Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

ΚΛΑΝΙΟΛΑ

 

Σχεδόν πενήντα χρόνια πίσω, στρατιώτης στη Ρόδο, έπεσε στα χέρια μου ένα κείμενο σχετικό με αυτό που δημοσιεύω. Δυστυχώς δεν ξέρω τον πρώτο συγγραφέα για να του αποδώσω  τα του Καίσαρος...

Το αρχικό κείμενο βεβαίως το έχω αλλάξει κατά πολύ, παραμένει βεβαίως στο πνεύμα του αρχικού. 

Το βρήκα και το μοιράζομαι μαζί σας ζητώντας συγνώμη από όσες και όσους δυσαρεστηθούν...



CLAN Α.Ε

ΓΕΝΙΚΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΕΛΛΑΔΟΣ

Κ. ΠΟΡΔΟΠΟΥΛΟΣ – Δ. ΚΛΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ

Σαρανταπόρδου 3

Χαβούζα Κερατσινίου

 

ΘΕΜΑ Περί του πόρδεσθαι

ΣΧΕΤ.  ΧΕΣ45/ΚΛΑΣ3/174/ΠΟΡΔ003/ΠΡΩΚΤΟΣ 1ος

 

  •  

Ως επληροφορήθημεν η αξιότιμος οικογένειά σας και γενικώς το άμεσον περιβάλλον σας υποφέρει δεινώς και φρικωδώς από όζοντας πόρδους, τους οποίους άπαντες εξαπολύετε ιδίως κατόπιν απολαυστικών γευμάτων, εις τα οποία ιδιαιτέρως αρέσκεσθε, επίσης δε και κατά την ώρα του ύπνου σας.

Ο διάσημος Ρώσος χημικός Πουφ Πουφ Βρωμοκολάρωφ εις το σύγγραμμά του (δια το οποίο και ετιμήθη με το βραβείο ΚΛΑΝΙΑΝ) «Φακή η βομβαρδιστική και Φασίολος ο βομβητής» αναφέρεται λεπτομερώς εις το θέμα μας.

Η εταιρεία μας, εν τη προσπαθεία της όπως σας εξυπηρετήσει και ανακουφίσει, ανέθεσεν εις διασήμους χημικούς και μηχανολόγους την μελέτην του πολυκρότου τούτου ζητήματος.

Οι επιστήμονες ούτοι έλαβον υπ’ όψιν μεταξύ άλλων

  τας περί του πόρδου αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων διδασκόντων περί του πόρδεσθαι («Ω καταισχύνη πάντων των πορδομένων», βλέπε Δημοκρίτου «Περί ανέμων»)

● την περί υγιεινής αντίληψην της θυμοσοφολαικής παροιμίας «κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος».

Επιτραπήτω μας η ελευθεριότης εκφράσεως του λόγου διότι υψίστης επστημονικής σημασίας λόγοι την επιβάλλουν.

Αι παλαιότεροι μέθοδοι εξουδετερώσεως των εκ του πόρδου δυσαρέστων εντυπώσεων ήτοι

η καθυσήχασις του ήχου δια βηχός (ξερόβηχας) ή

η δια ταυτοχρόνου τριξήματος της καρέκλας ίνα εξαλείφεται ηχητικώς ο αφιέμενος πόρδος προς εξαπάτησιν των ακουόντων, απεδείχθησαν ατελέσφοροι διότι επρόδιδεν πάντα η οσμή.

Η Αγγλοσαξωνική μέθοδος του ελευθέρως και αφελώς πόρδεσθαι εκρίθη ασυμβίβαστος με την παροιιώδη λεπτότητα των μεσογειακών λαών, εν οις και οι Έλληνες.

Η μουσουλμανική τοιαύτη της υποκόφου αφέσεως (κούφιοι) εκρίθη απαράδεκτος δια ανθρώπους έχοντες το θάρρος της γνώμης των.

  •                                                                   

Ούτω κατόπιν μακρών μελετών και ερευνών, ευρισκέμεθα εις την ευχάριστον θέσιν να σας αναφέρωεμεν ότι επιτύχομεν την κατασκευήν ευχρήστου συσκευής φερομένης εις το εμπόριον υπό το όνομα «ΚΛΑΝΙΟΛΑ», ήτις εφαρμοζομένη επί του εφεδρώνος  έχει την ιδιότητα να καθιστά και τους πλέον αναιδείς εις έκτασιν ήχους αθορύβους και το σπουδαιότερον, με ειδικούς μεταλάκτας, να μετατρέπει κατά βούλησιν την αποκρουστικήν οσμή των εις ευώδες άρωμα, γαρυφάλλου, λεβάντας, ιάσμου κ.λ.π και τον ήχον εις μουσικήν μοντέρναν, ελαφράν, λαικήν, κλασσικήν κ.λ.π κατ’ εκλογήν.

Ούτω δια της συσκευής «ΚΛΑΝΙΟΛΑ» αποκτάτε τα εξής πλεονεκτήματα.

1.    Απαλλάσεσθε από εν απαίσιον ελάττωμα

2.    Έχετε ραδιόφωνον δωρεάν και άνευ συνδρομής εις το ΕΙΡ (το οποίον έχετε εν ταυτώ κυριολεκτικώς κλασμένον)

3.    Είσθε αρωματισμένος άνευ ετέρας  επιβαρύνσεως, είδος πολυτελείας, ΦΠΑ 36%)

4.    Αποφεύγετε πλείστας παραξηγήσεις εκ της ακαίρου αφέσεως του πόρδου ήτις γενικώς θεωρείται εκδήλωσις υπερτάτου περιφρονήσεως/

Η συσκευή «ΚΛΑΝΙΟΛΑ» φέρεται εις το εμπόριον εις τρία μεγέθη, ούτως ώστε να εφαρμόζει εις όλους τους πρωκτούς, τιμάται δε 30  Ευρώ η απλή και 50 η με μουσικόν μεταλλάκτην.

Δια ηλικιωμένας δεσποινίδας (γεροντοκόραι) διαθέτομεν ειδικήν κλανιόλαν εις σχήμα μπανάνας ..

Εις αξιωματικούς αποστράτους και εφέδρους απολυομένουςχορηγούμε συσκευήν με έκπτωσιν 25% και μεταλλάκτην του πόρδου εις θούρια εμβατήρια και σαλπίσματα.

Δια κληρικούς ειδικολυς μεταλλάκτας μετατροπής του πόρδου εις οσμήν λιβανίου μετά κωδωνωκρουσιών.

Δια τους μάγκες και κουτσαβάκηδες ο πόρδος μετατρέπεται εις ζειμπέκικον.

Δια τας πενθεράς (κακάς) μεταλλάκτην του πόρδου εις γλυκόλογα δια τον γαμβρόν (λόγια του κώλου).

Τέλος δια πρωκτούς εξαιρετικών διαστάσεων δεχόμεθα πααγγελλίας επί μέτρω.

Η τοποθέτησις της συσκευής είναι εξαιρετικώς εύκολος κατά δε την νύχταν δύνασθε, αν δεν θέλετε να την χρησιμοποιήσετε, να την τοποθετήσεε εντός ποτηρίου ύδατος, ομού μετά της μασέλας σας εάν έχετε λόγω ηλικίας.

  •                                                                                   

Με την ελπίδα ότι σας ανακουφήσαμεν, αναμένωμεν τας παραγγελλίας σας (τώρα και στο e-shop μας claniola . gr)

 

Οι αντιπρόσωποι


οι εικόνες από το    https://www.newsbeast.gr/weird/arthro/591224/ti-itan-i-perifimi-klaniola




 


Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Εκφράσεις 1

 

Εκφράσεις 1

Μιλώντας χρησιμοποιούμε κάποιες εκφράσεις προερχόμενες από τη λαϊκή σοφία, την προέλευση των οποίων οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε. ΄

Οι φράσεις αυτές έμειναν στην καθομιλουμένη από μία μικρή ή μεγάλη ιστορία, με άγνωστους σε εμάς πρωταγωνιστές η οποία απεικονίζει γλαφυρά τον τρόπο ζωής και δράσης των ανθρώπων μίας άλλης εποχής.

Οι περισσότερες εκφράσεις προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο.

Οι άνθρωποι μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές, ταυτόχρονα όμως, εύκολα διαπιστώνει κανείς, πως στην πραγματικότητα μοιραζόμαστε διαχρονικά τα ίδια πάθη, φόβους, ανησυχίες και ελπίδες.

Αβρόχοις ποσίν

1η ερμηνεία

Ως γνωστόν οι Εβραίοι με τη θαυματουργική επέμβαση πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα «αβρόχοις ποσὶν» χωρίς να βρέξουν τα πόδια τους.

 Φευγέτωσαν δαίμονες, ὀλολυζέτωσαν Νεστόριοι ὡς πρόπαλαι οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ὁ τούτων ἔξαρχος, ὁ νέος Φαραῶ, ὁ πικρὸς ἀλάστωρ καὶ τύραννος· τῷ βυθῷ γὰρ τῆς βλασφημίας κατεχώσθησαν. Ἡμεῖς δὲ οἱ σωθέντες ἀβρόχοις ποσὶν καὶ τὴν ἁλμυρὰν τῆς ἀσεβείας ὑπερβάντες θάλασσαν ᾄσωμεν τῇ μητρὶ τοῦ θεοῦ ᾠδὴν τὴν ἐξόδιον

 (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Oratio tertia in dormitionem sanctae Dei genitricis Mariae. {2934.025}).

Η φράση λέγεται όταν ολοκληρώσουμε ένα δύσκολο έργο χωρίς να κοπιάσουμε.

(ποσί: δοτική πληθυντικού πους- ποδός)

2η ερμηνεία

Ο πασίγνωστος Κροίσος ξεκίνησε κάποτε, να καταλάβει τη χώρα των Μήδων. Με την αριθμητική υπεροχή και τον τέλειο εξοπλισμό του στρατού του, ήταν βέβαιος για τη νίκη του. Χαρούμενοι και με τραγούδια προχωρούσαν οι στρατιώτες, έως ότου έφτασαν στον Άλυ ποταμό και δοκίμασαν να τον περάσουν. Η πρώτη όμως, απόπειρα που έκαναν, απέτυχε, γιατί τα νερά του κυλούσαν με ορμή.

Όλα τα είχε προετοιμάσει ο Κροίσος, ώστε να είναι βέβαιη η νίκη του. Όμως δεν είχε εκτιμήσει το ρόλο, που μπορούσαν να παίξουν τα στοιχεία της Φύσης. Πριν διατάξει την άδοξη επιστροφή, κάλεσε τους στρατηγούς του να συσκεφθούν μήπως βρεθεί κάποιος τρόπος. Μαζί μ’ αυτούς κάλεσε και το Θαλή τον Μιλήσιο, που εκείνη την εποχή ήταν στην υπηρεσία του. Όλοι συμφώνησαν πως δεν υπήρχε λύση. Τότε πήρε το λόγο ο Θαλής. Ζήτησε να του δώσουν ένα τμήμα στρατού και υποσχέθηκε ότι την άλλη μέρα, όλος ο στρατός θα βρίσκεται στην απέναντι όχθη του ποταμού.

Ειρωνικά γέλια υποδέχτηκαν την περίεργη πρότασή του και την τόσο τολμηρή του υπόσχεση. «Σε νόμιζα για σοφό», του είπε ο Κροίσος, «δε φανταζόμουν, όμως, ότι είσαι τόσο τρελός. Παρ’ όλ’ αυτό, θα σου δώσω όσους στρατιώτες θέλεις, γιατί είμαι περίεργος να δω τι θα κάνεις».

Ο Θαλής πήρε μαζί του τους στρατιώτες και προχώρησε προς τα πάνω, αντίθετα στην κοίτη του ποταμού. Όταν έφτασε σε κάποιο σημείο που θεώρησε κατάλληλο, άρχισαν όλοι μαζί να σκάβουν ένα βαθύ χαντάκι. Σκάβοντας όλη τη νύχτα κατάφεραν να ετοιμάσουν μια καινούργια κοίτη στο ποτάμι, ώστε τα νερά του να πέφτουν σε μια κοντινή χαράδρα. Δεν τους έμενε παρά να φράξουν το σημείο που ενώνεται η παλιά κοίτη με την καινούρια, ρίχνοντας πέτρες, κλαριά, χώματα και ότι άλλο έβρισκαν πρόχειρο.

Τα ξημερώματα, η ροή του ποταμού είχε αλλάξει. Το πρωί, όταν ξύπνησαν οι στρατιώτες, έτριβαν τα μάτια τους από την κατάπληξη. Αλλά και οι στρατηγοί και ο ίδιος ο Κροίσος νόμισαν πως ονειρεύονται, όταν είδαν ότι το ποτάμι, που χθες ακόμη έτρεχε μπροστά τους και τους έφραζε το δρόμο, σήμερα έτρεχε πίσω τους. Είχαν μ’ άλλα λόγια περάσει το ποτάμι «εν μια νυχτί» και μάλιστα χωρίς καν να βρέξουν τα πόδια τους («αβρόχοις ποσίν»), όπως γράφει ο ιστορικός της εποχής εκείνης.

Αγρόν ηγόρασε



Η φράση “αγρόν ηγόρασε” χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που αδιαφόρησε εντελώς, δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον, π.χ. “Του το είπα, αλλά αυτός “αγρόν ηγόρασε”.

Η έκφραση προέρχεται από τις παραβολές του Ιησού Χριστού, όπως αυτή αναφέρεται στο “Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον” (Κεφ. 14, 16).

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παραβολή του “μεγάλου δείπνου”, κάποιος άνθρωπος παρέθεσε μεγαλοπρεπές δείπνο και έστειλε τους υπηρέτες του να προσκαλέσουν σε αυτό κάποιους ανθρώπους. Οι προσκεκλημένοι όμως προέβαλαν διάφορες δικαιολογίες για να το αποφύγουν. Ο πρώτος εξ αυτών είπε ότι μόλις αγόρασε ένα χωράφι και πρέπει να το φροντίσει: “ο πρώτος είπεν αυτώ αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν ερωτώ σε, έχε με παρητημένον”

Αξίζει να σημειωθεί πως στην έκφραση διατηρείται η παρωχημένη χρονική αύξηση στο “ηγόρασε”.

Αέρα!

Στην αρχαία Ελλάδα, όταν άρχιζε κάποια μάχη, οι πολεμιστές έπεφταν πάνω στον αντίπαλό τους, φωνάζοντας «αλαλά», λέξη που δεν είχε κανένα νόημα, αλλά ήταν απλώς πολεμική κραυγή. Απ’ αυτό, ωστόσο, βγήκε η λέξη «αλαλάζω» και η αρχαία φράση «ήλόλαζον τήν νίκην», πράγμα που έκανε παλαιότερα τους γλωσσολόγους μας να πιαστούν σε ομηρικούς καβγάδες, γιατί ο καθένας από αυτούς έδινε και τη δική του ερμηνεία.

Ο αλαλαγμός χρησιμοποιήθηκε και στους νεότερους πολέμους, τόσο για εμψύχωση των πολεμιστών, ιδίως στις εφόδους, όσο και σαν επωδός της νίκης, αφού αντικαταστάθηκε η λέξη «Αλαλά» με τη λέξη «Aέρα».

Αλλά ποιο ήταν πάλι το γεγονός εκείνο που έκανε τη λέξη «Αέρα» να επικρατήσει σαν πολεμική κραυγή;
Κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων (1912-13), οι οβίδες του εχθρού, που χτυπούσαν εναντίον των οχυρωματικών θέσεων του στρατού μας, δεν έφερναν σχεδόν κανένα αποτέλεσμα, εκτός από το δυνατό αέρα, που δημιουργούσαν ολόγυρα οι εκρήξεις. Σε κάθε τέτοια, λοιπόν, αποτυχημένη βολή, οι Έλληνες στρατιώτες - προπαντός όμως οι θρυλικοί Τσολιάδες- φώναζαν όλοι μαζί «Αέρα!», θέλοντας με τον τρόπο αυτό να εκδηλώσουν τη χαρά τους για την εχθρική αποτυχία (ειπώθηκε για πρώτη φορά από εύζωνα του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων).

Η λέξη, όμως, «Αέρα» έγινε ένα πραγματικό σύμβολο κατά τον πόλεμο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και επικράτησε τότε και σ’ αυτούς ακόμη τους αντιπάλους μας. Είναι γνωστό, ότι σε πολλές μάχες, οι φασίστες έκαναν επιθέσεις φωνάζοντας «Αέρα», νομίζοντας ίσως ότι η κραυγή αυτή είχε…μαγικές ιδιότητες!

Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε


Ο Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες.

Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδi- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.

Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την…απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!

Αλά μπουρνέζικα

Η έκφραση "αυτά μου φαίνονται αλαμπουρνέζικα" αποτελεί μια σύγχρονη δημώδη ελληνική έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα προς χαρακτηρισμό ακατάληπτων εννοιών, φράσεων και ασυναρτησιών στο λόγο. Χρησιμοποιείται επίσης και σε χαρακτηρισμό δυσανάγνωστων γραφικών χαρακτήρων.

Πολλοί νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο λέξεις.
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που μιλάνε ακόμα, σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.

Άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα αλλιώς

Η φράση αυτή ξεκίνησε από παροιμία, αλλά έγινε παροιμιακή από το παρακάτω περιστατικό.
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος. Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδεχόταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. 

Ήταν ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος. Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ό,τι του κατέβαινε. 

Κάποτε, λοιπόν, έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν είχε το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη ... Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια, αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα της ανθρωπιάς. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά φορούσε τα μέσα έξω. Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους από το στόμα του Μανώλη Μπατίνου:

" Άλλαξε η Αθήνα όψη,
σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ' την Ευρώπη
και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι
και μας κάναν κλωτσοσκούφι
Άλλαξε κι ο Μανωλιός
κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς ".

Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας

      •                                                                                 

Ξέχωρα από τον άνθρωπο, ο λαγός έχει και έναν άλλον εχθρό, την κουκουβάγια. Και οι διαφορές τους είναι ενοικιοστασιακές. Η κουκουβάγια φτιάχνει τη φωλιά της συνήθως στα χαλάσματα των σπιτιών, ανάμεσα σε λιθιές, σε ακατοίκητα καλύβια. Όταν, όμως, ζει στο δάσος, σπίτια δεν υπάρχουν κι έτσι δε διστάζει να κάνει με το ζόρι έξωση στο λαγό. Σταμπάρει τη φωλιά του λαγού και σε κατάλληλη ευκαιρία ορμάει, σκοτώνει το λαγουδάκι ή τα λαγουδάκια με το ράμφος και τα νύχια της και κάθεται αυτή στο έτοιμο σπίτι. Όταν οι κυνηγοί, όμως, φτάσουν ακολουθώντας τ' αχνάρια του λαγού ή με τη βοήθεια του σκυλιού τους, μπροστά στη φωλιά του λαγού, τότε αντικρίζουν στη «μπούκα» δυο πελώρια γυαλιστερά μάτια, τα μάτια όχι του λαγού, αλλά της κουκουβάγιας.

Αυτό που κάνει όμως, η κουκουβάγια στο λαγό, φαίνεται ότι το κάνει και ο κούκος στην κουκουβάγια. Λέγεται ότι «o κούκος μέλλων να γεννήση τα ωά του, διευθύνει με ταχυτάτην πτήσιν εις φωλεάν γλαυκός, ήτις, τυφλώττουσα προς το ημερινόν ηλιακόν φως, γίνεται περίφοβος εις την αιφνιδίαν προσβολήν του κούκου και παραχωρεί την φωλεάν της. Τότε ο κούκος κυλίων και εκβάλλων εν των ωών εκείνης, γεννά και αντικαθίστησι τα ιδικά του. Ή γλαύξ μετά την επιστροφήν αυτής επωάζει αυτά, ο δε κούκος με την αυτήν ταχύτητα διώκει την γλαύκα εκάστοτε και τρέφει τα νεογνά του, μέχρις ου πτερυγίσωσι και τον ακολουθήσωσιν». Γι' αυτό και οι αρχαίοι είχαν μια σχετική παροιμία: «Άλλο γλαύξ, άλλο κορώνη φθέγγεται». Καθώς , επίσης, και αυτή που μεταχειρίζονται ακόμη σε πολλά μέρη της πατρίδας μας: «Άλλο το κούμπαλο κι άλλο το δαμάσκηνο».

Άλλος πλήρωσε τη νύφη


Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας.
Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε το νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν' ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει.
Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ' ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο, έλεγε πως ο,τιδήποτε κι αν συνέβαινε προ ή μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης "δε θα ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες και τα τζοβαΐρια όπου ανταλλάξασι οι αρρεβωνιασμένοι". Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο - Φλαμής ήξερε από πριν, τι επρόκειτο να συμβεί γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο.
Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι "άλλος πλήρωσε τη νύφη"

Αλλουνού παπά ευαγγέλιο

 

Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία.
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό.
Ο παπάς όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει.
Εδώ όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος.
Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας να λέει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου.
Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε, «Τί μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο!…»
«Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός, που κατάλαβε το λάθος του και προσπάθησε να το «μπαλώσει» όπως όπως.
«Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…».
Από τότε έμεινε αυτή η παροιμιώδης φράση, με την οποία εννοούμε ότι κάτι είναι άσχετο με κάτι άλλο, ή ότι κάποιος είναι αναρμόδιος για κάποιο θέμα.

Αναγκαίο κακό

Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε για πρώτη φορά σ’ ένα στίχο του Μένανδρου (342-291 π.Χ.),που μιλάει για το γάμο. Ο ποιητής γράφει ότι ο γάμος «…εάν τις την Αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, άλλ’ αναγκαίον κακόν». Δηλαδή: Εάν θέλουμε να το εξετάσουμε στο φως της αλήθειας, ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά «αναγκαίον κακόν». Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Μένανδρου διαβάζουμε - ίσως για παρηγοριά για τα παραπάνω - την εξής περικοπή: «Πάντων ιατρός των αναγκαίων κακών χρόνος εστίν». Επίσης: «αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή». Δηλαδή, η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό. 

Απ’ έξω και ανακατωτά


Τον Σεπτέμβριο του 1155, σ’ ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης συνέβησαν τέτοια έκτροπα, που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Εμμανουήλ Κομνηνός, διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές εκείνης της εποχής. Έτσι, πολλοί τυφλώθηκαν, άλλοι εξορίστηκαν και άλλοι ρίχτηκαν στα φοβερά κελιά των φυλακών του Επταπυργίου. Οι τελευταίοι, πέραν του εγκλεισμού τους στην φυλακή, είχαν υποβληθεί και σε μια επιπλέον πρωτότυπη τιμωρία - μαρτύριο: Κάθε μέρα, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά, είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο!

Οι φύλακες δεν τους άφηναν να πάρουν ανάσα και ουαί κι αλίμονο αν οι τιμωρημένοι σταματούσαν τις προσευχές και τους ψαλμούς, έστω και για ένα λεπτό. Οι προσευχές διαβάζονταν μέσα από μεγάλα και χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν οι προσευχές τελείωναν, αντί οι φυλακισμένοι να αρχίσουν το βιβλίο από την αρχή, ήταν υποχρεωμένοι να τις διαβάσουν απ’ το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα.

Απ’ αυτό το περίεργο γεγονός προέκυψαν και οι παροιμιώδεις φράσεις «του τα ‘ψαλα απ’ την καλή και την ανάποδη» και «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά»*, που σημαίνει σήμερα «γνωρίζω κάτι πολύ καλά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.

 

●●●  Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η φράση «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά», προέρχεται από την εκπαιδευτική διδασκαλία στα σχολεία του Βυζαντίου: Οι δάσκαλοι για να διαπιστώσουν αν οι μαθητές γνώριζαν καλά το αλφάβητο απ’ έξω και δεν το «παπαγάλιζαν» απλά, τους έδειχναν τα γράμματα ανακατεμένα και τους ζητούσαν να τα πουν.

Από μηχανής Θεός

 

Με την φράση «από μηχανής θεός» χαρακτηρίζουμε ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός, που με την απροσδόκητη εμφάνισή του, δίνει μια λύση ή μια νέα εξέλιξη σε περίπτωση αμηχανίας ή διλήμματος. Η καταγωγή της έκφρασης αυτής, ανάγεται στην αρχαία ελληνική δραματική ποίηση και ειδικότερα στην τραγωδία. Συγκεκριμένα, σε αρκετές περιπτώσεις ο τραγικός ποιητής οδηγούσε σταδιακά την εξέλιξη του μύθου σ’ ένα σημείο αδιεξόδου, με αποτέλεσμα η εξεύρεση μιας λύσης να είναι πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Τότε, προκειμένου το θεατρικό έργο να φτάσει σε ένα τέλος, συνέβαινε το εξής: εισαγόταν στο μύθο ένα θεϊκό πρόσωπο, που με την παρέμβασή του έδινε μια λύση στο αδιέξοδο και το έργο μπορούσε πλέον να ολοκληρωθεί ομαλά. 
Η έκφραση «ο από μηχανής θεός» καθιερώθηκε, επειδή αυτό το θεϊκό πρόσωπο εμφανιζόταν στη σκηνή του θεάτρου με τη βοήθεια της «μηχανής», δηλαδή ενός ξύλινου γερανού, ώστε να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά, ή καμιά φορά από καταπακτή, εάν επρόκειτο για θεό του Άδη . Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για μια περίπτωση επιφάνειας (θεϊκής δηλαδή εμφάνισης στους θνητούς), που συνέβαινε στο τέλος μιας τραγωδίας, διευκολύνοντας τον τραγικό ποιητή να δώσει μια φυσική λύση στο μύθο του έργου του.

Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα

Ο Βλαχογιάννης

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (Άπαντα τόμ. 3) γράφει τα εξής: " Ίσαμε το σωτήριο έτος 1486 (που άνοιξε ο δρόμος της Καλής Ελπίδας) τα μυρουδικά των Ινδιών, πιπέρια, γαρούφαλα, κανέλες και η άλλη συντροφιά τους η μπαχαρική, είχε ένα μοναχό λιμάνι στη Μεσόγειο, κι αυτό ήταν η Αλεξάντρεια και σ' αυτό πλήρωναν το κουμέρκι τους. εδώ ίσα - ίσα αρχίζει ο μύθος, που επιμύθιο θα 'χει την παροιμία της Πόλης και την κανέλα της. Ένας κάποιος έμπορος ή εφοπλιστής - συχνά οι δύο κάνουν ένα πρόσωπο, και Χιώτης αυτός θα ήταν, αφού η μαρτυρία θέλει την παροιμία Χιώτικη και οι Χιώτες είναι πονηροί μα και τρελοί, ποιος λίγο, ποιος πολύ, μπορεί να ' τανε και Γενοβέζος, ή ό,τι άλλο θέλετε, πάντα όμως ναυτικός που πρώτη φορά έκανε το εμπόριο των μπαχαρικών και πρώτη φορά έπιανε στο λιμάνι της Αλεξάντρειας, - με το καράβι του φορτωμένο την Ινδιάνικη πραμάτεια του, φουντάρισε στη Χίο: με το αρίβο του, ο κουμερκιάρης του νησιού (τελώνης) άνοιξε τ' αμπάρι, εξέτασε το φορτίο, είδε απάνω - απάνω την κανέλα και κατάλαβε. ρώτησε αθώα τον καπετάνιο… "Από πού έρχεσαι; Από την Πόλη;"  Ο Κουμερκιάρης γέλασε, γύρισε στους άλλους γύρω και είπε, σαν να το 'λεγε στον εαυτό του: "Ορίστε, από την Πόλιν έρχομαι και στην Κορφή κανέλα". Ο καπετάνιος, δηλαδή, για να γλιτώσει το τελώνιο της εισαγωγής από το εξωτερικό, τέλεια άπειρος του Μεσογειακού εμπορίου, νιόβγαλτος θαλασσοπόρος, άπραγος πραματευτής, καπετάνιος του γλυκού νερού, την έπαθε Χιώτικη. Μπορεί να ήτανε και Χιώτης, καθώς είπα, που πρώτη φορά καταπιανόταν με εμπόριο των μπαχαρικών. Οι Χιώτες οι τετραπέρατοι σ' αυτές τις δουλειές, θα γελάσανε με την καρδιά τους για το πάθημα του ανόητου πατριώτη τους, κατάσχεση φορτίου και του καραβιού, ακόμη και φυλάκιση".

"Ο Ι. Βαλαβάνης προσπάθησε να την εξηγήσει τη φράση αυτή πλάθοντας ολάκερο μύθο, πως τάχα ένα παλικάρι, γυρίζοντας από τα ξένα, έγραψε στην αγαπημένη του τα λόγια αυτά: "Από την Πόλιν έρχομαι και στην κορφή καν' έλα".
Έτσι, ο Γιάννης Βλαχογιάννης παραδέχεται, λοιπόν, πως η φράση είναι Χιώτικη και δεν παραδέχεται την εξήγηση του Ιωακείμ Βαλαβάνη ("καν έλα"). Βγήκε, λέει, από ιστορικό περιστατικό που λησμονήθηκε.

Οι Σταυροφόροι

Σύμφωνα με την πρώτη, και για πολλούς επικρατέστερη, άποψη, η φράση δεν έχει καμία σχέση με το διάσημο μπαχαρικό. Αναφέρεται στους Σταυροφόρους, οι οποίοι, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη Κωνσταντινούπολη, καθόριζαν ως σημείο συνάντησης την κορυφή κάποιου λόφου...
Δηλαδή, το νόημα είναι: “Έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή“. Ως εκ τούτου, η φράση δεν είναι “κανέλα“, αλλά “καν’ έλα“. Υποτίθεται ότι το “καν” χρησιμοποιείται με την έννοια του “κινάω”, δηλαδή “ξεκίνα κι έλα“. Ή είναι η προστακτική του “κάνω”, το τελευταίο γράμμα της οποίας ενώνεται με το “έλα”....
Ωστόσο, επειδή οι Σταυροφόροι δεν μιλούσαν ελληνικά, η εκδοχή αυτή έχει μειωμένη αξιοπιστία....

Οι παλιννοστούντες ναυτικοί

Σύμφωνα με τον “πατέρα” της λαογραφίας στην Ελλάδα, Νικόλαο Πολίτη, η φράση όντως λέγεται “επί λόγων ασυναρτήτων και μωρών”. Αναφέρει σχετικά: “Φαίνεται, όμως, ότι η παροιμία αποτελούσε στίχο δημώδους άσματος, ο οποίος, αφού παρανοήθηκε, έγινε παροιμιώδης και πήρε τη σημερινή έννοια. Ταίριαζε δε τέτοιος στίχος σε άσμα παλινοστούντος ναύτου, ο οποίος προσκαλούσε την ερωμένη του να ανέβει σε κάποια κορυφή και να αγναντέψει για να δει το πλοίο που θα τον έφερνε στο λιμάνι της πατρίδας του: “Από την Πόλη έρχομαι, και στην κορφή καν έλα!”. Και πράγματι δεν είναι ασυνήθιστο σε πολλά νησιά της Ελλάδας να υποδέχονται οι γυναίκες των ναυτικών τους συζύγους τους ανεβαίνοντας σε ύψωμα απ’ όπου έχουν θέα στο πέλαγος και μπορούν να δουν το πλοίο πολύ πριν φτάσει  λιμάνι

Το κανελόλαδο στα μαλλιά

Μια ακόμη εκδοχή, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εστία” το 1928, προτείνει ότι όσοι έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη, επέστρεφαν φρεσκοκουρεμένοι και παρφουμαρισμένοι με κανελόλαδο στα μαλλιά, στην κορφή του κεφαλιού....

Φράση χωρίς εξήγηση

Συμπληρωματικά, κάποιοι υποστηρίζουν πως η φράση ενδεχομένως να μην έχει καμία λογική εξήγηση. “Γιατί λοιπόν απαιτούμε να έχει λογική εξήγηση μια φράση που κοροϊδεύει την ασυναρτηία του λόγου, την έλλειψη λογικού ειρμού στη συζήτηση;“, είναι, με άλλα λόγια, το σκεπτικό....

Αυτό επιβεβαιώνεται και από διάφορες παραλλαγές που συμπληρώνουν και ενισχύουν την αίσθηση του ακατανόητου της φράσης όπως “…και βγάζω τα παπούτσια μου να μη βραχεί η ομπρέλα“....

΄Αρες μάρες κουκουνάρες


Η Έκφραση προέρχεται από αρχαίες Ελληνικές κατάρες. Στον ενικό η λέξη είναι Κατάρα Κατ - άρα

Με την πάροδο των χρόνων για λόγους καθαρά εύηχους και μόνο προσετέθη και το «Μ». Δηλαδή: Κατ-άρα-μάρα. Και έτσι στη νεότερη ελληνική έγινε -αρα-μάρα, άρες μάρες, έβαλαν και την «κούφια» ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρες (κούφια δεν είναι τα κουκουνάρια;) και δημιουργήθηκε αυτή η καινούρια φράση! την λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως ακούσαμε κάτι χωρίς νόημα και χωρίς ουσία!

Άρτζι, Μπούρτζι και λουλάς

                                                                                






Τι σημαίνει αυτή η έκφραση που την χρησιμοποιούμε με την έννοια του άλλα αντί άλλων, απόλυτου πανικού και ανοργανωσιάς ;
Ως συνήθως ξεχάστηκε στο διάβα του χρόνου η κυριολεκτική έννοια της φράσης και μαζί η προέλευση και η ανάγκη που την έκανε να χρησιμοποιηθεί.

Ο καθηγ. Μπαμπινιώτης, πιστεύει ότι προέρχεται από το μεσαιωνικό ουσιαστικό αρτσιβούριον, κι’ αυτό από το αρμενικό arats-havoth, μαντατοφόρος, αγγελιαφόρος. Λέει πως αναφέρεται στην πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Αρμένιοι ακολουθούσαν μια αυστηρή νηστεία. Όμως οι Βυζαντινοί, ως ορθόδοξοι, αντιμετώπιζαν με εχθρότητα αυτή την Αρμένικη (Γρηγοριανή/ αιρετική) αίρεση των Αρτζιβουρίων.

Η λέξη κατέληξε να είναι συνώνυμη με την αταξία και την πλήρη ακαταστασία, γιατί οι Βυζαντινοί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν την καθιέρωση αυτής της νηστείας, το έκαναν με πολλούς και συχνά παράλογους τρόπους με αποτέλεσμα να επικρατήσει σύγχυση. !!! 

Αργότερα λέει ο καθηγητής στο αρτζιμπούρτζι προστέθηκε η λέξη λουλάς για να ενταθεί εκφραστικά η σύγχυση !!!
Γιατί όμως διαλέχτηκε ο λουλάς και όχι κάποια άλλη λέξη π.χ τέντζερης ; Πως ο αγγελιαφόρος arats-havoth συνδέθηκε με το Τριώδιο, έγινε αρτζιμπούρτζι και απέκτησε το νόημα της ακαταστασίας; Άγνωστο !!!

●●● Μια άλλη εκδοχή, θέλει το arquebus ή harkbus ή hackbut (ολλανδικό  Πυροβόλο που χρησιμοποιήθηκε από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα. Ο γάντζος του, ήταν ένα απαραίτητο σιδερένιο δίχαλο σχήματος Υ, στο οποίο ακουμπούσε το όπλο αρκεβούζιο για να σκοπεύσει σταθερά. Μήπως ο γάντζος λεγόταν και "λουλάς" από το οθωμανικό lüle / σωλήνας ; (απ’ όπου και ο σωλήνας/ λουλάς του ναργιλέ).
Μήπως οι κακοπληρωμένοι μισθοφόροι, όταν έφευγαν από το στράτευμα έπαιρναν μαζί τους τα αρκεβούζια και λουλάδες (οπλισμό τους) και έτσι δημιουργείτο οχλαγωγία, ανταρσία και λέγανε: « αρκεβούζια και λουλάδες/ αρτζι μπούρτζι και λουλάς » τα πήραμε και φύγαμε ;


●●● Επίσης, όταν ο Καποδίστριας είπε στους οπλαρχηγούς, που του ζητούσαν χρήματα ότι τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, αυτοί ενοχλημένοι είπαν πως: «Αν δεν μας δώσεις τα δέοντα, θα πάρουμε τα αρκεβούζια μας και το λουλά μας, θα τα στήσουμε στο πέρασμα του Ναυπλίου και οποίος πλούσιους θα περνά, θα τον ληστεύουμε και θα δημιουργήσουμε φασαρίες. 


●●● Τέλος άλλη ετυμολογία/ παρετυμολογία θέλει κάποιο Πασά (τον Αλή;) , καθισμένο στο Παλαμήδι, έχοντας εμπρός του το Μπούρτζι και δεξιά του το Άργος (Άρτζι), πίνοντας ραχατλίδικα ναργιλέ, να είπε: «Άρτζι, Μπούρτζι και λουλάς» (Άρτζι = Άργος, Μπούρτζι = το γνωστό και λουλάς = ναργιλές). Δηλώνοντας έτσι χαλαρότητα και ξεγνοιασιά.

Ας πάει και το παλιάμπελο


«Τρέξατε, τρέξατε... Απόψε στο θέατρο, τη γυναίκα θα παίξει αληθινή γυναίκα». Έτσι διαφήμισαν οι ντελάληδες την πρεμιέρα, του ιταλικού μελοδράματος «Λουκία ντε Λαμερμούρ» του Ντονιτζέτι -στο πρώτο χτισμένο χειμερινό θέατρο της Αθήνας.

Ήταν Νοέμβριος του 1840 στο θέατρο Μπούκουρα, επί Όθωνος. Μέχρι τότε τους γυναικείους ρόλους, στα μπουλούκια, τους υποδύονταν άντρες. Όπως αναφέρει και ο Γιάννης Βλαχογιάννης στην ιστορική του ανθολογία, είχε λίγες μέρες που εμφανιζόταν μία περίφημη Ιταλίδα αοιδός - η Ρίτα Μπάσσο -, φερόμενη στις εφημερίδες της Εποχής ως Βάσση και συνοδευόμενη από τον χαρακτηρισμό " Μαγευτική Σειρήν ",η οποία, κυριολεκτικά, ξετρέλαινε τους Aθηναίους κι έγινε αιτία πολλών επεισοδίων και στα ανώτατα τότε στρώματα της κοινωνίας ακόμη.

Τέτοιος ήταν ο σάλος που ξέσπασε στην πρωτεύουσα, που ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του θα γράψει ανάμεσα στα άλλα, πως «νέοι και γέροι είχαν χάσει τα χρηστά ήθη και η Ελλάς όδευε προς την καταστροφή».

Κατά την ώρα, λοιπόν, μιας παράστασης ακούστηκε από ένα θεατή η φράση: "Για σένα, κυρά μου ... ας πάει και το παλιάμπελο". Ήταν μια αναφώνηση ενός απλοϊκού κτηματία της Αττικής, που από τις τελευταίες σειρές εκδήλωνε τον ενθουσιασμό του, θυσιάζοντας για χάρη της ωραίας ξένης πριμαντόνας ένα όχι και τόσο ... νόμιμο αμπέλι της περιουσίας του, παράλληλα με τις ευγενικές προσφορές των αριστοκρατών θεατών της πρώτης σειράς, που ήταν λουλούδια στην παράσταση και κοσμήματα πανάκριβα μετά από αυτήν. Η φράση όμως αφού έφερε, τότε, το γύρο της μικρής Αθήνας, αποθανατίστηκε ως τα σήμερα.

Όσο για τη Ρίτα Μπάσσο, εξαιτίας της είχε δημιουργηθεί σοβαρό επεισόδιο μεταξύ του τότε δημάρχου Καλιφρονά και του Άγγλου πρεσβευτή Λάιον. Ο δήμαρχος, επειδή δεν τον κάλεσε ο πρεσβευτής, που έδινε χορευτική βραδιά, για να τιμήσει την Ιταλίδα πριμαντόνα, θύμωσε και διέταξε την υπηρεσία απορριμάτων να μην πάρει τα σκουπίδια της Πρεσβείας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο αρχηγός του Αγγλικού κόμματος Αντρέας Λόντος, που αν και «γέροφαφούτης», «παλάβωσε» και άρχισε να σκορπά την περιουσία του σε κάθε νάζι της Ιταλίδας.

Χωρίς περιστροφές ο στρατηγός Μακρυγιάννης έγραψε: «Παλάβωσαν οι γέροντες και οι μαθητές πουλούν τα βιβλία τους και πάνε v' ακούσουν τη Ρίτα Μπάσσο. Το γέρο Λόντο, που δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο του θεάτρου και τον αφάνισε τόσα τάλλαρα δίνοντας κι άλλα πισκέσια».

Ο Ανδρέας Λόντος, ξημεροβραδυαζόταν στο θέατρο και καθώς δεν είχε δόντια, γινόταν περίγελως φωνάζοντας "Μπλάβο Λίτα"!

Αυγά σου καθαρίζουνε;

 

Μια φορά τον χρόνο, οι Ρωμαίοι, για να τιμήσουν την Αφροδίτη και τον Διόνυσο, γιόρταζαν  μ’ έναν πολύ παράξενο τρόπο:
Κάθε 15 Μαΐου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες κι άρχιζε έναν «πόλεμο» με…αυγά μελάτα!
Χιλιάδες αυγά ξοδεύονταν εκείνη την ημέρα για διασκέδαση κι ο κόσμος γελούσε ξέφρενα. Τα γέλια αυτά, κάποιες φορές, εξακολουθούσαν για εβδομάδες ολόκληρες.

Στη γιορτή αυτή, δεν έπαιρναν μέρος μόνο οι πολίτες, που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, αλλά κι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δέσποινες και αυτοκράτορες καμιά φορά.

Π.χ. ο αυγοπόλεμος ήταν μια απ’ τις μεγάλες αδυναμίες του Νέρωνα, που πετούσε αυγά στους αξιωματικούς και στους ακόλουθους των ανακτόρων του, χωρίς να είναι η ημέρα της γιορτής των αυγών.

Για κάποιο διάστημα, η γιορτή αυτή, είχε γίνει δημοφιλής και στο Βυζάντιο. Αναφέρεται σε αρκετά βυζαντινά κείμενα, με δυο-τρία λόγια όμως.

Έτσι, απ’ το περίεργο αυτό έθιμο (που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων), έμεινε η ερωτηματική φράση: «Αυγά σου καθαρίζουνε;».
Την λέμε δε, όταν βλέπουμε να γελά χωρίς προφανή λόγο κι αιτία.

Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς ...


Στα χρόνια του Όθωνα, βρισκόταν σε κάποιο σοκάκι στο Ναύπλιο η ταβέρνα της Μιχαλούς. Παραδόπιστη και εκμεταλλεύτρια, από τον καιρό που πέθανε ο άντρας της, είχε μια περιορισμένη πελατεία, που τους έκανε πίστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του οποίου έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός. Αλίμονο σε κείνον που δε θα ήταν συνεπής, η Μιχαλού, κυριολεκτικά τον εξευτέλιζε. Ανάμεσα σε αυτούς τους οφειλέτες ήταν και ένας ευσυνείδητος, που του ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την εξοφλήσει, γιατί δεν είχε εκείνο τον καιρό δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε ο άνθρωπος τους δρόμους παραμιλώντας.

 Όταν κάνεις ρωτούσε να μάθει τι είχε ο άνθρωπος αυτός, απαντούσαν : « αυτός χρωστάει της Μιχαλούς ».

Βγήκε ασπροπρόσωπος

Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν έναν συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει.

Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει.
Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ό,τι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα.

Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα.

Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα.

Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος».

Αυτή είναι μια από τις επικρατέστερες εκδοχές, απ’ την οποία έμεινε η φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», που την λέμε σήμερα, όταν κάποιος βγαίνει αλώβητος από μια δοκιμασία, μια δύσκολη περιπέτεια, ένα μπλέξιμο. Λέμε επίσης και «τον έβγαλε ασπροπρόσωπο», εννοώντας πως κάποιος δικαιώνει κάποιον άλλον που πίστεψε σ’ αυτόν.

Βράσε όρυζα

                                                       

Φράση που χρησιμοποιείτε όταν θέλουμε να εκφράσουμε πιο κόσμια την απογοήτευσή μας για κάτι.

Η "ιστορία" της έχει ως εξής.

Στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, ένα ελληνικό τάγμα, που είχε προχωρήσει πολεμώντας μέσα στο έδαφος της Βουλγαρίας, είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα του. Οι στρατιώτες μας, όμως, πολεμούσαν θαρραλέα κι ολοένα προχωρούσαν.

Για το μόνο πράγμα που παραπονιόντουσαν ήταν η τροφή. Γιατί στη γρήγορη προέλασή τους, δεν πήραν τίποτα άλλο μαζί τους, εκτός από μερικό σακιά ρύζι. Έτσι πρωί, μεσημέρι, βράδυ, έτρωγαν ένα άνοστο λαπά, χωρίς αλάτι και βούτυρο. Κάποτε όμως, μπήκαν σ' ένα χωριό, στο Λάμποβο (γενέτειρα των εθνικών ευεργετών Ευάγγελου και Κωνσταντίνου Ζάππα). Εκεί έβγαλαν το άχτι τους. Πεινασμένοι καθώς ήταν, έπεσαν στα κοτέτσια του χωριού και δεν άφησαν κότα για κότα.

Φυσικά γύρισαν αμέσως στα τάγμα τους κι ετοιμάστηκαν να τις σφάξουν και να τις μαγειρέψουν. Μάγειρας του τάγματος ήταν τότε ένα κουτούτσικος φανταράκος, ο Μανώλης Αναπλιώτης, που ετοίμαζε το καζάνι. Αλλά, τη στιγμή εκείνη, παρουσιάστηκε ο διοικητής τους, ο αείμνηστος ταγματάρχης Αγγελάκης. Μόλις έμαθε, ότι οι άνδρες του ετοίμαζαν να σφάξουν ξένες κότες, έγινε έξω φρενών και διέταξε να τις επιστρέψουν αμέσως.

Όταν οι στρατιώτες του τον ρώτησαν τι θα φάνε, εκείνος γύρισε στο μάγειρα και τον πρόσταξε:
Βράσε ρύζι, Μανώλη!

Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει

 

Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).

Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον…δανείσει!

Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.

Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού.

Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί».


Για ψύλλου πήδημα

 

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Εκφράσεις 2

 

Καβάλησε το καλάμι

Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες το έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους, καβαλώντας σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα)

Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του

Στα παλιά τα χρόνια, για να ταξιδέψεις στη θάλασσα έπρεπε να ’χεις πολύ κουράγιο, γιατί σ’ όλα τα πέλαγα αλώνιζαν κουρσάρικα καράβια.
Οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες και τα πλοία αρμένιζαν με τα πανιά ή με τα κουπιά.
Φαντάζεστε τι πλήρωμα θα ’χανε τα κουρσάρικα καράβια!
Οι κωπηλάτες, οι περισσότεροι ήταν συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι των κάτεργων - δηλ. πλοίο που δούλευαν οι κατάδικοι), με σκοτεινό παρελθόν, (απ’ εδώ και η λέξη κατεργάρης=άνθρωπος χωρίς εμπιστοσύνη κλπ.).
Υπήρχαν, επίσης, πλοία την εποχή εκείνη, που ονομαζόντουσαν «κάτεργα» (πλεούμενες φυλακές). Έτσι, το πλήρωμα αυτών των πλοίων λεγόταν «κατεργάρηδες».
Όταν, λοιπόν, ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ’ το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».
Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους μπάγκους ή πάγκους (από το ιταλικό panco)

Ο αλυσόδεσμος αποτελούσε "ποδοπέδη" (κατ΄ αντιστοιχία των χειροπέδων) στην παλαιότερη εποχή ναυτικής ιστορίας που κάποιες γαλέρες ήταν κάτεργα. Ο αλυσόδεσμος ήταν ένα μικρό σχετικά τμήμα αλυσίδας της οποίας το ένα άκρο έφερε κλοιό σχετικά μικρής διαμέτρου που περνούσε στο σφυρό του ενός ποδιού του "δεσμώτη - ερέτη" (κωπηλάτη) και το άλλο στερεωνόταν στο "σέλμα" πάγκο κωπηλασίας που αυτό χρησίμευε και ως κάθισμα, τραπέζι, κρεβάτι, τόπος μαρτυρίου για να καταλήξει όχι σπάνια και σε νεκρική κλίνη. Από τη ζωή αυτών των κατάδικων προέρχονται και οι περισσότερες γελοιογραφίες κατάδικων που έφεραν αλυσόδεσμο και τη μεταλλική μπάλα, όπως επίσης προέρχεται και η ελληνική δημώδη έκφραση "Κάθε κατεργάρης (κάτεργος) στο πάγκο του".

Και οι τοίχοι έχουν αφτιά


Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως τον Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν κυρίως τα τείχη που την κύκλωναν.
Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα.

Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόθουλος - ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά -, ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα τον Σγουρό
Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος οπό τους Φράγκους κλείστηκε στην Ακροκόρινθο, ο Ναρσής τού πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό.
Το χτίσιμό του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο
Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, το οποία χρησίμευαν για φυλακές.
Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από ‘κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, ας πούμε, ένα είδος…ακουστικών…της εποχής τους. Τότε τα έλεγαν «ωτία».

Καλή σταδιοδρομία


Αυτή η φράση έχει την προέλευσή της από το δρόμο του ενός Σταδίου των αρχαίων στην Ολυμπία, εκεί που γινόντουσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.

Καλό κουμάσι είσαι

Γύρω στα 1895, η Αγγλία είχε κατορθώσει να φτιάξει τα καλύτερα υφάσματα που υπήρχαν ως τότε και όλες οι αγορές του κόσμου είχαν πλημμυρίσει απ’ αυτά. Δυο ανατολίτες έμποροι – που είχαν το μαγαζί τους στο Γαλατά της Πόλης – σκέφτηκαν τότε, να πλουτίσουν με δικό τους τρόπο. Ο ένας από τους δυο συνεταίρους ταξίδεψε στην Αγγλία και αγόρασε μια μεγάλη ποσότητα από ρετάλια που τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Τα ρετάλια αυτά, είχαν βέβαια τη σφραγίδα μιας φημισμένης βιομηχανίας, αλλά ήταν από το χειρότερο είδος που υπήρχε στις αποθήκες. Φυσικά, οι έμποροί μας τα παρουσίασαν για πράγματα πρώτης τάξης και οι αφελείς έτρεχαν να τ’ αγοράσουν σε τιμή … ευκαιρίας. Όταν ανακαλύφθηκε η απάτη, ήταν αργά. Οι δύο συνεταίροι είχαν εξαφανιστεί. Από το περιστατικό, όμως αυτό έμεινε και η φράση: «είσαι καλό κουμάσι», που τη λέμε όταν θέλουμε να υποτιμήσουμε κάποιον. Γιατί «κουμάσι» στα τούρκικα σημαίνει κομμάτι υφάσματος. Δηλαδή ρετάλι. (Και το «κοτέτσι» σε πολλά μέρη το λένε «κουμάσι». Ο Ησύχιος αναφέρει ότι σημαίνει ορνιθώνας – κοτέτσι)


Κάλλιο αργά παρά ποτέ

Παροιμία και σύγχρονα παροιμιακή, αυτή η φράση, θέλουμε να πιστεύουμε πως μας την άφησε ο Σωκράτης.
Όταν, λοιπόν, ο φιλόσοφος, σε περασμένη ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντάς του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;…» (« Τώρα που γέρασες μαθαίνεις κιθάρα;»).
Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)» («Καλύτερα να μάθω αργά παρά να παραμείνω αμαθής»).
Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας. Έκανε μια … μετάφραση.
Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: «Του μεν ουν μηδ’ όλως το βραδίον αφικέσθαι άμεινον». Δηλαδή, «Αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανέθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου».

Κάνει την πάπια

Η έκφραση «κάνω την πάπια» σημαίνει, σύμφωνα με το λεξικό, προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κάτι, αποφεύγω να πάρω θέση. Συνώνυμη έκφραση είναι «κάνω το κορόιδο».

Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή - ονομάζονταν Παπίας.
«Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τας εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο.
Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσια του.

,Όταν  αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β`, Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες - ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα - στον αυτοκράτορα.
Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του ...βούρκωναν υποκριτικά. - «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;».
Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι` αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»... Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.

Κάποιο λάκκο έχει η φάβα

Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της. Από δω έχουμε και τη γνωστή φράση “κάποιο λάκκο έχει η φάβα».

Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε

  Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους…φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.

Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
- Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό φούρνους…
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!
- Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά;

Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.

Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε», ή «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε» που τη λέμε σήμερα, άγνωστο γιατί, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.

Καρφί δεν του καίγεται

Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο.
Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο.

Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να `χει σαράντα χιλιάδες κατοίκους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους.

Παρ` όλ` αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα.
Κι ένα απ` όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ` άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια.

Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.

Κατά φωνή κι ο γάιδαρος

Ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα είναι και ο γάιδαρος. Από αρχαιότατα χρόνια, οι άνθρωποι τον αγαπούσαν, όχι μόνο για την υπομονή, που δείχνει στις πιο βαριές δουλειές, αλλά και για την αντοχή του. Οι Φαραώ του 40ού αιώνα είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο που τους χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα.

Όταν ένας γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη.

Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε ν' αναβάλει για μερικές μέρες τη επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδό του.
- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας.
Και διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.

Κατέβηκε από τα Γκράβαρα

Όταν κάποιος μάς φαίνεται ... ξεροκέφαλος , λέμε συνήθως , ότι " κατέβηκε από τα Κράβαρα " .
Κάποτε αρκετά χρόνια πριν την Επανάσταση του '21 , στη Ναύπακτο , ξεσηκώθηκαν τολμηρά παλικάρια , ανέβηκαν στο βουνό και δημιούργησαν ένα ισχυρό καπετανάτο.

Οι Αρβανίτες τους έτρεμαν . Ωστόσο μια μέρα αποφάσισαν να τους χτυπήσουν με μεγάλες δυνάμεις , για να τους βγάλουν απ' τη μέση .
Αλλά όταν άρχισε η μάχη , οι Έλληνες τούς επιτεθήκανε με καταπληκτική ορμή , φωνάζοντας συγχρόνως : " Στην κάρα βαρήτε ! " .
Η λέξη " κάρα " , που σημαίνει κεφάλι , ήταν πολύ της μόδας , παρμένη από τα θρησκευτικά βιβλία . Ο λαός, λοιπόν , όλους αυτούς που φώναζαν " στην κάρα βαρήτε ¨ τους ονόμασε τιμητικά - με μια μικρή παραλλαγή " Κραβαρίτες "
Και με τον καιρό , η Ναύπακτος πήρε την ανεπίσημη ονομασία [Γ]Κράβαρα .

Κίτρινος τύπος

Ο όρος «κίτρινος τύπος» (εναλλακτικά «κίτρινο έντυπο» ή «κίτρινη φυλλάδα») και «κίτρινη δημοσιογραφία» χρησιμοποιείται σήμερα στον χώρο της δημοσιογραφίας (αρχικά, στις εφημερίδες, στην συνέχεια όμως συμπεριέλαβε όλο το δημοσιογραφικό φάσμα) και είναι συνώνυμος της ανηθικότητας. Η γέννηση του όρου αυτού, ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνος και πιο συγκεκριμένα στις ΗΠΑ.

Εκείνη την εποχή, κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα έντονα σημάδια ανταγωνισμού ανάμεσα στις εφημερίδες, που ψάχνουν να βρουν τρόπους για ν’ αυξήσουν την κυκλοφορία τους, μέσω συνταρακτικών ειδήσεων και σκανδάλων κάθε είδους. Ένα επιπλέον στοιχείο που χρησιμοποιείται προς τον σκοπό αυτό, είναι και η προσθήκη χρώματος στις σελίδες.

Το 1895, στην εφημερίδα «Ο Κόσμος της Νέας Υόρκης» (New York World), κάνουν την εμφάνισή τους, σύντομες έγχρωμες εικονογραφημένες ιστορίες με τίτλο «Hogan’s Alley». Δημιουργός τους, ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της τέχνης των κόμικς, ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Φέλτον Άουτκολτ (Richard F. Outcault). Οι ιστορίες αυτές, αρχικά δημοσιεύονταν σε ασπρόμαυρη μορφή. Ένας εκ των τεσσάρων ηρώων των ιστοριών αυτών, ήταν ένα φαλακρό, χαμογελαστό αγόρι, με μεγάλα αυτιά, το οποίο απεικόνιζε έναν τύπο «μαγκάκου» που μιλούσε σε γλώσσα αργκό. Η λεπτομέρεια που το ξεχώρισε σύντομα, ήταν ότι φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα. Εξ αιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, το παιδί ονομάστηκε «Το Κίτρινο Παιδί» (The Yellow Kid). Οι ιστορίες με τα κατορθώματα και τις πονηριές του ήρωα αυτού, έγιναν δημοφιλείς, αυξάνοντας και τις πωλήσεις της εφημερίδας.

Βλέποντας την επιτυχία του Κίτρινου Παιδιού, σύντομα κι άλλες εφημερίδες φρόντισαν να υιοθετήσουν την συνταγή των εικονογραφημένων ιστοριών. Μόνο που τώρα το Κίτρινο Παιδί, δεν πρωταγωνιστούσε σε αθώες και αστείες ιστορίες, αλλά σε ιστορίες πάσης φύσεως θεματολογίας, με μια ιδιαίτερη «προτίμηση» στα εικονογραφημένα σκάνδαλα, ενώ ήδη κάνουν την εμφάνισή τους και τα γνωστά συννεφάκια κειμένου, για την απόδοση των διαλόγων.

Η πρακτική αυτή των εφημερίδων, καυτηριάστηκε έντονα και εξ αιτίας του Κίτρινου Παιδιού, που εξέφραζε πλέον μια καινούργια νοοτροπία και αποτέλεσε «όπλο» του εκδοτικού ανταγωνισμού και πολέμου, γεννήθηκαν οι όροι «Κίτρινος Τύπος» και «Κίτρινη Δημοσιογραφία», οι οποίοι προκάλεσαν εντύπωση τότε κι έμειναν στην ιστορία.

Κοράκιασα από τη δίψα

Φράση που προέρχεται από έναν αρχαιοελληνικό μύθο. Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το νερό όμως που θεωρούσαν ιερό και το χρησιμοποιούσαν στις θυσίες , βρίσκονταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη σημαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδρομή, για να φέρει το «ιερό» νερό. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ήταν η φωνή ενός κόρακα ο οποίος προσφερόταν να αναλάβει το συγκεκριμένο εγχείρημα. Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, μιας και με τα φτερά του θα έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό. Έδωσαν λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα μια μικρή υδρία, αυτός την άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε στον ουρανό με κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε μια συκιά γεμάτη σύκα, και λιχούδης καθώς ήταν άρχισε να δοκιμάζει μερικά σύκα. Τα σύκα όμως ήταν άγουρα, και ο κόρακας αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν, ξεχνώντας όμως την αποστολή που είχε αναλάβει για λογαριασμό των ανθρώπων. Περίμενε τελικά δύο ολόκληρες μέρες ώσπου τα σύκα ωρίμασαν. Έφαγε πολλά μέχρι που κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά γέμισε με νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος του ένα μεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε να κινείται κοντά στους θάμνους και πέταξε για την πόλη.
Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να μάθουν το λόγο για τον οποίο άργησε να επιστρέψει με το νερό από την πηγή. Ο κόρακας αφού άφησε κάτω την υδρία και το φίδι, και ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους είπε πως όταν το φίδι αποκοιμήθηκε, αυτός γέμισε την υδρία με το νερό και γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους. Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το με πέτρες και ξύλα.
Όμως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα, και ο θεός του φωτός οργισμένος αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέμα του. Έτσι από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε. Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε πολύ, έλεγε τη φράση « Κοράκιασα από τη δίψα ». Και αυτή η φράση έχει παραμείνει ως τις μέρες μας.

Κουκιά μετρημένα

Στα πολύ παλιά χρόνια χρησιμοποιούσαν τα κουκιά για ψήφους. Έτσι, μετά την ψηφοφορία τα κουκιά έπρεπε να είναι μετρημένα.
Αλλά και κατά την πολιορκία της Αθήνας από το Δημήτριο τον Πολιορκητή παρατηρήθηκε, όπως σε κάθε πολιορκία, έλλειψη τροφίμων. Τότε, λέγεται ότι ο Επίκουρος έθρεψε τους μαθητές του με «κουκιά μετρημένα», σύμφωνα με αυτά που είχε.

Κουλουβάχατα/ Kull Wahed / في كل واحدة

Αραβικής προέλευσης που σημαίνει: όλα σε ένα. Ο πρώτος που φαίνεται να την χρησιμοποίησε στα νεοελληνικά ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης – Φαλέζ, γιός του Γιάννη/ Γενναίου Κολοκοτρώνη και της Φωτεινής Τζαβέλα, εγγονός του Γέρου του Μοριά, βγάζοντας περί το 1882 το πολιτικό του φυλλάδιο «Ἡ Κουλουβάχατα ἤ αἱ φύρδην μίγδην σημεριναί ἰδέαι».
Απ’ ότι φαίνεται, η ελληνοποιημένη νοηματική που θέλησε να δώσει ο Θ. Κολοκοτρώνης (ψευδ.Φαλέζ/ falez που σημαίνει γκρεμός και προφανώς αυτός που γκρεμίζει, ανατρέπει, μιας και ο εγγονός του Γέρου ήταν πλήρως ανατρεπτικός χαρακτήρας) στη λέξη Kull Wahed / في كل واحدة/ κουλουβάχατα δεν είναι το: όλα σε ένα, αλλά του φύρδην, που παράγεται από το ρήμα φύρω και σημαίνει ανακατεύω, καθώς και του μίγδην που παράγεται από το ρήμα μείγνυμι, ανακατεύω. Οι λέξεις είναι συνώνυμες και όταν χρησιμοποιούνται μαζί σημαίνουν πολυανακάτεμα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη, κουλουβάχατα δηλαδή.

Κροκοδείλια δάκρυα

Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται πίσω από κανένα βράχο ή δέντρο κι αρχίζει να βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού.

Συγχρόνως -ίσως από την προσπάθεια που βάζει για να… κλάψει- τρέχουν από τα μάτια του άφθονα και χοντρά δάκρυα. Έτσι, αυτοί που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κανένα παιδάκι που χάθηκε και τρέχουν να το βοηθήσουν…
Ο κροκόδειλος επιτίθεται τότε, ξαφνικά και κάνει τη δουλειά του.

Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος. Οι Φοίνικες, όμως, έμποροι, που έφταναν στα λιμάνια της Κορίνθου και του Πειραιά, μιλούσαν συχνά για τα διάφορα εξωτικά ζώα, τα πουλιά και τα ερπετά της πατρίδας τους, που άφηναν κατάπληκτους τους ανίδεους Έλληνες και τους γέμιζαν με τρόμο και θαυμασμό.
Φαίνεται ωστόσο, ότι ο κροκόδειλος τους έκανε περισσότερη εντύπωση, κυρίως με το ψευτοκλάμα του, αφού ένας νεαρός ποιητής, ο Φερεκίδης, έγραψε κάποτε το παρακάτω επίγραμμα:
«Εάν η γη ήθελε να συλλάβει εκ των δακρύων της γυναικός, εκάστη ρανίς των θα εγέννα κροκόδειλον».

Παρόλο, λοιπόν, που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι’ αυτούς που ψευτοκλαίνε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.


Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του

Η έκφραση αυτή ξεκίνησε από το περιστατικό, ότι ο λαγός προσπαθεί να κρυφτεί, την ώρα που τον κυνηγάνε, μέσα στις φτέρες. Αλλά πολλές φορές, βόσκει μέσα σ' αυτές. Όταν, λοιπόν, ο κυνηγός παρατηρήσει ότι κουνιέται η φτέρη, χωρίς δεύτερη διαπίστωση ρίχνει επάνω της και είναι σίγουρος, πως κάποιο λαγό θα βάρεσε. Γι' αυτό, λοιπόν, αν ο λαγός κουνήσει τη φτέρη … κακό του κεφαλιού του. Μερικοί την έκφραση αυτήν τη λένε, από λάθος βέβαια: "λαγός πιπέρι έτριβε κ.λπ.".

Μάλλιασε η γλώσσα μου

Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.

Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.

Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : ‘μάλλιασε η γλώσσα μου”, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

 

[Νατσουλισμός αλέρτ. Δεν δίνεται καμιά πηγή γι’ αυτό το βυζαντινό βασανιστήριο, ούτε φαίνεται ισχυρή η σύνδεση με την κατάσταση που οδήγησε στη γέννηση της φράσης. Η γλώσσα μας άλλωστε δεν μαλλιάζει όταν λέμε πολλά γενικώς, αλλά όταν προσπαθούμε μάταια να πείσουμε κάποιον για κάτι, επαναλαμβάνοντας τα ίδια (περίπου) λόγια.]

Με το νι και με το σίγμα

Παλαιότερα, όταν τα παιδιά μάθαιναν υποκοριστικά, ο δάσκαλος τους έλεγε ότι η αρχική τους κατάληξη ήταν σε -ιο και ότι στα μεσαιωνικά χρόνια ήταν σε ιον και ιν, για να καταλήξει στο τέλος το απλό ι . Π.χ. παιδίον, παιδίν, παιδί. Επίσης, ότι ο τύπος των θηλυκών τριτόκλιτων ήταν σε ις και κατέληξε να φύγει το τελικό ς. Π.χ. πόλις, πόλι. Όταν στους τελευταίους αιώνες άρχισαν να γράφουν το χέρι, το πόδι, χωρίς το ν και η πίστι, η πόλι. Χωρίς το ς, οι τύποι που είχαν το νι και το σίγμα θεωρούνταν οι πιο σωστοί και οι κομψότεροι. Γι αυτό όποιος μιλούσε με το νι και με το σίγμα, μιλούσε σωστά και τέλεια. Απ αυτό, λοιπόν, βγήκε η φράση «του τα είπα με το νι και με το σίγμα».

Μη μου τους κύκλους τάραττε

Όταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν τις Συρακούσες το 212 π.Χ., μετά από τριετή αντίσταση των Ελλήνων, κάποιοι Ρωμαίοι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι του Αρχιμήδη, και τον βρήκαν να σχεδιάζει κύκλους στο έδαφος. Ο Αρχιμήδης τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να τελειώσει τη λύση κάποιου σπουδαίου προβλήματος που τον απασχολούσε, εξού και οι κύκλοι στο έδαφος.

Για αυτό και τους είπε το γνωστό «μη μου τους κύκλους τάραττε». Ο Ρωμαίος στρατιώτης όμως δυστυχώς και τους κύκλους του χάλασε, και τον Αρχιμήδη σκότωσε…!!!! Η φράση όμως έμεινε…

Μου έφυγε το καφάσι

Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.

Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: «μου έφυγε το καφάσι», δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.

[Η εξήγηση από τα τουρκικά είναι σωστή, από το kafa. Ωστόσο, πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για πράγματα παράλογα ή εκπληκτικά - και «είναι να σου φύγει το καφάσι» = είναι να τρελαίνεσαι. Σημειώνω ακόμα ότι σήμερα οι περισσότεροι δεν ξέρουν το καφάσι = κεφάλι και σκέφτονται το καφάσι = τελάρο (άλλο δάνειο, από τουρκ. kafes), κάτι που μάλλον δίνει χρώμα στην έκφραση]

Νενέκος

Ο όρος «Νενέκος», είναι συνώνυμος της εθνικής προδοσίας και μάλιστα του χειρίστου είδους, καθώς ο προδότης δεν περιορίζεται απλά στην επαίσχυντη πράξη της προδοσίας, αλλά παίρνει εμφανώς το μέρος του εχθρού, τασσόμενος εμπράκτως εναντίων των συμπατριωτών του.

Η απαξιωτική και μειωτική αυτή έκφραση, οφείλεται στον Νενέκο, έναν οπλαρχηγό της Επανάστασης του 1821. Ο Δημήτριος Νενέκος καταγόταν από το χωριό Ζουμπάτα των Πατρών κι έγινε οπλαρχηγός του προκρίτου της Πάτρας Βενιζέλου Ρούφου (ο Ρούφος αργότερα, διετέλεσε πρωθυπουργός), αφού προηγουμένως δολοφόνησε τους πολεμιστές Σπανοκυριάκο και Σαγιά που διεκδικούσαν το ίδιο αξίωμα.

Αρχικά διακρίθηκε στις πολιορκίες της Πάτρας και του Μεσολογγίου, αλλά μετά την άλωση του, συνεργάστηκε με τον αλβανικής καταγωγής, Αιγύπτιο στρατηγό Ιμπραήμ, ο οποίος του προσέφερε ορισμένα προνόμια. Το 1826 προσκύνησε και συμπαρέσυρε μαζί του και πολλούς άλλους. Το 1827, επικεφαλής των Τουρκοπροσκυνημένων πολέμησε εναντίον των Ελλήνων και τους νίκησε. Για αυτά τα «κατορθώματα» του και με τη μεσολάβηση του Ιμπραήμ, έγινε με διαταγή του Σουλτάνου, «μπέης».

Οι «προσκυνημένοι», σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ, αποτέλεσαν εκείνη την εποχή, μεγάλο πρόβλημα για την έκβαση της Επανάστασης και την έθεταν σε άμεσο κίνδυνο. Ήταν τότε, που ο Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βλέποντας τις θυσίες και τους αγώνες των Ελλήνων, να πηγαίνουν χαμένοι, από την μάστιγα των «προσκυνημένων» (στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου»), αντέτεινε το ιστορικό «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!» και «ξαναζωντάνεψε» την ετοιμοθάνατη Επανάσταση. Απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου. Σε όλο τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού.

Όταν ο Ιμπραήμ από την Πάτρα ξεκινούσε για τα Καλάβρυτα με τον στρατό του και το Νενέκο με 2.000 δικούς του(!) στο χάνι του Βερβένικου ο Ιμπραήμ παραδρόμησε και περαπλανήθηκε μέσα στο δάσος ώσπου έπεσε πάνω στο Νενέκο και τους Αρβανιτάδες του. Στου Δεσπότη τη Βρύση καθώς προχωρούσε αυτός με τη νέα του συνοδεία κοιμήθηκε. Στην διάρκεια του ύπνου του όμως τον φύλαγαν καλά οι Νενεκαίοι γι’ αυτό σαν έφτασε στο στρατόπεδό του «επήνεσε τον Νενέκον δια την πίστην του,και παρρήσια μάλιστα τον εχάιδευσε με τα χέρια του ενώπιον των επισήμων Τούρκων». Ο Κολοκοτρώνης μαθαίνοντας ότι ο Νενέκος είχε τον Ιμπραήμ στα χέρια του και δεν τον «έφαγε», σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του υπασπιστή του Φωτάκου, αγανάχτησε που «…ωρκίσθει παρρησία ημών εις τον Μεγάλον Θεόν των Ελλήνων και είπεν, ότι επιθυμεί τον φόνον του Νενέκου, και αν τον εύρισκε πουθενά με τα ίδια του τα χέρια τον εφόνευεν, πράγμα πολύ παράξενον και πρωτάκουστον απο το στόμα του Κολοκοτρώνη να ομιλή περί φόνου, και ότι μόνος του θέλει να τον κάμη».

Η εκτέλεση του Νενέκου, έγινε τελικά το 1828, κατ’ εντολήν του Κολοκοτρώνη, από τον αδελφό του δολοφονημένου Σαγιά.

Έκτοτε, το όνομα του Νενέκου ταυτίστηκε με τον προσκυνημένο, το δουλοπρεπή άνθρωπο, το μίασμα, τον προδότη, τον άνθρωπο που δεν έχει σε τίποτα να ξεπουλήσει τις ιδέες του, την αξιοπρέπεια του, την εθνική, την αγωνιστική του ταυτότητα, πουλώντας τους παλιούς συναγωνιστές του και συμπράττοντας με παλιούς αντιπάλους του προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συγκυριακά του συμφέροντα.

Ο ένας λέει το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του

Αυτή τη φράση τη λέμε για δύο πρόσωπα που δεν μπορούνε να συμφωνήσουν, να αποφασίσουν και προέρχεται από τα παιδικά παιχνίδια.
Πολλές φορές τα παιδιά όταν παίζουν κρυφτό ή κυνηγητό, προκειμένου να αποφασίσουν ποιος θα τα κάνει, παίρνουν δύο ξυλαράκια διαφορετικού μήκους το κάθενα και αυτός που τα κρατάει, τα δείχνει στους άλλους δύο από την άλλη μεριά, έχοντας τις άκρες τους ίσες. Τότε τραβάνε και αναγκαστικά ο ένας θα τραβήξει το κοντό και ο άλλος το μακρύ.

Υπάρχουν τώρα και οι εκδοχές κατά τις οποίες η φράση ο άλλος το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του, λέγεται γι αυτούς που έχουν διαφορετική γνώμη, κι ο ένας το περιγράφει σαν μακρύ και ο άλλος σαν κοντό. Κατά την άλλη εκδοχή η πλήρης φράση θα έπρεπε να είναι ο ένας λέει το μακρύ του λόγο και ο άλλος τον κοντό του κι έτσι δε συνεννοούνται. Ανεξάρτητα, όμως του ότι ποτέ δεν λέμε όταν συζητάμε, ότι λέω το μακρύ μου ή τον κοντό μου λόγο, υπάρχει και το ουδέτερο κοντό, που ναι μεν προσαρμόζεται στο κοντό ξυλαράκι, όχι όμως και προς τον αρσενικού γένους λόγο.

Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται


Η φράση "Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται", που τη λέμε για τους ανθρώπους εκείνους που δεν τους τρομάζουν οι δυστυχίες, είναι παρμένη από τη ζωή των ναυτικών, που έχουν συνηθίσει στις μεγάλες τρικυμίες. Την έλεγαν, χωρίς καμία παραλλαγή, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Βυζαντινοί.

Ο κλέψας του κλέψαντος

Αρχαία ελληνική έκφραση, (Αλωπεκίζειν προς ετέρα αλώπεκα). Παροιμία που λεγόταν για τους απατεώνες και μάλιστα σε περιπτώσεις που κάποιος εξ αυτών, επιχειρούσε να εξαπατήσει άλλον απατεώνα

Όλα τα' χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει


Στα χρόνια του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, είναι γνωστό πως η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη, που κάθε άλλο παρά με τη σημερινή έμοιαζε.

Κοντά σε όλες τις ελλείψεις και η ψυχαγωγία ήταν περιορισμένη και θα ήταν πολύ τυχερός κανείς, εάν κατάφερνε να τον προσκαλέσουν στις λιγοστές κοσμικές συγκεντρώσεις που γινόταν. Το εισιτήριο για τα κοσμικά σαλόνια δεν μπορεί να πει κανείς πως ήταν πολύ δύσκολο.

Δεν είχε, βλέπετε ακόμα διαμορφωθεί ο κύκλος της καλής τάξης, γιατί το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση δεν ήταν και μεγάλο.

Βέβαια, δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρίσκεται κανείς σε μια δεξίωση του Αντιβασιλιά Άρμανσμπεργκ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις βρισκότανε και ο Κωλέττης, που όταν τον ρώτησαν τι γνώμη έχει για το αραχνοΰφαντο μαύρο βέλο, που φορούσε στο πρόσωπο της η εύθυμη χήρα των σαλονιών και της αποψινής συγκέντρωσης Μαριορή - Ζαφειρίτσα Κοντολέοντος, απάντησε "Έτσι δε θα φαίνεται όταν θα .... κοκκινίζει καμιά φορά αν .... (και συμπλήρωσε) : Μωρέ όλα τα' χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει".

Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του

Ο λαός που τα βλέπει όλα και τίποτα δεν αφήνει, που να μην το σχολιάσει κι εδώ, παρατήρησε πως ο παπάς, όταν αρχίζει τη λειτουργία με το "Ευλογητός ο Θεός" κάνει το σταυρό του και ύστερα από συνήθεια, βάζει το χέρι του στο στήθος, εκεί όπου καταλήγουν και τα γένια του.

Ο λαός, λοιπόν νομίζει πως με την κίνηση αυτή, ο παπάς ευλογάει και τα γένια του. Έτσι η έκφραση αυτή μας τη μεταφέρανε στην καθημερινή ζωή και τη μεταχειριζόμαστε για τους συμφεροντολόγους.

Ότι γράφει δεν ξεγράφει

Ήταν η εποχή, που ο Πόντιος Πιλάτος είχε παραδώσει στους Αρχιερείς τον Ιησού Χριστό, για να σταυρωθεί.
Είχε δώσει ακόμη την εντολή να γραφούν πάνω στο σταυρό τα τέσσερα αρχικά γράμματα (Ι.Ν.Β.Ι) που σήμαιναν, Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων.
Οι γραμματείς, όμως των Ιουδαίων παρουσιάστηκαν σε αυτόν, ζητώντας να αφαιρεθούν τα πρώτα γράμματα. Ο πιλάτος, όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά με τη δήλωση "ο γέγραφα, γέγραφα". Η φράση αργότερα επικράτησε με την παραποίηση "Ο γέγραφε, γέγραφε" και "επί το δημοτικότερον" "Ότι γράφει δεν ξεγράφει"


Ό,τι έγινε, έγινε

Ο Ησίοδος λέει ότι: "Ούτε οι θεοί δεν μπορούν να κάνουν το παρελθόν να μην … υπήρξε ποτέ".
Οι παλιοί έλεγαν: "Τα γινόμενα (ή γεγενημένα) ουκ απογίνονται".
Οι Ρωμαίοι έλεγαν: "Facta semper facta", δηλαδή: "Τα γεγονότα είναι πάντα γεγονότα", που πάει να πει: "έχουν συμβεί, έστω και αν μετέπειτα αλλάξουν οι καταστάσεις".
Το 1862 - 63, στην πλατεία Ομονοίας (γι' αυτό την ονόμασαν έτσι), ο Κανάρης, γέροντας πια, πέτυχε να συμφιλιώσει με το κύρος του τις αλληλομαχόμενες φατρίες και να ξαναενώσει το λαό, λέγοντας: "Ό,τι έγινε, έγινε, περασμένα ξεχασμένα και να δώσουμε όλοι τα χέρια".

Ό,τι πράξεις θα εισπράξεις

Οι περισσότερες από τις «Παροιμιώδεις Εκφράσεις» μας έχουν την προέλευσή τους από τα πολύ παλιά, τα αρχαία χρόνια.
Ο Αρίσταρχος Γραμματικός λέει κάπου: «Πεπραγμένα Ζευς αποδίδει».
Με την πάροδο του χρόνου, τη φράση αυτή τη συναντάμε σε διάφορους τύπους: «Μάχαιραν έδωσες μάχαιραν θα λάβεις» ή «Βουλγάροις βουλγαριστί Βασίλειος φέρεται» ή «ό,τι κάμεις θα λάβεις» κ.ο.κ
Λίγο πριν την Επανάσταση του 1821, ο φιλικός Γαλάτης, επειδή πρόδωσε μυστικά της Φιλικής Εταιρείας, αποφασίστηκε να θανατωθεί. Τον πήραν, λοιπόν, μια μέρα και τον πήγαν έξω από την πόλη περίπατο κι εκεί του είπαν:
- Γαλάτη, ό,τι έπραξες θα λάβεις … Και τον εξετέλεσαν.
Από το περιστατικό αυτό, που είναι και το πιο σημαντικό για τη ζωή των προγόνων μας, έμεινε ο λόγος, για να λέγεται μέχρι σήμερα.

Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει

Είναι ένα παιδικό παιχνίδι. Τα κάθονται όλα γύρω γύρω και ένα από αυτά ρωτάει αν πετάει κάποιο ζώο ή πράγμα. Αν πετάει, τότε σηκώνουν τα χέρια, αν, όμως, δεν πετάει το ζώο ή το πράγμα που θα πει και σηκώσει κανένα από τα παιδιά το χέρι του, τότε χάνει και σκύβει και τρώει μερικές καρπαζιές. Τώρα αυτός που ρωτάει, για να τους ξεγελάσει, λέει γρήγορα ένα πουλί και μετά αμέσως ένα πράγμα, που να του μοιάζει στην εκφώνηση. Π. χ. Πετάει, πετάει το λελέκι, το λελέκι, το γελέκι. Τότε ξεγελιούνται και σηκώνουν το χέρι τους και χάνουν.

Υπάρχει παραπλήσια παροιμία στους αρχαίους «Λ ύ κ ο υ π τ ε ρ ά»
Τη φράση αυτήν τη μεταχειριζόμαστε, για να πούμε πως κάποιος είναι κουτός, και όταν δηλώνουμε ότι συμφωνούμε σε κάτι εν γνώσει μας λάθος, από υστεροβουλία, βαριεστιμάρα κ.λπ.

Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι

Μια από τις πιο σκοτεινές εποχές που έζησε η Ελλάδα, ήταν όταν στα παράλια της έκαναν επιδρομές οι διάφοροι πειρατές, προπάντος, όμως οι Αλγερινοί που περνούσαν από το μαχαίρι όλα τα γυναικόπαιδα ή άρπαζαν τις όμορφες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρά τους.
Στη Μήλο υπήρχαν τότε μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας, που έφτιαχναν χαλιά με ωραιότατα σχέδια με ένα ειδικό μαλλί. Τα χαλιά αυτά τα πουλούσαν πανάκριβα στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός κουρσάρος, ο Αλή Μεμέτ Χαν. Μια νύχτα, βγήκε με τα παλικάρια του στη Μήλο, για να την κουρσέψει.
Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών, που βρίσκονταν εκεί. Οι νησιώτες, όμως του πήραν είδηση, τους κύκλωσαν και του έπιασαν χωρίς αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν, όμως τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια και τους έστειλαν δώρο στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Από τότε έμεινε και ο λόγος που λέμε συχνά και σήμερα "Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι".

Πήραν τα μυαλά του αέρα

Στις μέρες μας όταν λέμε την φράση «πήραν τα μυαλά του αέρα», εννοούμε ότι κάποιος με αυτά που λέει υπερβάλλει χωρίς λόγο, είναι αλαζονικός, υπερόπτης, καβαλημένο καλάμι...

Η σιγουριά του είναι απερίσκεπτα μεγάλη και συνήθως δεν ακούει τα λόγια και τις συμβουλές των γύρω του, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές οι αποφάσεις που παίρνει να αποβαίνουν μοιραίες για τον ίδιο..

Ωστόσο, η κυριολεκτική σημασία της έκφρασης «πήραν τα μυαλά του αέρα» προέρχεται από τα βυζαντινά χρόνια και σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε δυσκολίες στην προσπάθεια να αναχαιτίσει τους εχθρούς που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη και άλλα εδάφη της αχανούς έκτασής της.
Εκείνη την περίοδο, οι βυζαντινοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά το πιο αποτελεσματικό όπλο τους, το «υγρό πυρ»....
Την απόκρυφη αυτή εφεύρεση την έφερε όπως λένε στο Βυζάντιο, τον έβδομο αιώνα, ένας καλόγερος από τη Συρία, ο Καλλίνικος.

Το «υγρό πυρ» ήταν μια ρευστή εύφλεκτη ουσία. Η φωτιά που προκαλούσε δεν έσβηνε στο νερό και αυτό ήταν ένα στρατηγικό πλεονέκτημα. Στις μάχες εναντίον των Αράβων και άλλων εχθρών, οι Βυζαντινοί βασίζονταν στο «υγρό πυρ» για την επικράτησή τους....
Αν και συνήθως γέμιζαν το υγρό σε μικρά βαζάκια που τα χρησιμοποιούσαν έπειτα σαν χειροβομβίδες, στις ναυμαχίες, ο τρόπος εκτόξευσης του «υγρού πυρός» ήταν διαφορετικός.

Στην πλώρη κάθε "χελανδίoυ» - δηλαδή μεγάλου βυζαντινού πλοίου με τέσσερις σειρές κουπιά- ήταν τοποθετημένο σαν προτομή το κεφάλι ενός λιονταριού ή άλλου θηρίου ή και ανθρώπου ακόμη, καμωμένο από μπρούντζο

Το στόμα του θηρίου ήταν πάντα ανοιχτό και η περιοχή του κρανίου έπρεπε να είναι άδεια για να χωράει το «υγρό πυρ»..

Αφού οι Βυζαντινοί τοποθετούσαν στα αμπάρια του πλοίου το αεροστεγές καζάνι με το «υγρό πυρ», με δύο σωλήνες συνέδεαν το καζάνι με το κεφάλι του λιονταριού. Με μία αντλία που λειτουργούσε χειροκίνητα..

Ο αέρας που βρισκόταν στο κεφάλι του λιονταριού ήταν απαραίτητος για την επιτυχή εκτόξευση του «υγρού πυρός». Αργότερα το “κεφάλι” άλλαξε με τη λέξη “μυαλό” και σήμερα η φράση «πήραν τα μυαλά του αέρ α» αν και είναι δόκιμη έχει τελείως διαφορετική σημασία από τη σημασία που είχε στο Βυζάντιο.

Πήρε το κρίμα στο λαιμό του

Στα βυζαντινά χρόνια όταν κάποιος πλούσιος καταδικαζόταν για κάποιο παράπτωμα και έπρεπε να μπει στην φυλακή για κάποιο χρονικό διάστημα , είχε το δικαίωμα να δώσει ένα ποσό σε όποιον ήθελε ( κατά προτίμηση φτωχό που δεν είχε στον ήλιο μοίρα ) και αυτός με την σειρά του έπρεπε να εκτίσει την ποινή του πλουσίου. Έτσι ο φτωχός έπαιρνε τα λεφτά και εξέτιε την ποινή φυλάκισης του πλουσίου.

Πλάκωσε η μαρίδα

Όταν κανείς ψαρεύει και ρίχνει την πετονιά του, πριν προφτάσει να πατώσει το βαρίδι, οι μαρίδες τρέχουν όλες μαζί και τρώνε το δόλωμα.
Έτσι και ο λαός μας ονομάζει μαρίδα τους μικρούς γαβριάδες, που μαζεύονται γύρω από κάθετι που κινεί την περιέργεια τους ή που θα δουν ότι κάτι μπορεί να βγει: "μαζεύτηκε γύρω η μαρίδα".
Κι ακόμα η μαρίδα συναντιέται κοπαδιαστή μέσα στη θάλασσα και όταν οι ψαράδες την αντιληφθούν, φωνάζουν: πλάκωσε μαρίδα και ρίχνουν τα δίχτυα τους.

Που σε πονεί και που σε σφάζει

Είναι μια φράση από τις πολλές που μας άφησε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Λέγεται πως από παιδί ο Μακρυγιάννης είχε τρομερή δύναμη.

Κάποτε, λοιπόν γέρος πια ο στρατηγός, χωρίς να το θέλει, σκούντισε κάποιον. Εκείνος παρεξηγήθηκε και ρίχτηκε να χτυπήσει το Μακρυγιάννη, χωρίς βέβαια να ξέρει με ποιόν είχε να κάνει. Ο στρατηγός του ζήτησε τότε συγνώμη, γιατί τον ακούμπησε άθελα του.
Ο παλικαράς, νομίζοντας πως ο γέρος φοβήθηκε, αποθρασύνθηκε. Αλλά ο Μακρυγιάννης, που δεν σήκωνε κάτι τέτοια, τον βούτηξε και τον έκανε του αλατιού λέγοντας του ... Διαόλου ψοφίμι, τώρα θα σου δείξω που σε πονεί και που σε σφάζει.

Πράσσειν άλογα

Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: « Τί είναι αυτά που μου λες; Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα».Το «πράσσειν άλογα» λοιπόν, δεν είναι πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση.

Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος «πράττω» ή/και «πράσσω» (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το «πράττειν» ή/και «πράσσειν» και του «άλογο» που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό «λόγος» που σημαίνει λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο το παράλογο, δηλαδή ,Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα.

 

Σαββατογεννημένος

Δεν είναι μόνο οι παραδόσεις και οι θρύλοι, αλλά και πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως, όταν αλώθηκε η Πόλη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν παντρεμένος, είχε τρία αγόρια και η γυναίκα του ήταν έγκυος στο τέταρτο.
Την ημέρα ακριβώς που συντελέσθηκε το κοσμοϊστορικό εκείνο γεγονός, γέννησε κόρη, που πέθανε αμέσως.
Ο θάνατος αυτός θεωρήθηκε κακό σημάδι κι από τότε βγήκε η γνωστή παροιμία ‘Σάββατο γιο μη χαίρεσαι και Τρίτη θυγατέρα’, γιατί Τρίτη ήταν που έπεσε η Κωνσταντινούπολη και Σάββατο γιορτάζουν οι διώχτες του Χριστού.
Από την ίδια περίπου αιτία βγήκε και η φράση "Σαββατογεννημένος", επειδή ο λαός πιστεύει πως όσοι γεννιώνται την ημέρα αυτή, είναι αλαφροΐσκιωτοι, δηλαδή βλέπουν φαντάσματα και στοιχειά, αλλά ποτέ δεν τους πειράζουν.

Σ' αγαπάει η πεθερά σου

Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λέει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους, οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα φαγητού.
Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στους άλλους. Όταν όμως γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος.
Γι αυτό και σε όποιον πάει στο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως τον αγαπάει η πεθερά του.

Σαρδάμ

Στις αρχές του Ελληνικού κινηματογράφου (βουβός βέβαια) γύρω στο 1910 υπήρχε ένας σκηνοθέτης ονόματα Μαδράς ο οποίος μπέρδευε συχνά την γλώσσα του!
Από τον αναγραμματισμό του ονόματος του βγήκε το σαρδάμ!

Σε τρώει η μύτη σου, ξύλο θα φας

Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνησμός», η φαγούρα, δηλαδή, του σώματος, ήταν προειδοποίηση των Θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή του παλάμη, θα έπαιρνε δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρώει το χέρι μου χρήματα θα πάρω», συνηθίζουμε να λέμε όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθανόταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αφτιά και στη μύτη.

Κάποτε για παράδειγμα, ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διέλυσε το συμβούλιο.- Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον Αρίσταρχο. Ας αναβάλουμε για αργότερα την εκστρατεία.

Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε η φράση : «η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας».

Σήκωσε δικό του μπαϊράκι

  «Μπαϊράκι» στα τούρκικα σημαίνει «σημαία» (bayrak) και πιο συγκεκριμένα, μικρή σημαία ή λάβαρο. Τα μπαϊράκια κατά την περίοδο της Επανάστασης, χρησιμοποιούνταν ως διακριτικά των αντάρτικων ομάδων των Κλεφτών και των Αρματολών. Οι περισσότεροι αγωνιστές είχαν δική τους σημαία, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Διάκος κ.ά.

Συχνά, ανάμεσα στους αρματωλούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θα αναλάμβανε το καπετανιλίκι.
Δηλαδή, ποιος θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών, όταν χήρευε καμιά θέση.
Φυσικά, οι παλιοί αρματωλοί, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητες τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν λοιπόν, κλήρο μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν όμως δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι.
Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου καπετάνιου και πολλές φορές το κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους μπαϊράκι.
Δηλαδή, οι αποστάτες έκαναν δική τους ομάδα και ύψωναν σημαία δική τους. Το μπαϊράκι αυτό (λεγόταν και φλάμπουρο), σήκωνε ο θεωρούμενος πιο γενναίος της ομάδας, που ονομάζονταν μπαϊρακτάρης ή φλαμπουριάρης. Η ιδιότητα αυτή μάλιστα, με τον καιρό μετεξελίχθηκε και σε οικογενειακό επώνυμο (π.χ. ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, γνωστός για την δράση του εναντίων των Κουτσαβάκηδων).

Από τότε έμεινε η φράση: «Σήκωσε δικό του μπαϊράκι», που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα, για κάποιον που εκφράζει ενστάσεις και αυτονομείται.
Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και η έκφραση «Σήκωσε μπαντιέρα», η οποία παντιέρα είναι η σημαία στα ιταλικά (bandiera)

Σιγά (σπουδαία) τα λάχανα

Τη φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.

Προήλθε από το εξής περιστατικό. Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη». Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες των χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε.
Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα.

Σιγά τον πολυέλαιο

Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στα ανάκτορα.
Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του 21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές της ελληνικής εκδήλωσης.
Το κέφι λοιπόν έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν οι ξένοι.
Οι γερο-λεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά γυροβολιά, όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κι κηροστάτες. Στο κρίσιμο λοιπόν αυτό σημείο ακουγόταν ψιθυριστά μια φιλική παραίνεση κάποιου γνωστού των ανακτόρων προς τον χορευτή "σιγά τον πολυέλαιον".

Σπαγκοραμμένος

Σπάγκος ή σπαγκοραμμένος είναι ο φιλάργυρος, ο τσιγκούνης. Η λέξη σπάγκος είναι ιταλική και σημαίνει αδύνατος, ψιλός και από κει προέρχεται και το ψιλό μακαρόνι, το σπαγγέτι.
Γνωρίζουμε πως οι μεταξωτές κλωστές είναι καλές, όπως επίσης και οι λινές, οι χρυσοκέντητες και τόσες άλλες. Εκείνες που δεν έχουν αξία είναι σπάγκινες, αν μπορούμε να μεταχειριστούμε την έκφραση. Το ύφασμα, λοιπόν, που θα ραφτεί με σπάγκο, θα είναι πολύ φτηνό και επειδή το φτηνό πράγμα το μεταχειρίζεται ο τσιγκούνης, γι αυτό και ο σπαγκοραμμένος είναι ο τσιγκούνης.


Στεντόρεια φωνή

Η έκφραση γεννήθηκε από τον Αχαιό ήρωα του Τρωικού Πολέμου Στέντορα (Στέντωρ), αναφέρεται τόσο στην Ιλιάδα (Ε 785) όσο και στη «Διομήδους Αριστεία», ο οποίος ήταν περιώνυμος για την μεγαλοφωνία του, δηλαδή για τη βροντερή φωνή του, λόγω της ευεργεσίας του από τη θεά Ήρα.
Χαλκεόφωνος χαρακτηρίζεται από τον Όμηρο και λέγεται γι' αυτόν «τόσον αύδήσασχ' όσον άλλοι πεντήκοντα», ότι φώναζε, δηλαδή, τόσο δυνατά όσο πενήντα άνδρες μαζί.
Θεωρείται ότι καταγόταν από τη Θράκη ή, σύμφωνα με τον «Σχολιαστή» του Ομήρου, από την Αρκαδία: «Αρκάς το γένος, ερίσας δε προς τον Ερμήν περί μεγαλοφωνίας εφονεύθη υπ' αυτού». Δηλαδή ο Στέντορας διαγωνίσθηκε με τον θεό Ερμή, τον κήρυκα των θεών, στην ένταση της φωνής και ο Ερμής τον σκότωσε (ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, πέθανε από την προσπάθεια να φωνάξει ακόμα πιο δυνατά).
Από τον Στέντορα και τη δυνατή φωνή του, ο Ευστάθιος πλάθει το επίθετο στεντορόφωνος.
Ακόμα και σήμερα, η φράση «Στεντόρεια φωνή» σημαίνει τη μέγιστη σε ένταση φωνή.

Συμβαίνουν και εις Παρισίους

O πολιτικός και πρωθυπουργός επί Όθωνος, Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος είχε διατελέσει για χρόνια πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι.

Από εκεί έμεινε και η παροιμιώδης φράση που λέγεται, συνήθως ειρωνικά, για να δικαιολογηθεί συμπεριφορά, περιστατικό ή ενέργεια άτοπη ή ασυνήθιστη, η οποία παρουσιάζεται ως συνήθης και αποδεκτή και στα πλέον πολιτισμένα μέρη του κόσμου (όπως το Παρίσι).

Σύρμα

Μια από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσαμε ευρέως τις προηγούμενες δεκαετίες είναι η γνωστή σε όλους μας, " έπεσε σύρμα". Σαν έκφραση είναι αλλόκοτη και όλίγον αργκό, όμως εννοιολογικά σημαίνει την μεταφορά είδησης με παράπλευρο, άψυχο μέσο που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το "σύρμα" που δεν είναι άλλο από το τηλεφωνικό καλώδιο ή σύρμα.
Ας πάρουμε τα πράγματα, όμως με την σειρά. Στην αρχή της εφεύρεσης του τηλεφώνου για την μεταφορά της φωνής από το ένα μέρος στο άλλο χρησιμοποιούνταν κολώνες ξύλινες που πάνω τους έφεραν έλασμα, κοινώς σύρμα, και έτσι δημιουργούνταν το τηλεφωνικό δίκτυο. Η άμεση ενημέρωση, πρωτοφανής για τα δεδομένα της εποχής, που παρείχε η νέα εφεύρεση είχε τα καλά της άλλα και τα κακά της, αφού όλα μαθαίνονταν γρήγορα και με την συνδρομή των "λαλίστατων", ακόμη γρηγορότερα, έως και τάχιστα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μπλέκουν οι παράνομοι ευκολότερα από πριν, και μιλάμε για εποχή που οι ρεμπέτες και η αστυνομία δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις. Οι ρεμπέτες ομιλούσαν την "αργκό", τα μάγκικα ή, καλύτερα, την γλώσσα του πεζοδρομίου με αποτέλεσμα να επικρατήσει η έκφραση "...έπεσε σύρμα" που δήλωνε τον κίνδυνο σύλληψης αφού η οποιαδήποτε ενέργεια έγινε άμεσα γνωστή. Λόγου χάρη οι τσιλιαδόροι των "παπατζήδων" φώναζαν "σύρμα, σύρμα" σε περίπτωση που εμφανίζονταν "πολιτσμάνος" στην γωνία.

 

Ένα άγνωστο ρεμπέτικο τραγούδι αναφέρει χαρακτηριστικά:

Για ένα μεροκάματο γυρίζω μες τους δρόμους,
καθημερινώς τραβήγματα έχω με αστυνόμους.

«Σύρμα» εδώ, «σύρμα» εκεί, μου σπάει τη χολή μου,
ζημιά μου κάνει στη δουλειά, μου κόβει το ψωμί μου.

Κι εκεί που κάνω το σεφτέ το σκάω μάνι – μάνι,
σύρμα! φωνάζουν τα παιδιά, έρχονται πολισμάνοι.

Αν με γραπώσ’ ο πόλισμαν, αλίμονο σε μένα,
με πάει στο αυτόφωρο, πληρώνω τα σπασμένα.

Στην Εφημερίδα "Εμπρός" με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1946 αλιεύουμε ένα χρονογράφημα του Δ. Γιαννουκάκη που μας δίνει την έκφραση στο "πιάτο": 

 

Νέα λέξις εισήλθε πρότινος εις το ελληνικόν λεξιλόγιον της πλανοδίου εμπορικής κινήσεως. Το «σύρμα». 

 

Βέβαια, η λέξις δεν είναι νέα ως λέξις, αλλά ως νέα έννοια…  Είναι νεοτάτη. Απ του ντέιτ! Τι σημαίνει;

Το κυνηγητό των πλανοδίων την εδημιούργησε.

Μόλις αστυφύλαξ πλησιάσει σε τόπον όπου οι πλανόδιοι σιγαρετοπώλαι, καραμελοπώλαι, σαντουιτσοπώλαι, κονσερβοπώλαι και ποικίλοι διαφοροπώλαι και ανευαδειοπώλαι συγκεντρώνονται και ξεκουφαίνουν τους διαβάτας, μία φωνή θ’ ακουστεί:

 

– Σύρμα! Σύρμα!

 

Λαγοί γίνονται τότε οι διάφοροι ποικιλοπώλαι. Λούηδες γινονται, Κυριακίδηδες και τρέχουν ν’ απομακρυνθούν από την επικίνδυνη προσέγγιση, ενώ ταυτοχρόνως η φωνή του σκοπού επαναλαμβάνεται από τους άλλους, διά να μεταδοθεί εις τα πέρατα του δρόμου, όπως μεταδίδονται οι ειδήσεις με το ταμ ταμ στη ζούγκλα!

 

– Σύρμα!… Σύρμα!…

– Σύρμαααααα!….

 

Έτσι έμεινε στην ιστορία ως επιφώνημα προειδοποίησης.

 

Την έκφραση την αναφέρει ο Τσιφόρος στα "Παιδιά της Πιάτσας" περιγράφοντας σκηνή με παπατζήδες, όπου οι "αβανταδόροι" (τους έλεγαν και "νερά", γιατί τους έστελναν να φέρουν και κανένα νερό από το κοντινό καφενείο) κοίταζαν ψηλά και έλεγαν, δήθεν αδιάφορα: "σύρμα", όταν έβλεπαν να πλησιάζει αστυνομικός.

Πάντως είναι πιθανό η έκφραση να προήλθε "κατά συνεκδοχήν" (σύρμα: προσοχή κίνδυνος φυλάκισης), επειδή οι χώροι εγκλεισμού (φυλακές-στρατόπεδα) ήταν περιφραγμένα με συρματοπλέγματα (σύρματα).