Καβάλησε
το καλάμι
Είναι μια
έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες το έλεγαν για
να πειράξουν τον Αγησίλαο. Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν
ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους, καβαλώντας σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα
όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε
να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε
σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά – σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας,
με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι
πήραν τα μυαλά του αέρα)
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του
Στα
παλιά τα χρόνια, για να ταξιδέψεις στη θάλασσα έπρεπε να ’χεις πολύ κουράγιο,
γιατί σ’ όλα τα πέλαγα αλώνιζαν κουρσάρικα καράβια.
Οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες και τα πλοία αρμένιζαν με τα πανιά ή με τα
κουπιά.
Φαντάζεστε τι πλήρωμα θα ’χανε τα κουρσάρικα καράβια!
Οι κωπηλάτες, οι περισσότεροι ήταν συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι των κάτεργων -
δηλ. πλοίο που δούλευαν οι κατάδικοι), με σκοτεινό παρελθόν, (απ’ εδώ και η
λέξη κατεργάρης=άνθρωπος χωρίς εμπιστοσύνη κλπ.).
Υπήρχαν, επίσης, πλοία την εποχή εκείνη, που ονομαζόντουσαν «κάτεργα»
(πλεούμενες φυλακές). Έτσι, το πλήρωμα αυτών των πλοίων λεγόταν «κατεργάρηδες».
Όταν, λοιπόν, ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του,
μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ’ το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε
κατεργάρης στον πάγκο του».
Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους
μπάγκους ή πάγκους (από το ιταλικό panco)
Ο
αλυσόδεσμος αποτελούσε "ποδοπέδη" (κατ΄ αντιστοιχία των χειροπέδων)
στην παλαιότερη εποχή ναυτικής ιστορίας που κάποιες γαλέρες ήταν κάτεργα. Ο
αλυσόδεσμος ήταν ένα μικρό σχετικά τμήμα αλυσίδας της οποίας το ένα άκρο έφερε
κλοιό σχετικά μικρής διαμέτρου που περνούσε στο σφυρό του ενός ποδιού του
"δεσμώτη - ερέτη" (κωπηλάτη) και το άλλο στερεωνόταν στο
"σέλμα" πάγκο κωπηλασίας που αυτό χρησίμευε και ως κάθισμα, τραπέζι,
κρεβάτι, τόπος μαρτυρίου για να καταλήξει όχι σπάνια και σε νεκρική κλίνη. Από
τη ζωή αυτών των κατάδικων προέρχονται και οι περισσότερες γελοιογραφίες
κατάδικων που έφεραν αλυσόδεσμο και τη μεταλλική μπάλα, όπως επίσης προέρχεται
και η ελληνική δημώδη έκφραση "Κάθε κατεργάρης (κάτεργος) στο πάγκο
του".
Και οι
τοίχοι έχουν αφτιά
Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως τον Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των
επιδρομέων, ήταν κυρίως τα τείχη που την κύκλωναν.
Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των
αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα
στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα.
Τέτοιοι
πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόθουλος
- ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά -, ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος
του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής,
που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα τον Σγουρό
Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος οπό τους Φράγκους κλείστηκε στην Ακροκόρινθο, ο
Ναρσής τού πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό.
Το χτίσιμό του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι
πως ήταν απόρθητο
Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την
εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από
κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, το οποία
χρησίμευαν για φυλακές.
Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από ‘κει ψηλά
μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους
αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, ας πούμε, ένα είδος…ακουστικών…της
εποχής τους. Τότε τα έλεγαν «ωτία».
Καλή σταδιοδρομία
Αυτή η φράση έχει την προέλευσή της από το δρόμο του ενός Σταδίου των αρχαίων
στην Ολυμπία, εκεί που γινόντουσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Καλό κουμάσι είσαι
Γύρω
στα 1895, η Αγγλία είχε κατορθώσει να φτιάξει τα καλύτερα υφάσματα που υπήρχαν ως
τότε και όλες οι αγορές του κόσμου είχαν πλημμυρίσει απ’ αυτά. Δυο ανατολίτες
έμποροι – που είχαν το μαγαζί τους στο Γαλατά της Πόλης – σκέφτηκαν τότε, να
πλουτίσουν με δικό τους τρόπο. Ο ένας από τους δυο συνεταίρους ταξίδεψε στην
Αγγλία και αγόρασε μια μεγάλη ποσότητα από ρετάλια που τα μετέφερε στην
Κωνσταντινούπολη. Τα ρετάλια αυτά, είχαν βέβαια τη σφραγίδα μιας φημισμένης
βιομηχανίας, αλλά ήταν από το χειρότερο είδος που υπήρχε στις αποθήκες. Φυσικά,
οι έμποροί μας τα παρουσίασαν για πράγματα πρώτης τάξης και οι αφελείς έτρεχαν
να τ’ αγοράσουν σε τιμή … ευκαιρίας. Όταν ανακαλύφθηκε η απάτη, ήταν αργά. Οι
δύο συνεταίροι είχαν εξαφανιστεί. Από το περιστατικό, όμως αυτό έμεινε και η
φράση: «είσαι καλό κουμάσι», που τη λέμε όταν θέλουμε να υποτιμήσουμε κάποιον.
Γιατί «κουμάσι» στα τούρκικα
σημαίνει κομμάτι υφάσματος.
Δηλαδή ρετάλι. (Και το
«κοτέτσι» σε πολλά μέρη το λένε «κουμάσι». Ο Ησύχιος αναφέρει ότι σημαίνει
ορνιθώνας – κοτέτσι)
Κάλλιο
αργά παρά ποτέ
Παροιμία
και σύγχρονα παροιμιακή, αυτή η φράση, θέλουμε να πιστεύουμε πως μας την άφησε
ο Σωκράτης.
Όταν, λοιπόν, ο φιλόσοφος, σε περασμένη ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον
πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντάς του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;…» (« Τώρα που
γέρασες μαθαίνεις κιθάρα;»).
Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)»
(«Καλύτερα να μάθω αργά παρά να παραμείνω αμαθής»).
Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», που
μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας. Έκανε μια … μετάφραση.
Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: «Του
μεν ουν μηδ’ όλως το βραδίον αφικέσθαι άμεινον». Δηλαδή, «Αν δεν μπορέσει
κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανέθεσαν, είναι
προτιμότερο να την κάνει έστω αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου».
Κάνει την
πάπια
Η έκφραση «κάνω την
πάπια» σημαίνει, σύμφωνα με το λεξικό, προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω, δεν
καταλαβαίνω κάτι, αποφεύγω να πάρω θέση. Συνώνυμη έκφραση είναι «κάνω το
κορόιδο».
Στη βυζαντινή
εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή -
ονομάζονταν Παπίας.
«Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τας εις
το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο.
Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε
διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο
τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα
συμπόσια του.
,Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β`, Παπίας του
παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός,
άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε
καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες - ακόμη και τον αδελφό
του Συμεώνα - στον αυτοκράτορα.
Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον
αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του ...βούρκωναν
υποκριτικά. - «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω
εναντίον σου στον αυτοκράτορα;».
Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι` αυτό, από τότε, όταν
κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον
ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»... Φράση που
έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
Κάποιο
λάκκο έχει η φάβα
Σε όλα τα μέρη
που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται
μόνο με το νερό της. Από δω έχουμε και τη γνωστή φράση “κάποιο λάκκο έχει η
φάβα».
Κάποιος φούρνος θα
γκρέμισε
Παλαιότερα,
τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους…φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή,
δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή
κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.
Είναι γνωστό
και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που
μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την
εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
- Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από
εκατό φούρνους…
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε
ξαφνιασμένος.
- Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό
δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!
- Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά;
Όταν λοιπόν στα
χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του
μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας,
το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.
Από τη
μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε», ή
«Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε» που τη λέμε σήμερα, άγνωστο γιατί, όταν μας
επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.
Καρφί δεν
του καίγεται
Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί
πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο.
Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον».
Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας
και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο.
Κανείς δεν
μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι
Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να `χει
σαράντα χιλιάδες κατοίκους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους.
Παρ` όλ` αυτά
ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν
τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος
Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο
Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί
σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα.
Κι ένα απ` όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ` άγγιζε και
κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός
αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα
πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια.
Το καρφί, όμως,
που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή
φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό
φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το
καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν
του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που
αδιαφορούν για τον πλησίον τους.
Κατά φωνή
κι ο γάιδαρος
Ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα είναι και ο γάιδαρος. Από αρχαιότατα χρόνια, οι
άνθρωποι τον αγαπούσαν, όχι μόνο για την υπομονή, που δείχνει στις πιο βαριές
δουλειές, αλλά και για την αντοχή του. Οι Φαραώ του 40ού αιώνα είχαν γαϊδάρους
εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο που τους
χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών
αρετών και σαν ιερά ζώα.
Όταν ένας
γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους
προειδοποιούσαν για τη νίκη.
Κάποτε ο Φωκίωνας
ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο
βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε
ν' αναβάλει για μερικές μέρες τη επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες,
που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει
υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδό του.
- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας.
Και διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε
ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που
δεν τον περιμέναμε.
Κατέβηκε
από τα Γκράβαρα
Όταν κάποιος μάς
φαίνεται ... ξεροκέφαλος , λέμε συνήθως , ότι " κατέβηκε από τα Κράβαρα
" .
Κάποτε αρκετά χρόνια πριν την Επανάσταση του '21 , στη Ναύπακτο , ξεσηκώθηκαν
τολμηρά παλικάρια , ανέβηκαν στο βουνό και δημιούργησαν ένα ισχυρό καπετανάτο.
Οι Αρβανίτες
τους έτρεμαν . Ωστόσο μια μέρα αποφάσισαν να τους χτυπήσουν με μεγάλες δυνάμεις
, για να τους βγάλουν απ' τη μέση .
Αλλά όταν άρχισε η μάχη , οι Έλληνες τούς επιτεθήκανε με καταπληκτική ορμή ,
φωνάζοντας συγχρόνως : " Στην κάρα βαρήτε ! " .
Η λέξη " κάρα " , που σημαίνει κεφάλι , ήταν πολύ της μόδας , παρμένη
από τα θρησκευτικά βιβλία . Ο λαός, λοιπόν , όλους αυτούς που φώναζαν "
στην κάρα βαρήτε ¨ τους ονόμασε τιμητικά - με μια μικρή παραλλαγή "
Κραβαρίτες "
Και με τον καιρό , η Ναύπακτος πήρε την ανεπίσημη ονομασία [Γ]Κράβαρα .
Κίτρινος
τύπος
Ο
όρος «κίτρινος τύπος» (εναλλακτικά «κίτρινο έντυπο» ή «κίτρινη φυλλάδα») και
«κίτρινη δημοσιογραφία» χρησιμοποιείται σήμερα στον χώρο της δημοσιογραφίας
(αρχικά, στις εφημερίδες, στην συνέχεια όμως συμπεριέλαβε όλο το δημοσιογραφικό
φάσμα) και είναι συνώνυμος της ανηθικότητας. Η γέννηση του όρου αυτού, ανάγεται
στα τέλη του 19ου αιώνος και πιο συγκεκριμένα στις ΗΠΑ.
Εκείνη
την εποχή, κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα έντονα σημάδια ανταγωνισμού
ανάμεσα στις εφημερίδες, που ψάχνουν να βρουν τρόπους για ν’ αυξήσουν την
κυκλοφορία τους, μέσω συνταρακτικών ειδήσεων και σκανδάλων κάθε είδους. Ένα
επιπλέον στοιχείο που χρησιμοποιείται προς τον σκοπό αυτό, είναι και η προσθήκη
χρώματος στις σελίδες.
Το
1895, στην εφημερίδα «Ο Κόσμος της Νέας Υόρκης» (New York World), κάνουν την
εμφάνισή τους, σύντομες έγχρωμες εικονογραφημένες ιστορίες με τίτλο «Hogan’s
Alley». Δημιουργός τους, ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της τέχνης των κόμικς,
ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Φέλτον Άουτκολτ
(Richard F. Outcault). Οι ιστορίες αυτές, αρχικά δημοσιεύονταν σε ασπρόμαυρη
μορφή. Ένας εκ των τεσσάρων ηρώων των ιστοριών αυτών, ήταν ένα φαλακρό,
χαμογελαστό αγόρι, με μεγάλα αυτιά, το οποίο απεικόνιζε έναν τύπο «μαγκάκου»
που μιλούσε σε γλώσσα αργκό. Η λεπτομέρεια που το ξεχώρισε σύντομα, ήταν ότι
φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα. Εξ αιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, το παιδί
ονομάστηκε «Το Κίτρινο Παιδί» (The Yellow Kid). Οι ιστορίες με τα κατορθώματα
και τις πονηριές του ήρωα αυτού, έγιναν δημοφιλείς, αυξάνοντας και τις πωλήσεις
της εφημερίδας.
Βλέποντας
την επιτυχία του Κίτρινου Παιδιού, σύντομα κι άλλες εφημερίδες φρόντισαν να
υιοθετήσουν την συνταγή των εικονογραφημένων ιστοριών. Μόνο που τώρα το Κίτρινο
Παιδί, δεν πρωταγωνιστούσε σε αθώες και αστείες ιστορίες, αλλά σε ιστορίες
πάσης φύσεως θεματολογίας, με μια ιδιαίτερη «προτίμηση» στα εικονογραφημένα
σκάνδαλα, ενώ ήδη κάνουν την εμφάνισή τους και τα γνωστά συννεφάκια κειμένου,
για την απόδοση των διαλόγων.
Η
πρακτική αυτή των εφημερίδων, καυτηριάστηκε έντονα και εξ αιτίας του Κίτρινου
Παιδιού, που εξέφραζε πλέον μια καινούργια νοοτροπία και αποτέλεσε «όπλο» του
εκδοτικού ανταγωνισμού και πολέμου, γεννήθηκαν οι όροι «Κίτρινος Τύπος» και
«Κίτρινη Δημοσιογραφία», οι οποίοι προκάλεσαν εντύπωση τότε κι έμειναν στην
ιστορία.
Κοράκιασα
από τη δίψα
Φράση που προέρχεται από έναν αρχαιοελληνικό μύθο. Σύμφωνα με αυτόν, σε κάποια
μικρή ορεινή πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι αποφάσισαν κάποτε να κάνουν
μια θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το νερό όμως που θεωρούσαν ιερό και το χρησιμοποιούσαν
στις θυσίες , βρίσκονταν ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια. Έπρεπε λοιπόν για αυτή τη
σημαντική θυσία να στείλουν κάποιον σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική διαδρομή,
για να φέρει το «ιερό» νερό. Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή από ένα δέντρο εκεί
κοντά. Ήταν η φωνή ενός κόρακα ο οποίος προσφερόταν να αναλάβει το συγκεκριμένο
εγχείρημα. Παρά την έκπληξη που ένιωσαν οι κάτοικοι ακούγοντας τη φωνή του
κόρακα, αποφάσισαν να του αναθέσουν την αποστολή, μιας και με τα φτερά του θα
έφτανε γρήγορα και εύκολα στην πηγή που έτρεχε το «ιερό» αυτό νερό. Έδωσαν
λοιπόν, οι άνθρωποι στον κόρακα μια μικρή υδρία, αυτός την άρπαξε με τα νύχια
του και πέταξε στον ουρανό με κατεύθυνση την πηγή. Ο κόρακας έφτασε γρήγορα
στην πηγή. Πλάι της αντίκρισε μια συκιά γεμάτη σύκα, και λιχούδης καθώς ήταν
άρχισε να δοκιμάζει μερικά σύκα. Τα σύκα όμως ήταν άγουρα, και ο κόρακας
αποφάσισε να περιμένει μέχρι να ωριμάσουν, ξεχνώντας όμως την αποστολή που είχε
αναλάβει για λογαριασμό των ανθρώπων. Περίμενε τελικά δύο ολόκληρες μέρες ώσπου
τα σύκα ωρίμασαν. Έφαγε πολλά μέχρι που κάποια στιγμή θυμήθηκε τον πραγματικό
λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην πηγή. Άρχισε να σκέφτεται λοιπόν, πώς θα
δικαιολογούσε την αργοπορία του στους κατοίκους της πόλης. Τελικά γέμισε με
νερό τη μικρή υδρία, άρπαξε με το ράμφος του ένα μεγάλο φίδι το οποίο διέκρινε
να κινείται κοντά στους θάμνους και πέταξε για την πόλη.
Όταν ο κόρακας έφτασε στην πόλη, οι κάτοικοι θέλησαν να μάθουν το λόγο για τον
οποίο άργησε να επιστρέψει με το νερό από την πηγή. Ο κόρακας αφού άφησε κάτω
την υδρία και το φίδι, και ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο φίδι ρουφούσε το
νερό από την πηγή, με αποτέλεσμα αυτή να αρχίσει να ξεραίνεται. Έπειτα τους
είπε πως όταν το φίδι αποκοιμήθηκε, αυτός γέμισε την υδρία με το νερό και
γράπωσε και το φίδι για να το παρουσιάσει στους κατοίκους. Οι άνθρωποι τον
πίστεψαν και σκότωσαν το φίδι χτυπώντας το με πέτρες και ξύλα.
Όμως, το φίδι αυτό ήταν του θεού Απόλλωνα, και ο θεός του φωτός οργισμένος
αποφάσισε να τιμωρήσει τον κόρακα για το ψέμα του. Έτσι από εκείνη την ημέρα,
κάθε φορά που ο κόρακας προσπαθούσε να πιει νερό από κάποια πηγή, αυτή στέρευε.
Κράτησε πολύ καιρό το μαρτύριο αυτό της δίψας του κόρακα, μέχρι που ο Απόλλωνας
τον λυπήθηκε και τον έκανε αστέρι στον ουρανό. Από τότε, όταν κάποιος διψούσε
πολύ, έλεγε τη φράση « Κοράκιασα από τη δίψα ». Και αυτή η φράση έχει
παραμείνει ως τις μέρες μας.
Κουκιά
μετρημένα
Στα πολύ παλιά χρόνια
χρησιμοποιούσαν τα κουκιά για ψήφους. Έτσι, μετά την ψηφοφορία τα κουκιά έπρεπε
να είναι μετρημένα.
Αλλά και κατά την πολιορκία της Αθήνας από το Δημήτριο τον Πολιορκητή
παρατηρήθηκε, όπως σε κάθε πολιορκία, έλλειψη τροφίμων. Τότε, λέγεται ότι ο
Επίκουρος έθρεψε τους μαθητές του με «κουκιά μετρημένα», σύμφωνα με αυτά που
είχε.
Κουλουβάχατα/
Kull Wahed / في كل واحدة
Αραβικής
προέλευσης που σημαίνει: όλα σε ένα. Ο πρώτος που φαίνεται να την χρησιμοποίησε
στα νεοελληνικά ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης – Φαλέζ, γιός του Γιάννη/ Γενναίου
Κολοκοτρώνη και της Φωτεινής Τζαβέλα, εγγονός του Γέρου του Μοριά, βγάζοντας
περί το 1882 το πολιτικό του φυλλάδιο «Ἡ Κουλουβάχατα ἤ αἱ φύρδην μίγδην
σημεριναί ἰδέαι».
Απ’ ότι φαίνεται, η ελληνοποιημένη νοηματική που θέλησε να δώσει ο Θ. Κολοκοτρώνης
(ψευδ.Φαλέζ/ falez που σημαίνει γκρεμός και προφανώς αυτός που γκρεμίζει,
ανατρέπει, μιας και ο εγγονός του Γέρου ήταν πλήρως ανατρεπτικός χαρακτήρας)
στη λέξη Kull Wahed / في كل واحدة/ κουλουβάχατα δεν είναι το: όλα σε ένα, αλλά
του φύρδην, που παράγεται από το ρήμα φύρω και σημαίνει ανακατεύω, καθώς και
του μίγδην που παράγεται από το ρήμα μείγνυμι, ανακατεύω. Οι λέξεις είναι
συνώνυμες και όταν χρησιμοποιούνται μαζί σημαίνουν πολυανακάτεμα, χωρίς καμιά
απολύτως τάξη, κουλουβάχατα δηλαδή.
Κροκοδείλια
δάκρυα
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται πίσω από κανένα
βράχο ή δέντρο κι αρχίζει να βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν
καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού.
Συγχρόνως -ίσως
από την προσπάθεια που βάζει για να… κλάψει- τρέχουν από τα μάτια του άφθονα
και χοντρά δάκρυα. Έτσι, αυτοί που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κανένα
παιδάκι που χάθηκε και τρέχουν να το βοηθήσουν…
Ο κροκόδειλος επιτίθεται τότε, ξαφνικά και κάνει τη δουλειά του.
Στην αρχαία
Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος. Οι Φοίνικες, όμως, έμποροι, που έφταναν στα
λιμάνια της Κορίνθου και του Πειραιά, μιλούσαν συχνά για τα διάφορα εξωτικά
ζώα, τα πουλιά και τα ερπετά της πατρίδας τους, που άφηναν κατάπληκτους τους
ανίδεους Έλληνες και τους γέμιζαν με τρόμο και θαυμασμό.
Φαίνεται ωστόσο, ότι ο κροκόδειλος τους έκανε περισσότερη εντύπωση, κυρίως με
το ψευτοκλάμα του, αφού ένας νεαρός ποιητής, ο Φερεκίδης, έγραψε κάποτε το
παρακάτω επίγραμμα:
«Εάν η γη ήθελε να συλλάβει εκ των δακρύων της γυναικός, εκάστη ρανίς των θα
εγέννα κροκόδειλον».
Παρόλο, λοιπόν,
που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε
σήμερα γι’ αυτούς που ψευτοκλαίνε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.
Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του
Η
έκφραση αυτή ξεκίνησε από το περιστατικό, ότι ο λαγός προσπαθεί να κρυφτεί, την
ώρα που τον κυνηγάνε, μέσα στις φτέρες. Αλλά πολλές φορές, βόσκει μέσα σ'
αυτές. Όταν, λοιπόν, ο κυνηγός παρατηρήσει ότι κουνιέται η φτέρη, χωρίς δεύτερη
διαπίστωση ρίχνει επάνω της και είναι σίγουρος, πως κάποιο λαγό θα βάρεσε. Γι'
αυτό, λοιπόν, αν ο λαγός κουνήσει τη φτέρη … κακό του κεφαλιού του. Μερικοί την
έκφραση αυτήν τη λένε, από λάθος βέβαια: "λαγός πιπέρι έτριβε κ.λπ.".
Μάλλιασε
η γλώσσα μου
Στη βυζαντινή
εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν
π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον
τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.
Του έδιναν ένα
ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο
στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο
που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της
τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως
είναι τα μαλλιά.
Από την
απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : ‘μάλλιασε η γλώσσα μου”, που
τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για
κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
[Νατσουλισμός
αλέρτ. Δεν δίνεται καμιά πηγή γι’ αυτό το βυζαντινό βασανιστήριο, ούτε φαίνεται
ισχυρή η σύνδεση με την κατάσταση που οδήγησε στη γέννηση της φράσης. Η γλώσσα
μας άλλωστε δεν μαλλιάζει όταν λέμε πολλά γενικώς, αλλά όταν προσπαθούμε μάταια
να πείσουμε κάποιον για κάτι, επαναλαμβάνοντας τα ίδια (περίπου) λόγια.]
Με το νι και με το σίγμα
Παλαιότερα,
όταν τα παιδιά μάθαιναν υποκοριστικά, ο δάσκαλος τους έλεγε ότι η αρχική τους
κατάληξη ήταν σε -ιο και ότι στα μεσαιωνικά χρόνια ήταν σε ιον και ιν, για να
καταλήξει στο τέλος το απλό ι . Π.χ. παιδίον, παιδίν, παιδί. Επίσης, ότι ο
τύπος των θηλυκών τριτόκλιτων ήταν σε ις και κατέληξε να φύγει το τελικό ς.
Π.χ. πόλις, πόλι. Όταν στους τελευταίους αιώνες άρχισαν να γράφουν το χέρι, το
πόδι, χωρίς το ν και η πίστι, η πόλι. Χωρίς το ς, οι τύποι που είχαν το νι και
το σίγμα θεωρούνταν οι πιο σωστοί και οι κομψότεροι. Γι αυτό όποιος μιλούσε με
το νι και με το σίγμα, μιλούσε σωστά και τέλεια. Απ αυτό, λοιπόν, βγήκε η φράση
«του τα είπα με το νι και με το σίγμα».
Μη μου
τους κύκλους τάραττε
Όταν οι Ρωμαίοι
κυρίευσαν τις Συρακούσες το 212 π.Χ., μετά από τριετή αντίσταση των Ελλήνων,
κάποιοι Ρωμαίοι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι του Αρχιμήδη, και τον βρήκαν να
σχεδιάζει κύκλους στο έδαφος. Ο Αρχιμήδης τους παρακάλεσε να τον αφήσουν να
τελειώσει τη λύση κάποιου σπουδαίου προβλήματος που τον απασχολούσε, εξού και
οι κύκλοι στο έδαφος.
Για αυτό και
τους είπε το γνωστό «μη μου τους κύκλους τάραττε». Ο Ρωμαίος στρατιώτης όμως
δυστυχώς και τους κύκλους του χάλασε, και τον Αρχιμήδη σκότωσε…!!!! Η φράση
όμως έμεινε…
Μου έφυγε
το καφάσι
Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η
καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε «του έφυγε το καφάσι»,
δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.
Το ίδιο και
όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: «μου έφυγε το καφάσι», δηλαδή, μου έφυγε
το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.
[Η εξήγηση από
τα τουρκικά είναι σωστή, από το kafa. Ωστόσο, πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι η
έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για πράγματα παράλογα ή εκπληκτικά - και «είναι
να σου φύγει το καφάσι» = είναι να τρελαίνεσαι. Σημειώνω ακόμα ότι σήμερα οι
περισσότεροι δεν ξέρουν το καφάσι = κεφάλι και σκέφτονται το καφάσι = τελάρο
(άλλο δάνειο, από τουρκ. kafes), κάτι που μάλλον δίνει χρώμα στην έκφραση]
Νενέκος
Ο όρος
«Νενέκος», είναι συνώνυμος της εθνικής προδοσίας και μάλιστα του χειρίστου
είδους, καθώς ο προδότης δεν περιορίζεται απλά στην επαίσχυντη πράξη της
προδοσίας, αλλά παίρνει εμφανώς το μέρος του εχθρού, τασσόμενος εμπράκτως
εναντίων των συμπατριωτών του.
Η απαξιωτική
και μειωτική αυτή έκφραση, οφείλεται στον Νενέκο, έναν οπλαρχηγό της
Επανάστασης του 1821. Ο Δημήτριος
Νενέκος καταγόταν από το χωριό Ζουμπάτα των Πατρών κι έγινε οπλαρχηγός
του προκρίτου της Πάτρας Βενιζέλου Ρούφου (ο Ρούφος αργότερα, διετέλεσε
πρωθυπουργός), αφού προηγουμένως δολοφόνησε τους πολεμιστές Σπανοκυριάκο και
Σαγιά που διεκδικούσαν το ίδιο αξίωμα.
Αρχικά διακρίθηκε
στις πολιορκίες της Πάτρας και του Μεσολογγίου, αλλά μετά την άλωση του,
συνεργάστηκε με τον αλβανικής καταγωγής, Αιγύπτιο στρατηγό Ιμπραήμ, ο οποίος
του προσέφερε ορισμένα προνόμια. Το 1826 προσκύνησε και συμπαρέσυρε μαζί του
και πολλούς άλλους. Το 1827, επικεφαλής των Τουρκοπροσκυνημένων πολέμησε
εναντίον των Ελλήνων και τους νίκησε. Για αυτά τα «κατορθώματα» του και με τη
μεσολάβηση του Ιμπραήμ, έγινε με διαταγή του Σουλτάνου, «μπέης».
Οι
«προσκυνημένοι», σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ, αποτέλεσαν εκείνη
την εποχή, μεγάλο πρόβλημα για την έκβαση της Επανάστασης και την έθεταν σε
άμεσο κίνδυνο. Ήταν τότε, που ο Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βλέποντας
τις θυσίες και τους αγώνες των Ελλήνων, να πηγαίνουν χαμένοι, από την μάστιγα
των «προσκυνημένων» (στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης μάλιστα σημειώνει
χαρακτηριστικά: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την
πατρίδα μου»), αντέτεινε το ιστορικό «Φωτιά
και τσεκούρι στους προσκυνημένους!» και «ξαναζωντάνεψε» την
ετοιμοθάνατη Επανάσταση. Απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην
τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό
στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου. Σε όλο
τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις
πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους
διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις
του Έλληνα στρατηγού.
Όταν ο Ιμπραήμ
από την Πάτρα ξεκινούσε για τα Καλάβρυτα με τον στρατό του και το Νενέκο με
2.000 δικούς του(!) στο χάνι του Βερβένικου ο Ιμπραήμ παραδρόμησε και
περαπλανήθηκε μέσα στο δάσος ώσπου έπεσε πάνω στο Νενέκο και τους Αρβανιτάδες
του. Στου Δεσπότη τη Βρύση καθώς προχωρούσε αυτός με τη νέα του συνοδεία
κοιμήθηκε. Στην διάρκεια του ύπνου του όμως τον φύλαγαν καλά οι Νενεκαίοι γι’
αυτό σαν έφτασε στο στρατόπεδό του «επήνεσε τον Νενέκον δια την πίστην του,και
παρρήσια μάλιστα τον εχάιδευσε με τα χέρια του ενώπιον των επισήμων Τούρκων». Ο
Κολοκοτρώνης μαθαίνοντας ότι ο Νενέκος είχε τον Ιμπραήμ στα χέρια του και δεν
τον «έφαγε», σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του υπασπιστή του Φωτάκου,
αγανάχτησε που «…ωρκίσθει παρρησία ημών εις τον Μεγάλον Θεόν των Ελλήνων και
είπεν, ότι επιθυμεί τον φόνον του Νενέκου, και αν τον εύρισκε πουθενά με τα
ίδια του τα χέρια τον εφόνευεν, πράγμα πολύ παράξενον και πρωτάκουστον απο το
στόμα του Κολοκοτρώνη να ομιλή περί φόνου, και ότι μόνος του θέλει να τον
κάμη».
Η εκτέλεση του
Νενέκου, έγινε τελικά το 1828, κατ’ εντολήν του Κολοκοτρώνη, από τον αδελφό του
δολοφονημένου Σαγιά.
Έκτοτε, το
όνομα του Νενέκου ταυτίστηκε με τον προσκυνημένο, το δουλοπρεπή άνθρωπο, το
μίασμα, τον προδότη, τον άνθρωπο που δεν έχει σε τίποτα να ξεπουλήσει τις ιδέες
του, την αξιοπρέπεια του, την εθνική, την αγωνιστική του ταυτότητα, πουλώντας
τους παλιούς συναγωνιστές του και συμπράττοντας με παλιούς αντιπάλους του
προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συγκυριακά του συμφέροντα.
Ο ένας
λέει το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του
Αυτή τη φράση τη λέμε
για δύο πρόσωπα που δεν μπορούνε να συμφωνήσουν, να αποφασίσουν και προέρχεται
από τα παιδικά παιχνίδια.
Πολλές φορές τα παιδιά όταν παίζουν κρυφτό ή κυνηγητό, προκειμένου να αποφασίσουν
ποιος θα τα κάνει, παίρνουν δύο ξυλαράκια διαφορετικού μήκους το κάθενα και
αυτός που τα κρατάει, τα δείχνει στους άλλους δύο από την άλλη μεριά, έχοντας
τις άκρες τους ίσες. Τότε τραβάνε και αναγκαστικά ο ένας θα τραβήξει το κοντό
και ο άλλος το μακρύ.
Υπάρχουν τώρα και οι εκδοχές κατά τις οποίες η φράση ο άλλος το μακρύ του και ο
άλλος το κοντό του, λέγεται γι αυτούς που έχουν διαφορετική γνώμη, κι ο ένας το
περιγράφει σαν μακρύ και ο άλλος σαν κοντό. Κατά την άλλη εκδοχή η πλήρης φράση
θα έπρεπε να είναι ο ένας λέει το μακρύ του λόγο και ο άλλος τον κοντό του κι
έτσι δε συνεννοούνται. Ανεξάρτητα, όμως του ότι ποτέ δεν λέμε όταν συζητάμε,
ότι λέω το μακρύ μου ή τον κοντό μου λόγο, υπάρχει και το ουδέτερο κοντό, που
ναι μεν προσαρμόζεται στο κοντό ξυλαράκι, όχι όμως και προς τον αρσενικού
γένους λόγο.
Ο καλός ο
καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται
Η φράση "Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται", που τη λέμε
για τους ανθρώπους εκείνους που δεν τους τρομάζουν οι δυστυχίες, είναι παρμένη
από τη ζωή των ναυτικών, που έχουν συνηθίσει στις μεγάλες τρικυμίες. Την
έλεγαν, χωρίς καμία παραλλαγή, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Βυζαντινοί.
Ο κλέψας
του κλέψαντος
Αρχαία ελληνική
έκφραση, (Αλωπεκίζειν προς ετέρα
αλώπεκα). Παροιμία που λεγόταν για τους απατεώνες και μάλιστα σε
περιπτώσεις που κάποιος εξ αυτών, επιχειρούσε να εξαπατήσει άλλον απατεώνα
Όλα τα'
χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει
Στα χρόνια
του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, είναι γνωστό πως η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη,
που κάθε άλλο παρά με τη σημερινή έμοιαζε.
Κοντά σε όλες τις ελλείψεις και η ψυχαγωγία ήταν περιορισμένη και θα ήταν πολύ
τυχερός κανείς, εάν κατάφερνε να τον προσκαλέσουν στις λιγοστές κοσμικές
συγκεντρώσεις που γινόταν. Το εισιτήριο για τα κοσμικά σαλόνια δεν μπορεί να
πει κανείς πως ήταν πολύ δύσκολο.
Δεν είχε, βλέπετε ακόμα διαμορφωθεί ο κύκλος της καλής τάξης, γιατί το χρονικό
διάστημα από την απελευθέρωση δεν ήταν και μεγάλο.
Βέβαια, δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρίσκεται κανείς σε μια δεξίωση του
Αντιβασιλιά Άρμανσμπεργκ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις βρισκότανε και ο Κωλέττης, που όταν τον ρώτησαν
τι γνώμη έχει για το αραχνοΰφαντο μαύρο βέλο, που φορούσε στο πρόσωπο της η
εύθυμη χήρα των σαλονιών και της αποψινής συγκέντρωσης Μαριορή - Ζαφειρίτσα Κοντολέοντος, απάντησε "Έτσι δε θα
φαίνεται όταν θα .... κοκκινίζει καμιά φορά αν .... (και συμπλήρωσε) : Μωρέ όλα
τα' χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει".
Ο παπάς
ευλογάει πρώτα τα γένια του
Ο λαός που τα βλέπει όλα και τίποτα δεν αφήνει, που να μην το σχολιάσει κι εδώ,
παρατήρησε πως ο παπάς, όταν αρχίζει τη λειτουργία με το "Ευλογητός ο
Θεός" κάνει το σταυρό του και ύστερα από συνήθεια, βάζει το χέρι του στο
στήθος, εκεί όπου καταλήγουν και τα γένια του.
Ο λαός, λοιπόν νομίζει πως με την κίνηση αυτή, ο παπάς ευλογάει και τα γένια
του. Έτσι η έκφραση αυτή μας τη μεταφέρανε στην καθημερινή ζωή και τη
μεταχειριζόμαστε για τους συμφεροντολόγους.
Ότι
γράφει δεν ξεγράφει
Ήταν η εποχή, που ο Πόντιος
Πιλάτος είχε παραδώσει στους Αρχιερείς τον Ιησού Χριστό, για να σταυρωθεί.
Είχε δώσει ακόμη την εντολή να γραφούν πάνω στο σταυρό τα τέσσερα αρχικά
γράμματα (Ι.Ν.Β.Ι) που σήμαιναν, Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων.
Οι γραμματείς, όμως των Ιουδαίων παρουσιάστηκαν σε αυτόν, ζητώντας να
αφαιρεθούν τα πρώτα γράμματα. Ο πιλάτος, όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά με τη
δήλωση "ο γέγραφα, γέγραφα". Η φράση αργότερα επικράτησε με
την παραποίηση "Ο γέγραφε, γέγραφε" και "επί το δημοτικότερον"
"Ότι γράφει δεν ξεγράφει"
Ό,τι έγινε, έγινε
Ο
Ησίοδος λέει ότι: "Ούτε οι θεοί δεν μπορούν να κάνουν το παρελθόν να μην …
υπήρξε ποτέ".
Οι παλιοί έλεγαν: "Τα γινόμενα (ή γεγενημένα) ουκ απογίνονται".
Οι Ρωμαίοι έλεγαν: "Facta semper
facta", δηλαδή: "Τα γεγονότα είναι πάντα γεγονότα", που
πάει να πει: "έχουν συμβεί, έστω και αν μετέπειτα αλλάξουν οι
καταστάσεις".
Το 1862 - 63, στην πλατεία Ομονοίας (γι' αυτό την ονόμασαν έτσι), ο Κανάρης,
γέροντας πια, πέτυχε να συμφιλιώσει με το κύρος του τις αλληλομαχόμενες φατρίες
και να ξαναενώσει το λαό, λέγοντας: "Ό,τι έγινε, έγινε, περασμένα
ξεχασμένα και να δώσουμε όλοι τα χέρια".
Ό,τι πράξεις θα εισπράξεις
Οι περισσότερες από τις «Παροιμιώδεις Εκφράσεις» μας έχουν την προέλευσή τους
από τα πολύ παλιά, τα αρχαία χρόνια.
Ο Αρίσταρχος Γραμματικός λέει κάπου: «Πεπραγμένα Ζευς αποδίδει».
Με την πάροδο του χρόνου, τη φράση αυτή τη συναντάμε σε διάφορους τύπους:
«Μάχαιραν έδωσες μάχαιραν θα λάβεις» ή «Βουλγάροις βουλγαριστί Βασίλειος
φέρεται» ή «ό,τι κάμεις θα λάβεις» κ.ο.κ
Λίγο πριν την Επανάσταση του 1821, ο
φιλικός Γαλάτης, επειδή πρόδωσε μυστικά της Φιλικής Εταιρείας, αποφασίστηκε
να θανατωθεί. Τον πήραν, λοιπόν, μια μέρα και τον πήγαν έξω από την πόλη
περίπατο κι εκεί του είπαν:
- Γαλάτη, ό,τι έπραξες θα λάβεις … Και τον εξετέλεσαν.
Από το περιστατικό αυτό, που είναι και το πιο σημαντικό για τη ζωή των προγόνων
μας, έμεινε ο λόγος, για να λέγεται μέχρι σήμερα.
Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει
Είναι
ένα παιδικό παιχνίδι. Τα κάθονται όλα γύρω γύρω και ένα από αυτά ρωτάει αν
πετάει κάποιο ζώο ή πράγμα. Αν πετάει, τότε σηκώνουν τα χέρια, αν, όμως, δεν
πετάει το ζώο ή το πράγμα που θα πει και σηκώσει κανένα από τα παιδιά το χέρι
του, τότε χάνει και σκύβει και τρώει μερικές καρπαζιές. Τώρα αυτός που ρωτάει,
για να τους ξεγελάσει, λέει γρήγορα ένα πουλί και μετά αμέσως ένα πράγμα, που
να του μοιάζει στην εκφώνηση. Π. χ. Πετάει, πετάει το λελέκι, το λελέκι, το
γελέκι. Τότε ξεγελιούνται και σηκώνουν το χέρι τους και χάνουν.
Υπάρχει
παραπλήσια παροιμία στους αρχαίους «Λ
ύ κ ο υ π τ ε ρ ά»
Τη φράση αυτήν τη μεταχειριζόμαστε, για να πούμε πως κάποιος είναι κουτός, και
όταν δηλώνουμε ότι συμφωνούμε σε κάτι εν γνώσει μας λάθος, από υστεροβουλία,
βαριεστιμάρα κ.λπ.
Πήγαν για
μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι
Μια από τις πιο σκοτεινές εποχές που έζησε η Ελλάδα, ήταν όταν στα παράλια της
έκαναν επιδρομές οι διάφοροι πειρατές, προπάντος, όμως οι Αλγερινοί που
περνούσαν από το μαχαίρι όλα τα γυναικόπαιδα ή άρπαζαν τις όμορφες κοπέλες, για
να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρά τους.
Στη Μήλο υπήρχαν τότε μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας, που έφτιαχναν χαλιά με
ωραιότατα σχέδια με ένα ειδικό μαλλί. Τα χαλιά αυτά τα πουλούσαν πανάκριβα
στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή
εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός κουρσάρος, ο Αλή Μεμέτ Χαν. Μια νύχτα, βγήκε με τα παλικάρια του στη
Μήλο, για να την κουρσέψει.
Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών, που βρίσκονταν εκεί. Οι
νησιώτες, όμως του πήραν είδηση, τους κύκλωσαν και του έπιασαν χωρίς
αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν, όμως τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια
και τους έστειλαν δώρο στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Από τότε έμεινε και ο λόγος που λέμε συχνά και σήμερα "Πήγαν για μαλλί και
βγήκαν κουρεμένοι".
Πήραν τα μυαλά του αέρα
Στις μέρες μας όταν λέμε
την φράση «πήραν τα μυαλά του αέρα», εννοούμε ότι κάποιος με αυτά που λέει
υπερβάλλει χωρίς λόγο, είναι αλαζονικός, υπερόπτης, καβαλημένο καλάμι...
Η σιγουριά του
είναι απερίσκεπτα μεγάλη και συνήθως δεν ακούει τα λόγια και τις συμβουλές των
γύρω του, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές οι αποφάσεις που παίρνει να αποβαίνουν
μοιραίες για τον ίδιο..
Ωστόσο, η
κυριολεκτική σημασία της έκφρασης «πήραν τα μυαλά του αέρα» προέρχεται από τα
βυζαντινά χρόνια και σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Η Βυζαντινή
Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε δυσκολίες στην προσπάθεια να αναχαιτίσει τους εχθρούς
που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη και άλλα εδάφη της αχανούς έκτασής της.
Εκείνη την περίοδο, οι βυζαντινοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά το πιο
αποτελεσματικό όπλο τους, το «υγρό πυρ»....
Την απόκρυφη αυτή εφεύρεση την έφερε όπως λένε στο Βυζάντιο, τον έβδομο αιώνα,
ένας καλόγερος από τη Συρία, ο
Καλλίνικος.
Το «υγρό
πυρ» ήταν μια ρευστή εύφλεκτη ουσία. Η φωτιά που προκαλούσε δεν έσβηνε στο νερό
και αυτό ήταν ένα στρατηγικό πλεονέκτημα. Στις μάχες εναντίον των Αράβων και
άλλων εχθρών, οι Βυζαντινοί βασίζονταν στο «υγρό πυρ» για την επικράτησή
τους....
Αν και συνήθως γέμιζαν το υγρό σε μικρά βαζάκια που τα χρησιμοποιούσαν έπειτα
σαν χειροβομβίδες, στις ναυμαχίες, ο τρόπος εκτόξευσης του «υγρού πυρός» ήταν
διαφορετικός.
Στην πλώρη κάθε
"χελανδίoυ» - δηλαδή
μεγάλου βυζαντινού πλοίου με τέσσερις σειρές κουπιά- ήταν τοποθετημένο σαν
προτομή το κεφάλι ενός λιονταριού ή άλλου θηρίου ή και ανθρώπου ακόμη, καμωμένο
από μπρούντζο
Το στόμα του
θηρίου ήταν πάντα ανοιχτό και η περιοχή του κρανίου έπρεπε να είναι άδεια για
να χωράει το «υγρό πυρ»..
Αφού οι
Βυζαντινοί τοποθετούσαν στα αμπάρια του πλοίου το αεροστεγές καζάνι με το «υγρό
πυρ», με δύο σωλήνες συνέδεαν το καζάνι με το κεφάλι του λιονταριού. Με μία
αντλία που λειτουργούσε χειροκίνητα..
Ο αέρας που
βρισκόταν στο κεφάλι του λιονταριού ήταν απαραίτητος για την επιτυχή εκτόξευση
του «υγρού πυρός». Αργότερα το “κεφάλι” άλλαξε με τη λέξη “μυαλό” και σήμερα η
φράση «πήραν τα μυαλά του αέρ α» αν και είναι δόκιμη έχει τελείως διαφορετική
σημασία από τη σημασία που είχε στο Βυζάντιο.
Πήρε το κρίμα στο λαιμό του
Στα
βυζαντινά χρόνια όταν κάποιος πλούσιος καταδικαζόταν για κάποιο παράπτωμα και
έπρεπε να μπει στην φυλακή για κάποιο χρονικό διάστημα , είχε το δικαίωμα να
δώσει ένα ποσό σε όποιον ήθελε ( κατά προτίμηση φτωχό που δεν είχε στον ήλιο
μοίρα ) και αυτός με την σειρά του έπρεπε να εκτίσει την ποινή του πλουσίου.
Έτσι ο φτωχός έπαιρνε τα λεφτά και εξέτιε την ποινή φυλάκισης του πλουσίου.
Πλάκωσε η
μαρίδα
Όταν κανείς
ψαρεύει και ρίχνει την πετονιά του, πριν προφτάσει να πατώσει το βαρίδι, οι
μαρίδες τρέχουν όλες μαζί και τρώνε το δόλωμα.
Έτσι και ο λαός μας ονομάζει μαρίδα τους μικρούς γαβριάδες, που μαζεύονται γύρω
από κάθετι που κινεί την περιέργεια τους ή που θα δουν ότι κάτι μπορεί να βγει:
"μαζεύτηκε γύρω η μαρίδα".
Κι ακόμα η μαρίδα συναντιέται κοπαδιαστή μέσα στη θάλασσα και όταν οι ψαράδες
την αντιληφθούν, φωνάζουν: πλάκωσε μαρίδα και ρίχνουν τα δίχτυα τους.
Που σε
πονεί και που σε σφάζει
Είναι μια
φράση από τις πολλές που μας άφησε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Λέγεται πως από
παιδί ο Μακρυγιάννης είχε τρομερή δύναμη.
Κάποτε, λοιπόν γέρος πια ο στρατηγός, χωρίς να το θέλει, σκούντισε κάποιον. Εκείνος
παρεξηγήθηκε και ρίχτηκε να χτυπήσει το Μακρυγιάννη, χωρίς βέβαια να ξέρει με
ποιόν είχε να κάνει. Ο στρατηγός του ζήτησε τότε συγνώμη, γιατί τον ακούμπησε
άθελα του.
Ο παλικαράς, νομίζοντας πως ο γέρος φοβήθηκε, αποθρασύνθηκε. Αλλά ο
Μακρυγιάννης, που δεν σήκωνε κάτι τέτοια, τον βούτηξε και τον έκανε του αλατιού
λέγοντας του ... Διαόλου ψοφίμι, τώρα θα σου δείξω που σε πονεί και που σε
σφάζει.
Πράσσειν
άλογα
Όταν κάποιος σε
μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα,
συνηθίζουμε να λέμε: « Τί είναι αυτά που μου λες; Αυτά είναι αηδίες και
πράσσειν άλογα».Το «πράσσειν άλογα» λοιπόν, δεν είναι πράσινα άλογα όπως
πιστεύει πολύς κόσμος, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση.
Προέρχεται εκ
του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος «πράττω» ή/και «πράσσω» (τα δύο τ,
αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το «πράττειν» ή/και
«πράσσειν» και του «άλογο» που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό «λόγος» που
σημαίνει λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο
το παράλογο, δηλαδή ,Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα.
Σαββατογεννημένος
Δεν είναι μόνο οι
παραδόσεις και οι θρύλοι, αλλά και πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως, όταν
αλώθηκε η Πόλη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν παντρεμένος, είχε τρία αγόρια
και η γυναίκα του ήταν έγκυος στο τέταρτο.
Την ημέρα ακριβώς που συντελέσθηκε το κοσμοϊστορικό εκείνο γεγονός, γέννησε
κόρη, που πέθανε αμέσως.
Ο θάνατος αυτός θεωρήθηκε κακό σημάδι κι από τότε βγήκε η γνωστή παροιμία ‘Σάββατο γιο μη χαίρεσαι και Τρίτη
θυγατέρα’, γιατί Τρίτη ήταν που έπεσε η Κωνσταντινούπολη και Σάββατο
γιορτάζουν οι διώχτες του Χριστού.
Από την ίδια περίπου αιτία βγήκε και η φράση "Σαββατογεννημένος",
επειδή ο λαός πιστεύει πως όσοι γεννιώνται την ημέρα αυτή, είναι αλαφροΐσκιωτοι,
δηλαδή βλέπουν φαντάσματα και στοιχειά, αλλά ποτέ δεν τους πειράζουν.
Σ'
αγαπάει η πεθερά σου
Ο Νικόλαος Πολίτης
δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λέει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους,
οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα
κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα
φαγητού.
Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον
προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον
περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στους άλλους. Όταν όμως
γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει,
δηλαδή ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος.
Γι αυτό και σε όποιον πάει στο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως τον
αγαπάει η πεθερά του.
Σαρδάμ
Στις αρχές του Ελληνικού κινηματογράφου (βουβός βέβαια) γύρω στο 1910 υπήρχε
ένας σκηνοθέτης ονόματα Μαδράς
ο οποίος μπέρδευε συχνά την γλώσσα του!
Από τον αναγραμματισμό του ονόματος του βγήκε το σαρδάμ!
Σε τρώει
η μύτη σου, ξύλο θα φας
Στην αρχαία
Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνησμός», η φαγούρα, δηλαδή, του σώματος, ήταν
προειδοποίηση των Θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα
πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή του παλάμη, θα
έπαιρνε δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρώει το χέρι μου
χρήματα θα πάρω», συνηθίζουμε να λέμε όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Οι αρχαίοι
όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθανόταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα
αφτιά και στη μύτη.
Κάποτε για
παράδειγμα, ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις,
ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από
αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διέλυσε το συμβούλιο.-
Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον Αρίσταρχο. Ας
αναβάλουμε για αργότερα την εκστρατεία.
Οι Σπαρτιάτες
πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα
γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη
του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή
βγήκε η φράση : «η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας».
Σήκωσε
δικό του μπαϊράκι
«Μπαϊράκι» στα τούρκικα σημαίνει
«σημαία» (bayrak) και πιο συγκεκριμένα, μικρή σημαία ή λάβαρο. Τα μπαϊράκια
κατά την περίοδο της Επανάστασης, χρησιμοποιούνταν ως διακριτικά των αντάρτικων
ομάδων των Κλεφτών και των Αρματολών. Οι περισσότεροι αγωνιστές είχαν δική τους
σημαία, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Διάκος κ.ά.
Συχνά,
ανάμεσα στους αρματωλούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και
παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε ένα θανάσιμο μίσος
μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θα
αναλάμβανε το καπετανιλίκι.
Δηλαδή, ποιος θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών,
όταν χήρευε καμιά θέση.
Φυσικά, οι παλιοί αρματωλοί, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από
τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητες τους,
επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν λοιπόν, κλήρο μεταξύ τους
και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που
έχαναν όμως δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι.
Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου καπετάνιου και πολλές
φορές το κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα
παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους μπαϊράκι.
Δηλαδή, οι
αποστάτες έκαναν δική τους ομάδα και ύψωναν σημαία δική τους. Το μπαϊράκι αυτό
(λεγόταν και φλάμπουρο), σήκωνε ο θεωρούμενος πιο γενναίος της ομάδας, που
ονομάζονταν μπαϊρακτάρης ή φλαμπουριάρης. Η ιδιότητα αυτή μάλιστα, με τον καιρό
μετεξελίχθηκε και σε οικογενειακό επώνυμο (π.χ. ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης,
γνωστός για την δράση του εναντίων των Κουτσαβάκηδων).
Από
τότε έμεινε η φράση: «Σήκωσε δικό του μπαϊράκι», που τη λέμε για κάποιον που
ξεφεύγει από τα καθιερωμένα, για κάποιον που εκφράζει ενστάσεις και
αυτονομείται.
Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και η έκφραση «Σήκωσε μπαντιέρα», η οποία παντιέρα
είναι η σημαία στα ιταλικά (bandiera)
Σιγά
(σπουδαία) τα λάχανα
Τη φράση «σπουδαία τα
λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά,
όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση
με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.
Προήλθε από το εξής περιστατικό. Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο
απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη».
Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες των χρόνων εκείνων. Όλοι
όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα
λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο
φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα
λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε.
Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα»,
όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα.
Σιγά τον
πολυέλαιο
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με
φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα
Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στα ανάκτορα.
Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια οι επιζώντες και οι
απόγονοι των αγωνιστών του 21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην
Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν
άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη
μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους
ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές της ελληνικής εκδήλωσης.
Το κέφι λοιπόν έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς,
που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν οι ξένοι.
Οι γερο-λεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι
άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά γυροβολιά, όταν
το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το
προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι
πολυέλαιοι κι κηροστάτες. Στο κρίσιμο λοιπόν αυτό σημείο ακουγόταν ψιθυριστά
μια φιλική παραίνεση κάποιου γνωστού των ανακτόρων προς τον χορευτή "σιγά τον πολυέλαιον".
Σπαγκοραμμένος
Σπάγκος ή σπαγκοραμμένος
είναι ο φιλάργυρος, ο τσιγκούνης. Η λέξη σπάγκος
είναι ιταλική και σημαίνει αδύνατος,
ψιλός και από κει προέρχεται και το ψιλό μακαρόνι, το σπαγγέτι.
Γνωρίζουμε πως οι μεταξωτές κλωστές είναι καλές, όπως επίσης και οι λινές, οι
χρυσοκέντητες και τόσες άλλες. Εκείνες που δεν έχουν αξία είναι σπάγκινες, αν
μπορούμε να μεταχειριστούμε την έκφραση. Το ύφασμα, λοιπόν, που θα ραφτεί με
σπάγκο, θα είναι πολύ φτηνό και επειδή το φτηνό πράγμα το μεταχειρίζεται ο
τσιγκούνης, γι αυτό και ο σπαγκοραμμένος είναι ο τσιγκούνης.
Στεντόρεια φωνή
Η έκφραση
γεννήθηκε από τον Αχαιό ήρωα του Τρωικού Πολέμου Στέντορα (Στέντωρ), αναφέρεται τόσο στην Ιλιάδα (Ε 785) όσο
και στη «Διομήδους Αριστεία», ο οποίος ήταν περιώνυμος για την μεγαλοφωνία του,
δηλαδή για τη βροντερή φωνή του, λόγω της ευεργεσίας του από τη θεά Ήρα.
Χαλκεόφωνος χαρακτηρίζεται
από τον Όμηρο και λέγεται γι' αυτόν «τόσον αύδήσασχ' όσον άλλοι πεντήκοντα»,
ότι φώναζε, δηλαδή, τόσο δυνατά όσο πενήντα άνδρες μαζί.
Θεωρείται ότι καταγόταν από τη Θράκη ή, σύμφωνα με τον «Σχολιαστή» του Ομήρου,
από την Αρκαδία: «Αρκάς το γένος, ερίσας δε προς τον Ερμήν περί μεγαλοφωνίας
εφονεύθη υπ' αυτού». Δηλαδή ο Στέντορας διαγωνίσθηκε με τον θεό Ερμή, τον
κήρυκα των θεών, στην ένταση της φωνής και ο Ερμής τον σκότωσε (ή, σύμφωνα με
άλλη παράδοση, πέθανε από την προσπάθεια να φωνάξει ακόμα πιο δυνατά).
Από τον Στέντορα και τη δυνατή φωνή του, ο Ευστάθιος πλάθει το επίθετο
στεντορόφωνος.
Ακόμα και σήμερα, η φράση «Στεντόρεια φωνή» σημαίνει τη μέγιστη σε ένταση φωνή.
Συμβαίνουν και εις Παρισίους
O πολιτικός και πρωθυπουργός επί Όθωνος, Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος
είχε διατελέσει για χρόνια πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι.
Από
εκεί έμεινε και η παροιμιώδης φράση που λέγεται, συνήθως ειρωνικά, για να
δικαιολογηθεί συμπεριφορά, περιστατικό ή ενέργεια άτοπη ή ασυνήθιστη, η οποία
παρουσιάζεται ως συνήθης και αποδεκτή και στα πλέον πολιτισμένα μέρη του κόσμου
(όπως το Παρίσι).
Σύρμα
Μια από τις
εκφράσεις που χρησιμοποιούσαμε ευρέως τις προηγούμενες δεκαετίες είναι η γνωστή
σε όλους μας, " έπεσε σύρμα". Σαν έκφραση είναι αλλόκοτη και όλίγον
αργκό, όμως εννοιολογικά σημαίνει την μεταφορά είδησης με παράπλευρο, άψυχο
μέσο που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το "σύρμα" που δεν είναι
άλλο από το τηλεφωνικό καλώδιο ή σύρμα.
Ας πάρουμε τα πράγματα, όμως με την σειρά. Στην αρχή της εφεύρεσης του
τηλεφώνου για την μεταφορά της φωνής από το ένα μέρος στο άλλο χρησιμοποιούνταν
κολώνες ξύλινες που πάνω τους έφεραν έλασμα, κοινώς σύρμα, και έτσι
δημιουργούνταν το τηλεφωνικό δίκτυο. Η άμεση ενημέρωση, πρωτοφανής για τα
δεδομένα της εποχής, που παρείχε η νέα εφεύρεση είχε τα καλά της άλλα και τα
κακά της, αφού όλα μαθαίνονταν γρήγορα και με την συνδρομή των
"λαλίστατων", ακόμη γρηγορότερα, έως και τάχιστα. Αυτό είχε σαν
αποτέλεσμα να μπλέκουν οι παράνομοι ευκολότερα από πριν, και μιλάμε για εποχή
που οι ρεμπέτες και η αστυνομία δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις. Οι
ρεμπέτες ομιλούσαν την "αργκό", τα μάγκικα ή, καλύτερα, την γλώσσα
του πεζοδρομίου με αποτέλεσμα να επικρατήσει η έκφραση "...έπεσε
σύρμα" που δήλωνε τον κίνδυνο σύλληψης αφού η οποιαδήποτε ενέργεια έγινε
άμεσα γνωστή. Λόγου χάρη οι τσιλιαδόροι των "παπατζήδων" φώναζαν
"σύρμα, σύρμα" σε περίπτωση που εμφανίζονταν "πολιτσμάνος"
στην γωνία.
Ένα άγνωστο
ρεμπέτικο τραγούδι αναφέρει χαρακτηριστικά:
Για
ένα μεροκάματο γυρίζω μες τους δρόμους,
καθημερινώς τραβήγματα έχω με αστυνόμους.
«Σύρμα» εδώ, «σύρμα» εκεί, μου σπάει τη χολή μου,
ζημιά μου κάνει στη δουλειά, μου κόβει το ψωμί μου.
Κι εκεί που κάνω το σεφτέ το σκάω μάνι – μάνι,
σύρμα! φωνάζουν τα παιδιά, έρχονται πολισμάνοι.
Αν με γραπώσ’ ο πόλισμαν, αλίμονο σε μένα,
με πάει στο αυτόφωρο, πληρώνω τα σπασμένα.
Στην Εφημερίδα "Εμπρός" με ημερομηνία
20 Αυγούστου 1946 αλιεύουμε ένα χρονογράφημα του Δ. Γιαννουκάκη που μας δίνει την έκφραση στο
"πιάτο":
Νέα λέξις εισήλθε πρότινος
εις το ελληνικόν λεξιλόγιον της πλανοδίου εμπορικής κινήσεως. Το «σύρμα».
Βέβαια, η λέξις δεν είναι
νέα ως λέξις, αλλά ως νέα έννοια… Είναι νεοτάτη. Απ του ντέιτ! Τι
σημαίνει;
Το κυνηγητό των πλανοδίων
την εδημιούργησε.
Μόλις αστυφύλαξ πλησιάσει
σε τόπον όπου οι πλανόδιοι σιγαρετοπώλαι, καραμελοπώλαι, σαντουιτσοπώλαι,
κονσερβοπώλαι και ποικίλοι διαφοροπώλαι και ανευαδειοπώλαι συγκεντρώνονται και
ξεκουφαίνουν τους διαβάτας, μία φωνή θ’ ακουστεί:
– Σύρμα! Σύρμα!
Λαγοί γίνονται τότε οι
διάφοροι ποικιλοπώλαι. Λούηδες γινονται, Κυριακίδηδες και τρέχουν ν’
απομακρυνθούν από την επικίνδυνη προσέγγιση, ενώ ταυτοχρόνως η φωνή του σκοπού
επαναλαμβάνεται από τους άλλους, διά να μεταδοθεί εις τα πέρατα του δρόμου, όπως
μεταδίδονται οι ειδήσεις με το ταμ ταμ στη ζούγκλα!
– Σύρμα!… Σύρμα!…
– Σύρμαααααα!….
Έτσι έμεινε στην ιστορία
ως επιφώνημα προειδοποίησης.
Την έκφραση την
αναφέρει ο Τσιφόρος στα "Παιδιά
της Πιάτσας" περιγράφοντας σκηνή με παπατζήδες, όπου οι "αβανταδόροι"
(τους έλεγαν και "νερά", γιατί τους έστελναν να φέρουν και κανένα
νερό από το κοντινό καφενείο) κοίταζαν ψηλά και έλεγαν, δήθεν αδιάφορα:
"σύρμα", όταν έβλεπαν να πλησιάζει αστυνομικός.
Πάντως είναι
πιθανό η έκφραση να προήλθε "κατά συνεκδοχήν" (σύρμα: προσοχή
κίνδυνος φυλάκισης), επειδή οι χώροι εγκλεισμού (φυλακές-στρατόπεδα) ήταν
περιφραγμένα με συρματοπλέγματα (σύρματα).