Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

Καραντίνα

         

Η καραντίνα αποτελεί περιορισμό στην κυκλοφορία ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στοχεύει στην αποτροπή της εξάπλωσης μιας ασθένειας και των παρασίτων. Συχνά σχετίζεται με την ασθένεια και την αρρώστια, καθώς η καραντίνα εμποδίζει την κυκλοφορία αυτών που έχουν εκτεθεί σε μια μεταδοτική ασθένεια, αλλά δεν έχουν επιβεβαιωμένη ιατρική διάγνωση. 

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο με την ιατρική απομόνωση, η οποία εφαρμόζεται σε άτομα που νοσούν από μεταδοτική ασθένεια και ως εκ τούτου απομονώνονται από τον υγιή πληθυσμό.

Η λέξη καραντίνα προέρχεται από την ενετική παραλλαγή της ιταλικής φράσης quaranta giorni (σαράντα μέρες). Οι σαράντα μέρες αναφέρονται στην υποχρεωτική περίοδο απομόνωσης των πλοίων και του πληρώματος, κατά την επιδημία της Μαύρης πανώλης

Η καραντίνα μπορεί να εφαρμοστεί σε ανθρώπους αλλά και σε πολλά είδη ζώων καθώς και ως μέρος των συνοριακών ελέγχων σε μια χώρα.

 

Γενικά παράσιτο στη Βιολογία χαρακτηρίζεται οργανισμός (ζωικός ή φυτικός) που ζει και αναπτύσσεται μαζί και σε βάρος άλλου οργανισμού, που χαρακτηρίζεται ξενιστής, από τον οποίο και τρέφεται με τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες. Τα παράσιτα που ζουν εξωτερικά του ξενιστή, όπως για παράδειγμα τα τσιμπούρια ονομάζονται έξωπαράσιτα, ενώ εκείνα που ζουν μέσα στο ξενιστή, όπως π.χ. οι ταινίες, ονομάζονται ενδοπαράσιτα. Ανάλογα με το είδος του ξενιστή διακρίνονται σε ζωοπαράσιτα και σε φυτοπαράσιτα.

Τα παράσιτα από βιολογική άποψη διακρίνονται σε μονοξενικά (που παραμένουν σ΄ ένα ξενιστή) και σε πολυξενικά (όταν στη διάρκεια της ζωής τους εναλλάσσουν ξενιστές). Επίσης διακρίνονται και σε προαιρετικά ή υποχρεωτικά τα οποία και επιφέρουν μια σειρά από επιπτώσεις, που μπορεί να είναι η ελάχιστη πρόκληση βλάβης στον ξενιστή που συνεχίζει να ζει και ν΄ αναπαράγεται φυσιολογικά, (μια τέτοια περίπτωση προσαρμογής αποτελούν οι ταινίες), που καταχρηστικά λέγονται αβλαβή, σε αντιδιαστολή εκείνων που μπορεί να επιφέρουν ακόμη και τον θάνατο του ξενιστή (όπως π.χ. το παράσιτο της ελονοσίας), που λέγονται επιβλαβή ή επικίνδυνα. Μεταξύ ξενιστή και παρασίτου μπορεί να υπάρξει συνεξέλιξη.

Τα παράσιτα αν και χαρακτηρίζονται από απλοποιημένες μορφές οργάνων αισθητήρων και κίνησης εντούτοις παρουσιάζουν ανεπτυγμένα όργανα προσήλωσης, π.χ. άγκιστρα, καθώς και όργανα απορρόφησης π.χ. μυζητήρες. Η αναπαραγωγή τους κρίνεται μάλλον υπερεντατική, για παράδειγμα η ασκαρίδα του αλόγου γεννά 60 εκατομμύρια αυγά το χρόνο. Τέλος τα παράσιτα παρουσιάζουν ποικίλη σεξουαλική ζωή όπως υπερτροφικές ωοθήκες, ερμαφροδιτισμό, αρσενικά νάνοι κ.λπ. που συντείνουν στην επικινδυνότητά τους.

Η έρευνα και η μελέτη των παρασίτων ανθρώπων, ζώων και φυτών αποτελεί αντικείμενο της Παρασιτολογίας, η δε οποιαδήποτε προκαλούμενη λοίμωξη εξ αυτών ονομάζεται παρασίτωση.


Από μικροβιολογική άποψη (δηλαδή με εξέταση μικροσκοπίου) τα παράσιτα αποτελούν μία από τις 4 μεγάλες ομάδες μικροοργανισμών, και διακρίνονται σε πρωτόζωα και μετάζωα.

Τα πρωτόζωα είναι μονοκύτταροι οργανισμοί που έχουν τη δομή των κυττάρων μεγαλοοργανισμών. Πολλά από αυτά χαρακτηρίζονται από ζωηρή κίνηση που γίνεται με διάφορους τρόπους. Έχουν ποικίλο σχήμα και μέγεθος. Στα πρωτόζωα υπάγονται αρκετά παράσιτα, όπως η αμοιβάδα και το τοξόπλασμα.

Τα μετάζωα είναι πολυκύτταροι οργανισμοί, με σαφή κυτταρική διαφοροποίηση, σχήμα και μέγεθος. Σε αυτά υπάγονται και παράσιτα ιατρικού ενδιαφέροντος, όπως ο εχινόκοκκος και η ασκαρίδα.

 

Με τον όρο µαύρη πανώλη ή µαύρος θάνατος αναφέρεται η πανδημία των ετών 1348 - 1353, η οποία ήταν από τις πλέον καταστροφικές στην παγκόσμια ιστορία. Ο συνολικός ανθρώπινος απολογισμός της, υπολογίζεται σε 100 έως 200 εκατομμύρια νεκρούς στην Ευρώπη, στην Ασία και στη βόρεια Αφρική. Μάλιστα εκτιμάται ότι μείωσε τότε τον παγκόσμιο πληθυσμό από 450 εκατομμύρια σε 350 - 375 εκατομμύρια.

Οι πρώτες επίσημες καταγραφές της πανδημίας ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1347, όταν γενοβέζικα εμπορικά πλοία από το λιμάνι της Κάφφας στην Μαύρη Θάλασσα, που προσέγγισαν το λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία, γεμάτα ετοιμοθάνατους και νεκρούς, μετέφεραν στην Ευρώπη την ασθένεια της πανώλης. Η ασθένεια αυτή είχε δύο μορφές: τη βουβωνική (ή σηψαιμική) και την πνευμονική. Μεταδιδόταν ακαριαία και βοηθούμενη από τις κακές συνθήκες υγιεινής, την έλλειψη ιατρικών γνώσεων της εποχής και τις επακόλουθες δεισιδαιμονικές προλήψεις, στις αρχές του 1348 είχε ήδη διαδοθεί από την Ιταλία, σε όλη την κεντρική Γαλλία, μέχρι τον χειμώνα του ιδίου έτους στην νότια Αγγλία και στη συνέχεια στις Κάτω Χώρες

Συνέπεια της επιδημίας ήταν να χαθεί σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης. Η επιδημία ξαναχτύπησε και στα επόμενα χρόνια του 14ου αιώνα, με μικρά χρονικά διαλείμματα, αναιρώντας έτσι ολοκληρωτικά την δημογραφική αύξηση που είχε σημειωθεί στα μέσα του 13ου αιώνα και ο παγκόσμιος πληθυσμός επανήλθε στα επίπεδα πριν το 1347 μόλις τον 17ο αιώνα.

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια