικά αριστουργήματα. Η εφεύρεση της ξυλογραφίας και της τυπογραφίας,
καθιστούν ευκολότερη την εκτύπωση και την τράπουλα πιο φθηνή. Ως πρώτη ύλη
χρησιμοποιείτε πλέον το χαρτόνι, το οποίο επιστρώνεται με διάφορα υλικά όπως το
κερί ή το βερνίκι, για μεγαλύτερη αντοχή.
Μεταξύ του 1450 και του 1550 υπήρχαν τουλάχιστον 350 κατασκευαστές τράπουλας
στη Γαλλία, ενώ το Ουλμ και η Κολωνία στη Γερμανία, η Βιέννη, η Γένουα, η
Τεργέστη, η Λυών, η Τουλούζη, η Αβινιόν, η Ρουέννη, η Λιμόζ και το Παρίσι ήταν
τα αρχικά κέντρα κατασκευής. Οι γαλλικές τράπουλες ήταν πολύ φθηνές με
αποτέλεσμα να κατακλύσουν όλη την Ευρώπη και την Αγγλία, στην οποία αποτέλεσαν
και πρότυπο κατασκευής των αγγλικών.
Ένας φάντης μπαστούνι πάνω στο άλογό του μεγέθους 19x9 cm είναι από τα παλαιότερα ευρωπαϊκά τραπουλόχαρτα που σώζονται του 14ου ή 15ου αιώνα και βρίσκεται στο μουσείο του Μπασάντο. Επίσης, 13 φύλλα φυλάσσονται στην Αίθουσα Λιθογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού και λέγεται ότι προέρχονται από τράπουλα που κατασκευάστηκε το 1392 για λογαριασμό του βασιλιά Καρόλου του Στ΄.
Πώς διαιρείται η τράπουλα
Σε μια τράπουλα υπάρχουν:
• 52 φύλλα, όσες και οι εβδομάδες του χρόνου
• 13 φύλλα κάθε «χρώματος» (φυλής), όσες και οι εβδομάδες μιας εποχής ή όσοι οι
σεληνιακοί μήνες
• 4 «χρώματα» (φυλές), όσες και οι εβδομάδες του μήνα
• 12 φιγούρες, όσοι και οι μήνες του χρόνου
Στην Ιταλία οι τέσσερις φυλές
της τράπουλας ονομάζονται μπαστούνια
(bastoni), νομίσματα
(denari), σπαθιά (spade) και κύπελλα (coppe) και υποτίθεται
ότι συμβολίζουν, αντίστοιχα, τους αγρότες, τους εμπόρους, τους ευγενείς και τον
κλήρο.
Οι ισπανικές
ονομασίες είναι ανάλογες.
Στη Γερμανία
και την Ελβετία προτιμήθηκαν, αντίστοιχα, τα φύλλα, τα κουδούνια, τα βελανίδια
και οι καρδιές, τελικά όμως επικράτησε το γαλλικό
σύστημα, που αποτελεί συγκερασμό των παραπάνω, και έχει τριφύλλια (trèfles, ♣) που
αντιστοιχούν στα ιταλικά μπαστούνια, καρά
(carreaux, ♦) που αντιστοιχούν στα ιταλικά νομίσματα, πίκες (piques, ♠) που αντιστοιχούν στα ιταλικά σπαθιά, και καρδιές (coeurs, ♥) που
αντιστοιχούν στα ιταλικά κύπελλα.
Στην αρχή οι φιγούρες
είναι βασιλιάς, ιππότης και υπηρέτης, ενώ αργότερα
προστίθεται η βασίλισσα, με
αποτέλεσμα η τρίτη σημερινή φιγούρα, ο βαλές,
να πάρει χαρακτηριστικά και του ιππότη
και του υπηρέτη.
Τα γαλλικά
τραπουλόχαρτα είχαν το τεράστιο πλεονέκτημα ότι μπορούσαν να αναπαραχθούν
εύκολα με μια μέθοδο παρόμοια με το στένσιλ, γι’ αυτό και γρήγορα επικράτησαν,
αν και ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούνται π.χ. ιταλικές τράπουλες για διάφορα
λαϊκά παιχνίδια στην Ιταλία.
Στα γαλλικά
τραπουλόχαρτα, οι φιγούρες πήραν τα ονόματα μεγάλων προσωπικοτήτων της
ιστορίας, έτσι ο ρήγας κούπα είναι ο
Καρλομάγνος, ο ρήγας καρό ο
Καίσαρ, ο ρήγας σπαθί ο Μέγας
Αλέξανδρος και ο ρήγας
μπαστούνι ο Δαβίδ.
Υπάρχουν και
δύο άλλες φιγούρες ελληνικού ενδιαφέροντος: η Αθηνά ως ντάμα μπαστούνι και ο
Έκτορας ως βαλές καρό.
Σε άλλες
περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκαν φιγούρες με πρόσωπα εστεμμένων, ή ακόμα και με
αντιθρησκευτικές παραστάσεις στη γαλλική επανάσταση.
Μια φιλελληνική τράπουλα που κυκλοφόρησε στην
Ουγγαρία το 1829 και της οποίας σώζονται 11 φύλλα στο Ιστορικό Μουσείο
παρουσιάζει στις φιγούρες της τους: Καποδίστρια
(Ρήγας κούπα), Κουντουριώτη (Ρήγας σπαθί), Μαυροκορδάτο (Ρήγας καρό),
Υψηλάντη (Ρήγας μπαστούνι), Ελλάδα (Ντάμα κούπα), Αθηνά (Ντάμα καρό),
Καρτερία (Ντάμα μπαστούνι), Μιαούλη (Βαλές κούπα), Κολοκοτρώνη (Βαλές
σπαθί), Μπότσαρη (Βαλές καρό) και Κανάρη (Βαλές μπαστούνι).
Αυτή η τράπουλα εθεωρείτο ότι είναι η πρώτη του είδους της, αλλά πρόσφατα βρέθηκε μια άλλη που εικάζεται βασικά ότι είναι του1822, δηλαδή παλαιότερη, στην οποία οι τέσσερις ρηγάδες απεικονίζονται με τις μορφές των Αλέξανδρου Υψηλάντη, Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γεωργάκη Ολύμπιου και Γεωργίου Καντακουζηνού.
Αυτή η τράπουλα τυπώθηκε στη Γερμανία και εδώ βλέπουμε τέσσερις φιγούρες της:
Ρήγας σπαθί είναι ο Υψηλάντης, Ρήγας
μπαστούνι ο Γεωργάκης Ολύμπιος (το χαρτί γράφει Jordaki – Γιορντάκι), Ντάμα
μπαστούνι η πριγκίπισσα Υψηλάντη και Ντάμα κούπα η Μπουμπουλίνα (ή Populina όπως τη θέλει ο γερμανός φιλέλληνας
που σχεδίασε την τράπουλα).
Και μόνο από τα πρόσωπα φαίνεται πως η τράπουλα φτιάχτηκε τον πρώτο καιρό της επανάστασης -μάλιστα, ο Βαλές σπαθί είναι Αλβανός.
Τα παιγνιόχαρτα στον
Ελλαδικό χώρο
Δεν είναι
γνωστό πότε μπήκαν τα παιγνιόχαρτα στον ελλαδικό χώρο. Κατά πάσα πιθανότητα οι
βυζαντινοί δεν πρόλαβαν να τα γνωρίσουν, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει καμιά
σχετική μαρτυρία. Ασφαλώς στα Επτάνησα επί ενετοκρατίας παίζονταν χαρτιά, αλλά
για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υπάρχει μαρτυρία από περιηγητές, όμως σε
πολλά παλιά λεξικά βρίσκουμε ότι η λέξη grec
σημαίνει ‘χαρτοκλέφτης, απατεώνας’.
Μερικά λεξικά λένε ότι υπαίτιος για την δυσφημιστική αυτή εξέλιξη υπήρξε
κάποιος Θεόδωρος Άπουλος, ένα
είδος Νικ Δε Γκρηκ της εποχής του Λουδοβίκου του 14ου, που είχε μαδήσει στο λανσκενέ, χαρτοπαίγνιο της
εποχής, όλους τους αυλικούς του Βασιλιά Ηλίου με μια σημαδεμένη τράπουλα.
Είναι βέβαιο πως αυτή η εξήγηση φτιάχτηκε εκ των υστέρων. Άλλωστε, με την ίδια σημασία χρησιμοποιούσαν τη λέξη και οι άγγλοι (όπου η χαρτοκλεψία λεγόταν παλιότερα greekery) αλλά και οι Ισπανοί.· Δύσκολο να έφτασε ως εκεί η χάρη του Άπουλου. Πολλοί ανώνυμοι συμπατριώτες μας θα ευθύνονται, σε συνδυασμό με τη φήμη ελευθεριότητας που είχαν αποκτήσει οι αρχαίοι Έλληνες ήδη από την εποχή των Ρωμαίων.
Ελληνική Ορολογία
Ολη σχεδόν η
χαρτοπαικτική ορολογία μας είναι ευρωπαϊκής προελεύσεως και όχι τουρκικής.
Τις ονομασίες
των φυλών τις πήραμε από τα ιταλικά-ισπανικά, εκτός από τα καρά που τα πήραμε
από τους Γάλλους. Μάλιστα, εδώ έγινε κι ένα μπέρδεμα, αφού τα ♠ τα λέμε
μπαστούνια, ενώ το παλιό ιταλικό και ισπανικό bastone, basto σημαίνει τη φυλή
♣, που εμείς τη λέμε σπαθιά (δάνειο από το spade, espadas, που όμως στα
ιταλικά-ισπανικά δηλώνει τη φυλή ♠!).
Προχωρώντας στα ετυμολογικά της τράπουλας, τον βαλέ που είναι δάνειο από τα γαλλικά (valet, υπηρέτης) τον λέμε και φάντη, που είναι δάνειο από τα ιταλικά (fante) και τελικά ανάγεται στο λατινικό infans, παιδί· και επειδή οι ανήλικοι πρίγκιπες, που λέγονταν infante στην Ισπανία, είχαν μια σωματοφυλακή για να μην πέσουν θύματα των παλατιανών μηχανορραφιών, η σωματοφυλακή αυτή ονομάστηκε infanteria, όρος που γέννησε το σύγχρονο αγγλικό infantry αλλά και τον δικό μας φαντάρο.
Ο φάντης ή
φάντες εμφανίζεται και στη φρασεολογία, όπου για κάποιον ανεπιθύμητο που παρουσιάζεται
αναπάντεχα λέμε ότι εμφανίστηκε σαν
φάντης μπαστούνι.
Η προέλευση της
φράσης μάλλον βρίσκεται στη χαρτομαντεία, όπου ο βαλές μπαστούνι είναι σύμβολο
κακοτυχίας.
Επίσης, όταν
κάποιος συνδέει ή παραβάλλει δύο εντελώς άσχετα μεταξύ τους πράγματα, λέμε τι σχέση έχει ο φάντης με το
ρετσινόλαδο; Κατά μία (μάλλον ευφάνταστη) εκδοχή, η φράση γεννήθηκε
όταν ένας φαρμακοποιός επέμενε να πατσίσει τα χρέη του από τα χαρτιά δίνοντας
τζάμπα φάρμακα στους κερδισμένους.
Σε πολλά
παιχνίδια με χαρτιά υπάρχει η έννοια της μπάζας,
που είναι ενετικό δάνειο αραβικής αρχής (baza),
και δεν έχει καμιά σχέση με τα οικοδομικά μπάζα που κι αυτά είναι ιταλικό
δάνειο (basa) ελληνικής όμως αρχής (βάσις). Η μπάζα λέγεται, ή ίσως λεγόταν
παλιότερα, και χαρτωσιά, σχετική δε είναι η παροιμιώδης φράση ‘δεν πιάνω μπάζα (ή χαρτωσιά)
μπροστά του’ όταν θεωρούμε κάποιον ασύγκριτα ανώτερο από εμάς.
Λέμε βέβαια για
κάποιον που αποκόμισε πολλά κέρδη από μια υπόθεση, ότι «έκανε γερή μπάζα» ή «έκανε τη μπάζα του» και προπολεμικά
«μπαζαδόρους» έλεγαν τους αητονύχηδες που πλούτιζαν γρήγορα (και όχι πολύ
καθαρά)· «αφού μας εσκοτώναν με το ζόρι / στα μακελειά τους χρόνια οι
μπαζαδόροι», λέει σε κάποιο ποίημα ο Βάρναλης.
Πρέφα
Ένα παιχνίδι με
μπάζες είναι και η πρέφα, που
κάποτε ήταν το κυρίαρχο καφενειακό παιχνίδι αφού συνδυάζει τύχη και τέχνη.
Μάλιστα, τόσο πολύ δύσκολο παιχνίδι θεωρείται, που παλιότερα υπήρχε η φράση «δεν παίρνει από πρέφα» για
κάποιον που το μυαλό του δεν κόβει, δεν καταλαβαίνει. Σήμερα η φράση έχει
εξελιχτεί σε «παίρνω πρέφα» που σημαίνει αντιλαμβάνομαι κάτι εγκαίρως, το
υποψιάζομαι.
Η λέξη πρέφα
είναι γαλλικής ετυμολογίας, από το préférence
που σημαίνει προτίμηση, αλλά το παιχνίδι είναι ανατολικοευρωπαϊκό, που έφτασε
σε εμάς από τη Ρωσία (όπου λέγεται preferans), όπως μαρτυρεί και το ότι οι
πόντοι στην ελληνική πρέφα μετριούνται με καπίκια. Αν και εξόχως τεχνικό
παιχνίδι η πρέφα, η αλήθεια είναι ότι επιβραβεύει την υπομονή έναντι της
τέχνης, όπως λέει και η χαρτοπαικτική παροιμία Η πρέφα θέλει υπομονή και το πικέτο τέχνη
Σχετικό για τη
νικητήρια στρατηγική στην πρέφα είναι και το απόσπασμα του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη, από το διήγημα “Η
καλλικατζούνα”: Ο γερο-Κονόμος ήτον “φίδι κολοβό”. Έπαιζε πάντοτε
ρωσική πρέφα με τον γερο-Αποστολίδην και με ένα άλλον. Αν δεν είχε εφτά χαρτωσιές,
δεν “αγόραζε”. Ποτέ δεν ήτο ευχαριστημένος να παίξη μίαν μάχην, χωρίς να βάλη
“άνθρωπον μέσα”. Ποτέ του δεν έχασε πρέφαν.
Από την πρέφα
πρέπει να προέρχονται και φράσεις όπως «τα
βρήκε μπαστούνια» (επειδή στην ιεραρχία της πρέφας τα μπαστούνια είναι
η ευτελέστερη φυλή, οπότε αν τα δύο φύλλα που βρει ο εκτελεστής στην αγορά
είναι μπαστούνια υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να του είναι ακατάλληλα και να
“μπει μέσα”) ή «την κάναμε από
κούπες» (επειδή οι κούπες είναι η ακριβότερη φυλή, οπότε αν μπεις μέσα
στις κούπες πληρώνεις περισσότερα). Αλλά και γενικά η χαρτοπαιξία και τα
τραπουλόχαρτα έχουν δώσει πάμπολλες ιδιωματικές και παροιμιακές εκφράσεις,
μερικές πανευρωπαϊκές, όπως
παίζω με ανοιχτά χαρτιά,
βάζω κάτω τα χαρτιά μου,
ανοίγω τα χαρτιά του,
έχω κρυμμένο έναν άσο στο μανίκι μου,
παίζω το καλό μου ή το τελευταίο μου
χαρτί,
γκρεμίστηκε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα,
παίζει με σημαδεμένη τράπουλα.
Λέμε επίσης τα κάνανε πλακάκια (από μέθοδο των χαρτοκλεπτών), το πέρασε στο ντούκου (από την πόκα) ή κρατάει πισινή (από την κοντσίνα).
http://sarantakos.wordpress.com
https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/773580/i-istoria-tis-trapoula
https://toperiodikomas.blogspot.com/2016/01/h-istoria-ths-trapoulas.html